Μετά την οικονομική κρίση που προκάλεσε στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο η κατάρρευση αρκετών τηλεοπτικών επιχειρήσεων, επανήλθε στην επιφάνεια το ζήτημα του ιδιόκτητου γηπέδου των ποδοσφαιρικών ομάδων.
Ο τρόπος με τον οποίο ήταν οργανωμένο το οικονομικό μοντέλο των συλλόγων –στο οποίο τη βασική πηγή εσόδων αποτελούσαν οι εισροές από τα τηλεοπτικά δικαιώματα–, οι υψηλές δαπάνες για συμβόλαια και μεταγραφές και το μεγάλο οικονομικό άνοιγμα των συλλόγων επανέφεραν στην επιφάνεια το θέμα των γηπέδων για έναν κυρίως λόγο. Διότι οι ομάδες ανακάλυψαν, έστω και κάπως οδυνηρά, ότι τα έσοδα από τα εισιτήρια αποτελούν πολύ πιο σταθερή πηγή εσόδων.
Μάλιστα, μία καλά οργανωμένη και σχεδιασμένη πολιτική διάθεσης των εισιτηρίων επιτρέπει στις ομάδες να βελτιστοποιήσουν τα έσοδά τους, ενώ η περαιτέρω εκμετάλλευση του γηπέδου –όχι μόνο από τα εμπορικά καταστήματα που θα υπήρχαν στον περίγυρό του–, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για άλλες χρήσεις εκτός των ποδοσφαιρικών αγώνων, θα μείωνε κατά πολύ και το κόστος συντήρησής του.
Ισως να προξενεί έκπληξη σε πολλούς το γεγονός ότι η συζήτηση για την ανέγερση νέων, σύγχρονων και ιδιόκτητων γηπέδων έχει ξανανοίξει στην Αγγλία. Και είναι μία συζήτηση που γίνεται σε τελείως διαφορετική βάση, από την ανάλογη που ξεκίνησε στην Αγγλία μετά την τραγωδία του Χίλσμπορο το 1989. Τότε, στόχος ήταν η βελτίωση των εγκαταστάσεων και η καλύτερη αστυνόμευση των χούλιγκαν, ώστε να γίνει πιο εύκολη η προσέλκυση φιλάθλων. Και αυτόν τον στόχο οι αγγλικές ομάδες τον πήραν πολύ ζεστά, αφού μέσα σε μία δεκαετία ξόδεψαν περισσότερα από 1,5 δισ. ευρώ για να βελτιώσουν τα γήπεδά τους προς όφελος των θεατών, οι οποίοι επέστρεψαν με ενθουσιασμό στα γήπεδα, από τα οποία είχαν απομακρυνθεί μία δεκαετία πριν.
Μετά την οικονομική κρίση, όλες οι σοβαρές ομάδες άρχισαν να αναλύουν τα νέα οικονομικά δεδομένα, όχι μόνο τα δικά τους, αλλά και των αντιπάλων τους. Οι ομάδες που παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Πρέμιερσιπ αντιλήφθηκαν ότι η κυριαρχία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έξω από τον αγωνιστικό χώρο και πέρα από την υποδειγματική επιχειρηματική της οργάνωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα έσοδα που αποκομίζει από τα εισιτήρια.
Το «Ολντ Τράφορντ» από τις 52 χιλιάδες θέσεις που είχε στα τέλη της δεκαετίας του '80 έφθασε με τις τρεις συνεχείς ανακατασκευές στις 75.000. Η αποτελεσματική πολιτική εισιτηρίων της ομάδας των «κόκκινων διαβόλων» οδήγησε την ομάδα στο να έχει διαθέσει το σύνολο των εισιτηρίων της σε κατόχους εισιτηρίων διαρκείας. Αν υπολογίσει κάποιος ότι από κάθε παιχνίδι της ομάδας τα έσοδα από τα εισιτήρια και μόνον φθάνουν τα 2,4 εκατομμύρια ευρώ, γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο εύκολα μπόρεσε να ξεφύγει από τους ανταγωνιστές της η Γιουνάιτεντ, αφού είχε και το γήπεδο με τη μεγαλύτερη χωρητικότητα από κάθε άλλη ομάδα. Τη Γιουνάιτεντ ακολούθησε η Αρσεναλ και παίρνουν σειρά η Λίβερπουλ και η Τσέλσι.
Αυτές οι τέσσερις ομάδες, που έχουν και τη μεγαλύτερη δύναμη στο αγγλικό ποδόσφαιρο –αγωνιστική και οικονομική–, αποκαλούνται ήδη «η συμμορία των τεσσάρων» και αρχίζουν να μεγαλώνουν την απόστασή τους από τις υπόλοιπες. Ο πρόεδρος της Νιούκαστλ, Φρέντι Σέπερντ, γνωρίζοντας ότι αν η απόσταση από τους «τέσσερις» συνεχίζει να μεγαλώνει, για την ομάδα του –αλλά και για όλους τους άλλους– θα μείνουν τα ψίχουλα από το μεγάλο φαγοπότι, μπήκε κι αυτός στον χορό. Ανακοίνωσε προχθές την επέκταση της χωρητικότητας του «St James Park», που θα περιλαμβάνει την ανέγερση ενός σύγχρονου συνεδριακού κέντρου, δύο ξενοδοχείων, εστιατορίων, χώρων αναψυχής και την αύξηση της χωρητικότητας του γηπέδου κατά 8 χιλιάδες θέσεις, ώστε να φθάσει στις 60.000.
Το συνολικό σχέδιο, για το οποίο η ομάδα των «ανθρακωρύχων» θα αναζητήσει επενδυτές –είτε ιδιώτες είτε τράπεζες–, αναμένεται να φτάσει τα 450 εκατομμύρια ευρώ. Το περίεργο με τις αγγλικές ομάδες βρίσκεται αλλού. Για ποιο λόγο δεν πιέζουν την αγγλική κυβέρνηση να τους χρηματοδοτήσει τα γήπεδα και επιδιώκουν την κατασκευή ιδιόκτητων γηπέδων προσφεύγοντας στον δανεισμό;
Μέτρα, προτάσεις και προφάσεις
Η κυβέρνηση θέλει να καταπολεμήσει τη βία; Αυτό που θέλει η κυβέρνηση είναι να διώξει τη βία από τα γήπεδα για να διευκολύνει την ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας των ιδιοκτητών των ΠΑΕ. Προς αυτούς νιώθει υποχρεωμένη, αφού αυτούς χρηματοδοτεί για να φτιάξουν γήπεδα, σε αυτούς χαρίζει και ρυθμίζει χρέη. Η ύπαρξη, βέβαια, φαινομένων βίας εκτός γηπέδων θα εξυπηρετεί τη θεσμοθέτηση μέτρων καταστολής από την πλευρά του κράτους, όποτε αυτό κρίνεται «επικοινωνιακά» σκόπιμο.
Ας δούμε τα όσα προέκυψαν από τη χθεσινή σύσκεψη ανάμεσα στις αθλητικές αρχές, τη Σούπερ Λίγκα και τον υφυπουργό Αθλητισμού. Η πρόταση για την ανάληψη της ευθύνης από τις ΠΑΕ σε ό,τι αφορά την τήρηση της τάξης μέσα στον αγωνιστικό χώρο ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Ποιοι και με τι είδους εκπαίδευση θα αναλάβουν αυτή την ευθύνη και ποια θα είναι η άμυνα του φιλάθλου απέναντι στην οποιαδήποτε υπερβολή των σεκιουριτάδων των ομάδων; Θα προβλέπεται η παρουσία εισαγγελέα στο κέντρο παρακολούθησης και χειρισμού των καμερών μέσα στο γήπεδο και ποιος μας διασφαλίζει ότι οι εικόνες που καταγράφουν οι κάμερες δεν θα αποθηκεύονται ή δεν θα «περνούν» στα χέρια άλλων;
Τα προσωπικά εισιτήρια που θα συνοδεύονται από τα στοιχεία ταυτότητας των φιλάθλων –και τα οποία αποτελούν εξαιρετικό υλικό εμπορικής εκμετάλλευσης ως πελατολόγιο– ποιος μας διασφαλίζει ότι δεν θα περάσουν στα χέρια διάφορων εταιρειών που ενδιαφέρονται για τις συνήθειες και τις προτιμήσεις μας; Σε ό,τι αφορά το ζήτημα των συνδέσμων, πάλι η προσέγγιση είναι ανάπηρη. Τι σημαίνει κατάργηση των συνδέσμων με τη σημερινή τους μορφή; Με ποια μορφή οι σύνδεσμοι θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί;
Εχει κάποια πρόταση σχετική η κυβέρνηση; Θα πρέπει να σημειώσω ότι πολύ αισιόδοξος είναι ο υφυπουργός αν πιστεύει ότι τα μέλη της Σούπερ Λίγκας θα επαναφέρουν σε ισχύ ποινές όπως τα μεγάλα πρόστιμα ή η διεξαγωγή αγώνων κεκλεισμένων των θυρών. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσω ότι οι κάμερες και τα ονομαστικά εισιτήρια μεταβάλλουν ένα δημόσιο χώρο σε ιδιωτικό, σε περιφρουρούμενο. Και ο σταδιακός περιορισμός του δημόσιου χώρου είναι ροκάνισμα της δημοκρατίας και των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.