Ύφος παντογνώστη. Μένος κι επιθετικότητα ιεροεξεταστή, την ώρα που ανακοινώνει την ετυμηγορία: στην πυρά. Φόρτιση κλασικού «εθνικώς ταπεινωμένου». Μόνο αυτά; Αμ, δε. Ο Γεράσιμος Γιακουμάτος ξέρει καλά ότι το ακροδεξιό ακροατήριο επιθυμεί κάτι ακόμα -και το προσφέρει πρόθυμα: ολίγον από το ιδεολόγημα του «ανάδελφου έθνους».
Προσέξατε ότι στη- διάσημη, πλέον- ατάκα του υφυπουργού, ο Ρεχάγκελ έχασε... το όνομά του; Έμεινε μόνο η ιδιότητα του ξένου: «Πληρώνουμε τσάμπα ένα Γερμανό». Ελληνες, γρηγορείτε. Οι Τούρκοι απειλούν την εδαφική μας ακεραιότητα, οι Σκοπιανοί την Ιστορία μας, οι μετανάστες την καθαρότητα της φυλής μας κι ένας Γερμανός τα... λεφτά μας. Οι εχθροί είναι παντού. Προ των πυλών, εντός των τειχών, παραπλεύρως του πορτοφολιού μας!
Οι καιροί αλλάζουν, ο καιροσκοπισμός μένει ακλόνητος: όταν «και η κουτσή Μαρία» έσπευδε να καπηλευτεί τη χαρά για το Euro 2004, ο Ρεχάγκελ ήταν «δικός μας». Προσέξτε, ακόμα και τότε η υπεροχή... των γονιδίων μας ήταν μόνιμη επωδός στις «αναλύσεις» του συρμού: τον Οτο τον «κατακτήσαμε» διότι τον κάναμε να πανηγυρίζει όπως εμείς, να ζητεί από τον κόσμο να βγάλει ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια. Τον «κάναμε μάγκα», διότι του δώσαμε άφθονη ελληνική λεβεντιά ως πρώτη ύλη, για να δουλέψει. Αυτά, τότε...
Τώρα που η σύγχρονη καθεστωτική εθνικοφροσύνη καπηλεύεται (ή ΚΑΠΗ-λεύεται, για να θυμηθούμε την ατάκα Γιακουμάτου) την πίκρα και όχι τη χαρά, ο Ρεχάγκελ έγινε... αργόμισθος Γερμανός. Πάλι καλά που ο Γ. Γιακουμάτος δεν τον αποκάλεσε «βρικόλακα του Γ' Ράιχ». Αλλά, θα μου πείτε, αν έκανε κάτι τέτοιο, ίσως να στενοχωρούσε τα λεβεντόπαιδα που χαιρετούσαν ναζιστικά το περασμένο Σάββατο στο Καραϊσκάκη. Σωστά -άλλωστε πολλά από αυτά είναι ήδη σε ηλικία ψήφου.
Το κακό θα ήταν μικρό, εάν οι πάσες ανάμεσα στις «εθνικές» φανφάρες (έπειτα από αθλητικές επιτυχίες) και τους «εθνικούς» οδυρμούς (στις αποτυχίες) συνηθίζονταν μόνο στο δεξί άκρο του πολιτικού μας γηπέδου. Προ επταετίας, όμως, ο Θ. Πάγκαλος του «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ ήταν ο πολιτικός που δήλωνε ντροπιασμένος ως Ελληνας, επειδή η Εθνική ομάδα είχε ηττηθεί (2-0) στα Τίρανα. Επί πρωθυπουργίας Σημίτη, βλέπετε, το ιδεολόγημα της «ισχυρής Ελλάδας» αναζητούσε -μονότονα κι αρκούντως παιδικά- τη δικαίωσή του (και) στον αθλητισμό. Θυμηθείτε, απλώς, πώς ερμήνευαν οι κυβερνώντες τις επιτυχίες στον στίβο. Αποτέλεσμα: αναβαθμίστηκε η αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ακόμα κι από τη μύγα βγαίνει «εθνικό» ξύγκι. Περισσότερα επ' αυτού, αύριο.