Χάρη σε μία διαρκή φιλευσπλαχνία της τύχης -και μόνο- μέχρι τώρα δεν είχαν χαθεί ζωές. Αυτό που συνέβη στην Παιανία θα μπορούσε να έχει γίνει, νωρίτερα, στο Παγκράτι, την Ηλιούπολη ή αλλού. Θα είχε συμβεί, προ πολλού, εάν κάποιο χτύπημα ήταν λίγο δυνατότερο ή -απλώς- εύστοχο. Εάν κάποια θηριώδη ένστικτα δεν είχαν τιθασευθεί την τελευταία στιγμή -ξέρετε, σε εκείνα τα τρομακτικά κλάσματα δευτερολέπτου που κρίνουν εάν ο τραμπούκος θα γίνει (και) φονιάς. Ομως και η τύχη, όταν βολοδέρνει ανάμεσα σε τόση βαρβαρότητα, κάποια στιγμή αγριεύει...
Χαρακτηριστικό είναι το timing: χάθηκε ανθρώπινη ζωή στην εκπνοή μιας σεζόν τα χαρακτηριστικά της οποίας κάθε άλλο παρά ανέδυαν γενική μυρωδιά «μπαρουτιού». Ο βασικός κορμός των οπαδών κάθε μεγάλης ομάδας περισσότερο γκρινιάζει με τη διοίκηση του δικού του συλλόγου, παρά πνέει τα μένεα εναντίον των άλλων. Στο ποδόσφαιρο ο τίτλος του πρωταθλητή έχει κριθεί προ πολλού. Η γενική δυσφορία για την ποιότητα του προσφερόμενου θεάματος δείχνει να υπερισχύει των επιμέρους φανατισμών. Αυτά, είπαμε, στις τάξεις των φυσιολογικών ανθρώπων-οπαδών...
Ακόμα πιο εντυπωσιακή ήταν η αφορμή: ένας αγώνας βόλεϊ Γυναικών! Είναι αμφίβολο το κατά πόσο τα μέλη των συμμοριών που συνεπλάκησαν στην Παιανία γνωρίζουν το όνομα έστω και μιας αθλήτριας. Εάν ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός διαγωνίζονταν στο... σκάκι ή το τάβλι, οι τραμπούκοι θα μπορούσαν και πάλι να επωφεληθούν. Η δράση τους δεν αποτελεί καν την ακραία εκδοχή του (όποιου) φανατισμού των υπόλοιπων οπαδών: οι συμμορίες έχουν αυτονομηθεί πλήρως από όλα αυτά. Ακόμα και αν αύριο το πρωί αναστελλόταν κάθε αθλητική δραστηριότητα, από το ποδόσφαιρο μέχρι την κολύμβηση, αυτοί -απτόητοι- θα έδιναν ραντεβού για «ξεκαθάρισμα λογαριασμών». Τώρα οι «λογαριασμοί» εμπεριέχουν και «μείον» σε ανθρώπινες ζωές.
Είναι, λοιπόν, περισσότερο παρά ποτέ φανερό ότι ο αθλητισμός αποτελεί απλώς το πρόσφορο πεδίο: σε αυτό εκδηλώνεται ευκολότερα η βία που αναβλύζει εν αφθονία από τα «έγκατα» της ελληνικής κοινωνίας -οι λόγοι δεν είναι του παρόντος. Τα δάκρυα δεν βγαίνουν από το μαντίλι, απλώς το μουσκεύουν, όπως έγραφε ο έξοχος Ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο («Τα Χίλια Πρόσωπα Του Ποδοσφαίρου»).
Η σχετικά εύκολη λύση είναι να περιορίσουμε όλοι το οπτικό μας πεδίο στα γήπεδα. Να τα κάνουμε να θυμίζουν τις φυλακές του Αλκατράζ και να τα απαλλάξουμε από τις ορδές των τραμπούκων. Ελα όμως που αυτές δρουν, ήδη, λιγότερο εντός, περισσότερο εκτός του (συγκεκριμένου) οπτικού μας πεδίου. Οσο θα υπάρχουν -και θα πληθαίνουν- άνθρωποι που θεωρούν ότι το αίμα του «ομολόγου» τους καθαρίζει τη δική τους ζωή από τη μιζέρια και γεμίζει το άδειο ντεπόζιτο των ελπίδων τους, το πρόβλημα απλώς θα κρύβεται. Στην καλύτερη περίπτωση. Μοιραία, κάποια στιγμή, θα χιμήξει -πάλι- αγριεμένο.
Ναι, ξέρω, είναι οδυνηρό -και τρομακτικό- να βλέπεις πόσο βαθύ αλλά και πολυσύνθετο είναι το πρόβλημα. Εξίσου τρομακτικό όμως είναι να διαπιστώνεις ότι ακόμα και η κορυφή του παγόβουνου δύσκολα θα «λιώσει», με τόσο παγερό στρουθοκαμηλισμό που την περιβάλλει και τη συντηρεί. Θέλετε παράδειγμα; Βύρων Πολύδωρας! Απαντώντας σε ερώτηση του Γ. Δραγασάκη, βουλευτή του Συνασπισμού, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης ισχυρίζεται, ούτε λίγο ούτε πολύ: «Δεν έχουν διαπιστωθεί άμεσες σχέσεις ή συνεργασία ακροδεξιών ομάδων, ούτε και η ύπαρξη ακραίων οργανώσεων άλλων χωρών, με συνδέσμους οπαδών ελληνικών ομάδων για τη δημιουργία κλίματος ρατσισμού και βίας εντός και εκτός των αθλητικών χώρων».
Ουφ, ησυχάσαμε. Οι φασιστικοί χαιρετισμοί των «εισαγόμενων» Ρώσων στο Παγκράτι αλλά και των «ελληναράδων», προσφάτως στο Καραϊσκάκη ήταν -προφανώς- μια ομαδική οφθαλμαπάτη. Ο ξυλοδαρμός Αλβανού μετανάστη στο Παγκράτι δεν είχε σχέση με ρατσισμό. Οι κέλτικοι σταυροί κυματίζουν γιατί κάποιοι... καλοί χριστιανοί τούς συγχέουν με τους «κανονικούς». Ποιον νομίζει ότι κοροϊδεύει ο υπουργός;