Πρώτα απ' όλα πρέπει, πιστεύω, να αναγνωρίσουμε ότι η βία στον αθλητισμό είναι κομμάτι τής βιαίας φύσης της κοινωνίας μας. Είναι μια έκφραση θυμού και απογοήτευσης που πηγάζει από τις συνθήκες και προοπτικές της ζωής. Βία, και μάλιστα χειρότερη, υπήρξε πολλές φορές στο παρελθόν στον κόσμο όλο και στην Ελλάδα. Πάντα όταν οι κοινωνικές διαφορές μεγάλωναν και οι προοπτικές χειροτέρευαν, το συναίσθημα της αδικίας μετατρεπόταν σε οργή. Από εκεί και πέρα, η βία είναι φυσικό παράγωγο. Επικίνδυνο, αποτρόπαιο, αλλά κομμάτι της ανθρώπινης φύσης.
Τα τελευταία 30 χρόνια στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο βιώνουμε ένα τεράστιο άνοιγμα της κοινωνικής ψαλίδας. Ενώ για παράδειγμα το '70 στις ΗΠΑ το ανώτατο στέλεχος μεγάλων εταιρειών είχε εισόδημα κατά μέσο όρο περίπου 20 φορές μεγαλύτερο από τον πιο χαμηλόμισθο υπάλληλο, στη δεκαετία του ’90 αυτή η διαφορά έφτασε πάνω από 100. Στην Ελλάδα, αν και δεν γνωρίζω αντίστοιχες μελέτες, η πείρα μάς λέει ότι η αύξηση πρέπει να είναι εξίσου δραματική.
Στην Ελλάδα αυτή η οργή επιτείνεται και από δύο άλλους παράγοντες. Υπάρχει μια διάχυτη πεποίθηση ότι μεγάλο μέρος αυτών που πλουτίζουν τα τελευταία χρόνια το επιτυγχάνουν όχι με σκληρή δουλειά και τύχη, αλλά με «κομπίνες» και διαφθορά. Επιπλέον, ειδικευμένα τμήματα του γραπτού και ηλεκτρονικού Τύπου παρακολουθούν και μεταδίδουν λεπτομερώς τις δραστηριότητες πολλών που προσπαθούν να αποκτήσουν κοινωνική οντότητα από την επίδειξη σπάταλης. Ο 20χρονος που δουλεύει 12ωρα μεταφέροντας πίτσες ή που σερβίρει σε fast food για 700 ευρώ τον μήνα είναι δύσκολο να μην αισθάνεται οργή όταν βλέπει κάποιον στην τηλεόραση να ξοδεύει σ' ένα βράδυ όσα αυτός κερδίζει σε έξι μήνες. Μετά την οργή, μερικοί οδηγούνται στη βία.
Ο αθλητισμός ή, μάλλον, η ένταξη σε αθλητικές παρατάξεις με σφικτές σχέσεις μεταξύ των μελών και αντιπαράθεση με τους αντιπάλους μπορεί να βοηθήσει κάποιον να εμπλουτίσει τη ζωή του, να προσφέρει σ' ένα κοινό σκοπό και να βρει αναγνώριση και ψυχαγωγία που του λείπουν από τη ζωή. Γι' αυτόν τον λόγο οι σύνδεσμοι δεν είναι από τη φύση τους κακοί. Αυτό που οδηγεί σε ακραίες, πολλές φορές απάνθρωπες, συμπεριφορές είναι ο συνδυασμός της αδικίας, που ζει ο κόσμος και στο ποδόσφαιρο, και της έλλειψης θέλησης από πολλές ΠΑΕ και από το κράτος να κάνουν το αυτονόητο: να σταματήσουν άμεσα μόλις εκδηλώνονται από λίγους βίαιες παραβατικές συμπεριφορές.
Οι ΠΑΕ ευθύνονται γιατί πολλές από αυτές συντάσσονται αντί να απαιτούν αλλαγή της κακής διαχείρισης της οργάνωσης του ποδοσφαίρου από την ΕΠΟ. Ευθύνονται επίσης γιατί παράδοξα, ενάντια στο ίδιο τους το συμφέρον και των οπαδών τους, πιστεύω ότι προστατεύουν ή τουλάχιστον δεν πολεμούν όσους από τους επαγγελματίες οπαδούς μετατρέπουν το ποδόσφαιρο σε αιματηρό πόλεμο.
Αλλά αυτό που η εμπειρία μου τα τελευταία χρόνια που παρακολουθώ την ομάδα σχεδόν σε όλα τα παιχνίδια μού έχει δείξει είναι πόσο το κράτος, ανεξάρτητα από το πιο κόμμα είναι στην κυβέρνηση, αποτυγχάνει στην εφαρμογή του νόμου στον αθλητικό χώρο. Συγκεκριμένα το κράτος αποτυγχάνει στη διαχείριση καθεμίας από τις εξουσίες που του εμπιστευόμαστε. Αποτυγχάνει στη νομοθετική εξουσία γιατί ψηφίζει δρακόντειους νόμους που δεν εφαρμόζονται ποτέ, αγνοώντας πλήθος μελετών απ' όλο τον κόσμο που δείχνουν ότι μικρές ποινές με μεγάλη πιθανότητα εφαρμογής είναι αποτρεπτικά πολύ πιο αποτελεσματικές από δρακόντειες, οι οποίες συνοδεύονται από μικρή πιθανότητα επιβολής. Αποτυγχάνει στην εκτελεστική εξουσία γιατί μας θυμίζει με την απραξία του πόσο επίκαιρη είναι ακόμα η ιδέα του Ροΐδη τον προ-περασμένο αιώνα ότι στην Ελλάδα χρειάζεται μόνο ένας νέος νόμος. Αυτός που θα ορίζει την υποχρεωτική εφαρμογή των ισχυόντων νόμων. Το όργανό του, η Αστυνομία, δείχνει ανίκανη να προβλέψει, να αποτρέψει και να καταστείλει. Οταν προσπαθεί να επέμβει, το κάνει συχνά άγαρμπα (όπως το έκανε στη Λιβαδειά και στην Πάτρα τελευταία), προκαλώντας την οργή όλων. Τέλος, το κράτος αποτυγχάνει στη δικαστική εξουσία, διότι μόνιμα αφήνει ελεύθερους τους λίγους που συλλαμβάνει η Αστυνομία, καταρρακώνοντας ακόμα παραπάνω το ηθικό της και ορίζοντας δικάσιμες μήνες ή και χρόνια αργότερα. Οπως λένε βέβαια και οι Αμερικανοί, το να καθυστερείς τη Δικαιοσύνη είναι το ίδιο με το να αρνείσαι να την απονείμεις.
Υπάρχουν εξηγήσεις για όλα αυτά. Ολιγάριθμοι δικαστές, φτωχά αμειβόμενοι αστυνομικοί με ελλιπή εκπαίδευση. Αλλά πίσω απ' όλα κρύβεται, πιστεύω, μια αμφιθυμία της κοινωνίας μας και συνεπώς των πολιτικών ηγετών μας για την ίδια την επιβολή του νόμου. Με τις αναμνήσεις της δικτατορίας νωπές, ύστερα από 30 χρόνια βλέπουμε την επιβολή του νόμου, που ψηφίζει η δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή, καχύποπτα, σαν να επιβάλλεται αντιλαϊκά από κάποιον άλλο και όχι από εμάς. Το τραγικό είναι ότι τα θύματα της βίας στο γήπεδο, στους δρόμους, στην κοινωνία είναι κυρίως τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Οι εύποροι έχουν περισσότερους τρόπους να προστατευθούν. Οι αδύναμοι είναι που έχουν ανάγκη την προστασία του νόμου. Αν θέλουμε βέβαια να τον επιβάλλουμε.
Αλλά υπάρχει και ένας ακόμα πιο σοβαρός λόγος. Η Ιστορία έχει δείξει ότι όταν ο απλός κόσμος φοβάται για την ασφάλειά του, την περιουσία του, τη ζωή του, τότε πολλές φορές θυσιάζει ελευθερίες και αξιοπρέπεια για την ασφάλεια. Και όταν το εκκρεμές του φόβου αρχίζει να κινείται, δεν σταματάει εύκολα. Οδηγεί σε αυταρχικές, ανελεύθερες κοινωνίες.
Είναι βαριά όλα αυτά. Ταιριάζουν στην ατμόσφαιρα μετά τον θάνατο ενός νέου αλλά και στη διαπίστωση του πόσο απροστάτευτους μας έχει αφήσει η πολιτική δεκαετιών που δεν ακούει, δεν βλέπει, δεν μιλάει. Οι αθλητικοί σύλλογοι και οι ΠΑΕ έχουν και αυτοί ευθύνες. Αλλά η ουσιαστική βελτίωση μπορεί να υπάρξει μόνο αν οι νόμιμα εκλεγμένες κυβερνήσεις αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη που τους έχει εμπιστευτεί ο λαός για την προστασία του. Ας ξεκινήσουμε από αύριο με την πλήρη διαλεύκανση της δολοφονίας του Μιχάλη Φιλόπουλου και τη δίκαιη τιμωρία των υπανθρώπων που οργανώθηκαν και ταξίδεψαν στην Παιανία για να τον σκοτώσουν επειδή φορούσε πράσινο κασκόλ. Χωρίς προστασίες ονομάτων, ανιψιών, ιστορικών συλλόγων κ.λπ. Και ας συνεχίσουμε προσφέροντας τουλάχιστον ασφάλεια, αν δεν μπορούμε να προσφέρουμε ως κοινωνία ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Είναι το λιγότερο που χρωστάμε στον 20χρονο που δουλεύει για 700 ευρώ τον μήνα, αλλά δεν καταφεύγει στη βία.
*O κ. Νίκος Κούλης είναι οικονομολόγος και κατέχει τη θέση του β’ αντιπροέδρου της ΠΑΕ ΑΕΚ, της οποίας είναι μέτοχος.