Εντάξει. Ο νεκρός οπαδός του ΠΑΟ στα επεισόδια της Παιανίας κινητοποίησε την πολιτεία, η οποία αποφάσισε να δημιουργήσει μία διυπουργική επιτροπή που θα εποπτεύει την εφαρμογή του νόμου (πολιτική δράση για την επιβεβαίωση του αυτονόητου), την κατάργηση των συνδέσμων και από τη νέα περίοδο τη χρήση του ονομαστικού εισιτηρίου και των καμερών μέσα στα γήπεδα. Μέτρα για την αντιμετώπιση των αντιδράσεων των οπαδών ή κάποιων που οχυρώνονται πίσω από την ιδιότητα του οπαδού για να τα κάνουν λαμπόγυαλο.
Και καλά η αντιμετώπιση των αντιδράσεων των οπαδών. Ο φίλαθλος, όμως, αν θελήσει να αντιδράσει, έχει έναν και μόνο δρόμο. Αυτόν της αποχής. Την άρνηση δηλαδή του ίδιου του αθλήματος. Πολύ περιορισμένες επιλογές αντίδρασης γι' αυτόν, χάρη του οποίου γίνεται το παιχνίδι. Ενα παιχνίδι που έχει μετεξελιχθεί σε μία αρκετά προσοδοφόρα οικονομική δραστηριότητα, τόσο, που ίσως έχει χάσει τα στοιχεία που το προσδιόριζαν ως παιχνίδι.
Όπως και παλαιότερα, παρακολουθώ και τώρα τα ίδια ακριβώς πράγματα. Μία μεγαλειώδη παρέλαση υποκρισίας, καταδικαστικές μεγαλοστομίες, αυτονόητες επισημάνσεις και υπερβολές, όπως, για παράδειγμα, ο τριετής αποκλεισμός των ομάδων από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις -και διάφορα άλλα «ηχηρά παρόμοια» που θα έλεγε και ο Καβάφης. Δεν ακούω, όμως, προτάσεις. Προτάσεις ουσιαστικές που να αποτελέσουν τουλάχιστον για αρχή μία κάποια βάση συζήτησης. Θα περίμενα οι προτάσεις να υποβληθούν από τους εκπροσώπους του αυτοδιοικούμενου ποδοσφαίρου, από αυτούς οι οποίοι υποτίθεται ότι ενδιαφέρονται εξίσου για το άθλημα όσο και για τους φιλάθλους. Ή έστω από την πολιτεία, η οποία θα έπρεπε λογικά να κινείται σε μία κατεύθυνση που να προστατεύει την καθαρότητα του αθλήματος και τα συμφέροντα των φιλάθλων.
Ο φίλαθλος είναι ο πιο αδύναμος κρίκος όλης αυτής της ιστορίας. Ενας παθητικός δέκτης-καταναλωτής ενός προϊόντος, για την ποιότητα του οποίου δεν μπορεί να εκφράσει αντιρρήσεις. Αν δεν του αρέσει, ας μην το αγοράσει. Ο φίλαθλος δεν έχει φωνή, παρά μόνο για να φωνάξει «γκολ» ή «αχ» στη χαμένη ευκαιρία.
Αν λοιπόν η πολιτεία ήθελε να επιδείξει το πραγματικό της ενδιαφέρον, θα μπορούσε να προτείνει τη δημιουργία ενός θεσμού, ο οποίος θα έπαιζε τον ρόλο της «φωνής του φιλάθλου». Κατ' αναλογία με τον θεσμό του συνηγόρου του πολίτη θα μπορούσε να συσταθεί ο θεσμός του «συνηγόρου του φιλάθλου». Εκεί θα μπορούσε ο φίλαθλος να προσφύγει για μία πληθώρα θεμάτων, από τις τιμές των εισιτηρίων, την απουσία γιατρών από τα γήπεδα, τις συνθήκες υγιεινής στα γήπεδα, ακόμη και για το ενδεχόμενο τα τηλεοπτικά δικαιώματα της ομάδας, που κάποιος έχει επιλέξει να βλέπει, να αλλάξουν φορέα μετάδοσης και να μεταφερθούν από τον Α στον Β παρά το γεγονός ότι ο φίλαθλος-πελάτης έχει ετήσιο συμβόλαιο με τον φορέα Α.
Επίσης, η ύπαρξη ενός τέτοιου θεσμού θα έδινε τη δυνατότητα να αποκτήσουν φωνή οι φίλαθλοι των ερασιτεχνικών σωματείων που δεν βρίσκονται ποτέ στο προσκήνιο της δημοσιότητας. Ο συνήγορος του φιλάθλου θα μπορεί να δέχεται τα παράπονα ή τις καταγγελίες φιλάθλων από όλα τα αθλήματα και όχι μόνο από το ποδόσφαιρο. Θα είναι ένας θεσμός ανεξάρτητος που δεν θα υπάγεται στη δικαιοδοσία της Σούπερ Λίγκας, της ΕΠΟ ή του Υφυπουργείου Αθλητισμού.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο άνθρωπος που θα επιλέγεται για τη θέση του συνηγόρου του φιλάθλου καλό θα είναι να εκλέγεται από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής, αντί να υποδεικνύεται από τον εκάστοτε υφυπουργό Αθλητισμού. Για να αποκτήσει ισχυρή νομιμοποίηση και το ανάλογο κύρος. Δεν θα έχει την εξουσία να επιβάλλει ποινές ή κυρώσεις και η ετήσια έκθεσή του θα απευθύνεται στον υφυπουργό Αθλητισμού.
Η θητεία του καλό θα ήταν να είναι τετραετούς διάρκειας για να εγγυάται μία, χωρίς διακοπές, γνωστική και εποπτική αρμοδιότητα του χώρου. Ας εξεταστεί λοιπόν η βιωσιμότητα μιας τέτοιας πρότασης. Αντιγράφουμε όλες τις προτάσεις και τα μέτρα καταστολής που εφαρμόζονται στο εξωτερικό. Γιατί δεν αντιγράφουμε και κάτι τέτοιο; Μήπως γιατί εκείνο που ενδιαφέρει την πολιτεία είναι η διασφάλιση των συμφερόντων των επιχειρηματιών και όχι των φιλάθλων; Και τους εκπροσώπους της Σούπερ Λίγκας πόσο πραγματικά τους ενδιαφέρουμε ως φίλαθλοι και όχι μόνο ως πελάτες-καταναλωτές;
I have a dream
Την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Τζον Κένεντι, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ είχε πει στη σύζυγό του Κορέτα ότι φοβόταν πως ο ίδιος δεν θα αξιωνόταν να γιορτάσει τα τεσσαρακοστά γενέθλιά του. Πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 4 Απριλίου 1968, ο άνθρωπος που αγωνίστηκε για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων δολοφονήθηκε από έναν λευκό. Ηταν μόλις 39 ετών.
Το πλούσιο αρχείο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, έπειτα από χρόνια διαβουλεύσεων με τον οίκο δημοπρασιών Σόθμπις, πέρασε πέρυσι τον Δεκέμβριο στην κυριότητα του κολεγίου Μόρχαουζ, απ' όπου αποφοίτησε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και είναι πλέον προσβάσιμο σε όλους τους ερευνητές. Στο αρχείο του Κινγκ, ανάμεσα στο πλούσιο υλικό περιλαμβάνεται και το «κουτί κηρυγμάτων» με εκατοντάδες αποφθέγματα, κυρίως από τη Βίβλο.
Μάλιστα υπάρχουν και καρτέλες με ελληνικές λέξεις από την Καινή Διαθήκη, όπως έρως, φιλία, αγάπη, που αποτέλεσαν βασικές έννοιες των λόγων του και των κηρυγμάτων του, αφού ως βαπτιστής πάστορας ανέβαινε συχνά στον άμβωνα. Κάποια στιγμή έφτασε στο σημείο να ταιριάξει τον χριστιανισμό με τον κομμουνισμό, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ως κομμουνιστής και να κυκλοφορήσουν προπαγανδιστικές φωτογραφίες εναντίον του. Γεννημένος στην Ατλάντα, μέλος οικογένειας βαπτιστών κληρικών, ο νεαρός Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ήταν ένας δανδής με χαρισματική ευφράδεια λόγου, χιούμορ, γνώσεις και σπινθηροβόλο βλέμμα.
Το 1955 η «υπόθεση Ρόζα Παρκς» που έφτασε στα δικαστήρια -ήταν η μαύρη μοδίστρα που αρνήθηκε να παραχωρήσει σε λευκό τη θέση της στο λεωφορείο- έμελλε να τον ευαισθητοποιήσει για να αρχίσει επίσημα τον αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων. Στα τέλη του 1960 ο μαύρος ηγέτης συλλαμβάνεται για πρώτη φορά και καταδικάζεται σε φυλάκιση, γιατί σε μία από τις καθιστικές διαμαρτυρίες που συγκλόνιζαν την Ατλάντα εκείνη την εποχή ζήτησε να τον σερβίρουν μαζί με τους νεαρούς οπαδούς του -φοιτητές και φοιτήτριες στην πλειονότητα- στο κομψό ρεστοράν του πολυκαταστήματος Rich's.
Τότε μεσολάβησε ο Ρόμπερτ Κένεντι και αποφυλακίστηκε. Θα ακολουθήσουν και άλλες φυλακίσεις, προπηλακισμοί και απειλές για τη ζωή του. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ θεωρούσε το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων ως μια προέκταση του Εμφυλίου Πολέμου και έβλεπε τον Τζον Κένεντι ως συνεχιστή του Λίνκολν. «Οπλισμένος» με το Νόμπελ για την Ειρήνη, ο Κινγκ επιτέθηκε και στην αμερικανική πολιτική για τον πόλεμο του Βιετνάμ: «Βάλαμε το έθνος μας σε θέση ηθικής και πολιτικής απομόνωσης (...). Ως Αμερικανοί και εραστές της δημοκρατίας θα πρέπει προσεκτικά να ζυγίσουμε τις συνέπειες που θα έχει στον κόσμο η εθνική παρακμή της ηθικής μας κατάστασης», επισήμαινε ο Κινγκ σε προφητικό άρθρο του τον Μάρτιο του 1967, βάζοντας μία ακόμη σφαίρα στο όπλο του δολοφόνου που θα έκοβε το νήμα της ζωής του.