To ημερολόγιο έγραφε 5 Νοεμβρίου όταν ο Παναθηναϊκός ηττήθηκε με κάτω τα χέρια από τον Ερυθρό Αστέρα στη Σερβία, με την εικόνα του να προβληματίζει άπαντες στον σύλλογο ενόψει της συνέχειας της σεζόν.

Ωστόσο, 20 μέρες μετά, στις 25 Νοεμβρίου, οι «πράσινοι» ολοκλήρωσαν ένα σερί τεσσάρων νικών με το ροζ φύλλο κόντρα στην Παρτίζαν, πηγαίνοντας στη διακοπή με ρεκόρ 9-4 και μία θέση στην κορυφή της Euroleague.

Όπως παραδέχθηκε ο Χρήστος Σερέλης μετά τη νίκη κόντρα στους «ασπρόμαυρους» του Βελιγραδίου, «οι 20 μέρες φάνηκαν σαν δύο μήνες». Πράγματι, τόσα πολλά άλλαξαν σε αυτό το διάστημα των περίπου τριών εβδομάδων, με το «τριφύλλι» να μετατρέπεται γρήγορα από ένα σύνολο που προκαλεί προβληματισμό, στο κατά πολλούς φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου, έχοντας και το Final Four στην έδρα του.

Ποιοι ήταν, όμως, οι βασικοί παράγοντες για τη ραγδαία αυτή αλλαγή στην απόδοση του Παναθηναϊκού;

Το... Manimal Effect





Η πρώτη απάντηση που έρχεται στο μυαλό μετά την παραπάνω ερώτηση είναι η έλευση του Κένεθ Φαρίντ. Η απουσία ενός σημείου αναφοράς στη ρακέτα πλήγωσε πάρα πολύ τον Παναθηναϊκό και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο κακό διάστημα της ομάδας. Ο Ρισόν Χολμς τραυματίστηκε πάνω που άρχισε να βρίσκει τα πατήματά του, ο Ομέρ Γιούρτσεβεν κινήθηκε σε μέτρια στάνταρ απόδοσης πριν χτυπήσει και αυτός, ενώ η επιστροφή του Ματίας Λεσόρ πήγε πίσω, αφήνοντας το «τριφύλλι» χωρίς καμία λύση στη φροντ λάιν.

Κάπου εκεί, εμφανίστηκε ο «Manimal», του οποίου η απόκτηση αντιμετωπίστηκε στην αρχή με μεγάλη (και λογική) δυσπιστία. Ο άλλοτε NBAer είχε εξαφανιστεί για αρκετά χρόνια από το ανταγωνιστικό επίπεδο, κάνοντας... περιοδεία σε όλες τις ηπείρους, ενώ το προηγούμενο πέρασμά του από τη Euroleague ήταν κάθε άλλο παρά πειστικό. Μέσα σε όλα αυτά, η ηλικία του επίσης δημιουργούσε αμφιβολίες για τη δυνατότητά του να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις της κορυφαίας ευρωπαϊκής διοργάνωσης.

Παρόλα αυτά, ο Φαρίντ έσβησε μέσα σε λίγες ημέρες όλα τα ερωτηματικά γύρω από το όνομά του. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε στο παρκέ, ο Αμερικανός NBAer έδωσε οντότητα στη φροντ λάιν του Παναθηναϊκού. Στην επίθεση, αποτέλεσε ένα αναγκαίο σημείο αναφοράς μέσω της ικανότητάς του να ολοκληρώνει αποτελεσματικά φάσεις κοντά στο καλάθι, να παίζει σωστά το pick and roll με τους ικανότατους περιφερειακούς της ομάδας και να δίνει εύκολους πόντους δεύτερης ευκαιρίας. Από την άλλη, στην άμυνα, ανέλαβε ένα ρόλο... σκιάχτρου, καθώς η έφεσή του στα κοψίματα αποθάρρυνε τους αντιπάλους από τις συνεχείς διεισδύσεις στη ρακέτα, που πριν την έλευσή του γίνονταν με περίσσια άνεση.



Tα παραπάνω γίνονται φανερά και από τα νούμερα. Στις τέσσερις συμμετοχές του με τον Παναθηναϊκό, ο Φαρίντ έχει net rating 10 πόντων, κάτι που σημαίνει ότι όσο βρίσκεται στο παρκέ το «τριφύλλι» πετυχαίνει 10 πόντους ανά 100 κατοχές παραπάνω από τον εκάστοτε αντίπαλό του. Παράλληλα, μαζεύει το 17,4% των διαθέσιμων επιθετικών ριμπάουντ, επίδοση που τον τοποθετεί τέταρτο σε ολόκληρη την Ευρωλίγκα πίσω από τους Εμπούκα Ιζούντου, Νίκολα Μιλουτίνοφ και Ρισόν Χολμς. Τέλος, κερδίζει 4,2 φάουλ ανά παιχνίδι (πρώτος στον Παναθηναϊκό) και πηγαίνει με μεγάλη συχνότητα στη γραμμή των βολών, φθείροντας τους αντίπαλους ψηλούς.

Κάπως έτσι, ο Φαρίντ έγινε για το σύνολο του Εργκίν Αταμάν ό,τι πιο κοντινό στον Ματίας Λεσόρ. Αυτό μπορεί να ακούγεται υπεραπλουστευτικό, όμως στην πραγματικότητα η ταύτιση πολλών αγωνιστικών στοιχείων του «Manimal» με εκείνα του Γάλλου σέντερ, είναι ένας λόγος που το fit του στην ομάδα υπήρξε τόσο αποτελεσματικό και «ξεκλείδωσε» και τους υπόλοιπους. Μοιάζει ο Παναθηναϊκός να μπήκε, δηλαδή, στον... αυτόματο, τον οποίο είχε ξεχάσει από την καταραμένη στιγμή που χτύπησε ο Ματίας.

Μέσα σε όλα αυτά, δεν πρέπει να παραλείψουμε και το πνευματικό κομμάτι που προσέφερε ο άλλοτε διεθνής με την Team USA στο «τριφύλλι». Η παρουσία του έδωσε μεγαλύτερη ασφάλεια στους περιφερειακούς της ομάδας, που ήξεραν πλέον ότι ακόμη και να διασπαστεί η πρώτη ζώνη άμυνας, υπήρχε μία ισχυρή παρουσία στη ρακέτα που θα μπορούσε να δώσει μία καλή βοήθεια. Παράλληλα, ο Φαρίντ έφερε μία θετική αύρα στα αποδυτήρια που αποτέλεσε αντίδοτο στην αρνητικότητα που περιέβαλλε την ομάδα όταν ήρθε, με αποτέλεσμα να εναρμονιστεί πλήρως στο σύνολο και να γίνει ο αγαπημένος των συμπαικτών του και της κερκίδας.

Η μπάλα στους πλέι μέικερ και ο Ναν στη... γωνία





Όσοι σταθούν μόνο στη μεταγραφή του Κένεθ Φαρίντ ως παράγοντα της αγωνιστικής ανόδου του Παναθηναϊκού, βλέπουν μόνο τη μισή αλήθεια. Όσο τρομερός και αν είναι μέχρι στιγμής ο «Manimal», δεν θα μπορούσε μόνος του να αλλάξει τόσο πολύ τον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας, ώστε αυτή να μετατραπεί σε αυτό το εντυπωσιακό σύνολο που είδαμε τις τελευταίες εβδομάδες. Η πραγματικότητα είναι ότι ο Εργκίν Αταμάν έκανε σημαντικές προσαρμογές, η βασικότερη από τις οποίες έλαβε χώρα στην περιφέρεια.

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του Παναθηναϊκού, τόσο στην περασμένη αγωνιστική περίοδο όσο και στο πρώτο κομμάτι της φετινής, ήταν το ακραίο... Nunn-ball. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ο Κέντρικ Ναν είναι ο πιο προικισμένος σκόρερ στην Ευρώπη και ότι μπορεί στην καλή του βραδιά να διαλύσει την αντίπαλη άμυνα. Ωστόσο, πολλές φορές ο Αμερικανός γκαρντ προσπαθούσε να τα κάνει όλα μόνος του, πέφτοντας στην παγίδα του overdribbling και μοιάζοντας αποκομμένος από τους συμπαίκτες του. Αυτό δημιουργούσε μία δυσμενή συνθήκη για το «τριφύλλι», που ήταν απόλυτα εξαρτημένο από τις... ορέξεις του MVP της Euroleague ώστε να κερδίζει.

Ο Αταμάν διέγνωσε ότι με αυτόν τον τρόπο παιχνιδιού δεν έπαιρνε τα μέγιστα από τους ικανούς οργανωτές της ομάδας, δηλαδή τον Τι Τζέι Σορτς και τον Κώστα Σλούκα, ενώ στην πραγματικότητα δεν έκανε καλό ούτε στον Ναν, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να βρει τα σουτ του και να σκοράρει. Το τελευταίο ζήτημα ήταν καθοριστικό στην τελική ευθεία της περσινής αγωνιστικής περιόδου, καθώς η απόδοση του Αμερικανού γκαρντ έφθινε σταδιακά από την υπερφόρτωση, και μαζί έπεσε και αυτή του Παναθηναϊκού.



Παρόλο που ο Τούρκος τεχνικός δήλωσε ότι «δεν μπορούμε να αλλάξουμε το σύστημα που μας έδωσε τους τίτλους σε Ελλάδα και Ευρώπη, ο Σορτς πρέπει να προσαρμοστεί», στην πραγματικότητα έκανε ακριβώς αυτό. Έδωσε, δηλαδή, την μπάλα στα χέρια των Σορτς και Σλούκα, έτσι ώστε να οργανώσουν αυτοί το παιχνίδι του Παναθηναϊκού, περιορίζοντας τον Ναν σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα, να σκοράρει δηλαδή. Η διαφοροποίηση αυτή δημιούργησε μία νέα συνθήκη στο παρκέ, καθώς οι αυξημένες ευθύνες των δύο «καθαρόαιμων» πλέι μέικερ βελτίωσαν τόσο την ατομική τους απόδοση, όσο και αυτή της ομάδας, με αποτέλεσμα η επίθεση του Παναθηναϊκού να γίνει πιο «αλέγκρα» και πληθωρική.

Η αλλαγή αυτή γίνεται έντονα εμφανής και στατιστικά. Από το 29,9% usage (χρήση κατοχών) που είχε ο Ναν στις πρώτες 9 αγωνιστικές της Euroleague, έπεσε στο 22,9% στις επόμενες τέσερρις. Από την άλλη, ο Σορτς, που διαχειριζόταν το 22,6% των κατοχών της ομάδας μέχρι το ματς στο Βελιγράδι, είδε αυτό το ποσοστό να ανεβαίνει στο 24,2%. Τέλος, ο Κώστας Σλούκας, που μέχρι την 9η αγωνιστική είχε 21,3% usage, ανέλαβε δράση, διαχειριζόμενος το 22,8% των κατοχών του Παναθηναϊκού στο διάστημα των τεσσάρων συνεχόμενων νικών.

Η πιο εμφατική απόδειξη, όμως, πως αυτή η αλλαγή «ρότας» δουλεύει με εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο, είναι ότι ο Ναν έχει βελτιώσει αισθητά τα στατιστικά του, παρόλο που έχει λιγότερο την μπάλα στα χέρια. Συγκεκριμένα, ο MVP της Euroleague μετρούσε στις πρώτες 9 αγωνιστικές 18,2 πόντους κατά μέσο όρο με 31,7% στα τρίποντα και 3,3 λάθη ανά παιχνίδι, έχοντας 58% στο true shooting percentage, ένα ειδικό ποσοστό που λαμβάνει υπόψη δίποντα, τρίποντα και βολές μαζί. Στις τέσσερις σερί νίκες των «πράσινων», ο Αμερικανός μετράει 19 πόντους κατά μέσο όρο, με 62,5% στα τρίποντα, μόλις 1,8 λάθη κατά μέσο όρο και το αδιανόητο 79,6% true shooting percentage! Σκοράρει, δηλαδή, παραπάνω και πιο αποτελεσματικά, παίρνοντας λιγότερες ευθύνες.

Η... αρχηγική απόφαση





Η έλευση του Φαρίντ και οι προσαρμογές του Αταμάν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αγωνιστική «αναγέννηση» του Παναθηναϊκού. Τίποτα όμως δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχε αλλάξει τελείως το «τσιπάκι» της ομάδας ο Κώστας Σλούκας, ο οποίος βγήκε μπροστά και ανέλαβε ο ίδιος την ευθύνη να γυρίσει το κλίμα ήδη από το Βελιγράδι. Για όσους δεν το θυμούνται, ο αρχηγός του «τριφυλλιού» έπαιξε... ένας εναντίον όλων στην τελευταία περίοδο της αναμέτρησης με τον Ερυθρό Αστέρα, φροντίζοντας έτσι ώστε να μη χάσουν οι «πράσινοι» με βαρύ σκορ. Στη συνέχεια, βγήκε στην κάμερα της NOVA και έκανε τις εξής αρχηγικές δηλώσεις, μέσω των οποίων υποσχέθηκε αντίδραση:

«Εγώ σήμερα ντράπηκα για την εικόνα μας για αυτό και στο τελευταίο δεκάλεπτο προσπάθησα με ό,τι είχα και δεν είχα. Τι να συζητάμε τώρα... Δεν γυάλιζε το μάτι μας, χάσαμε εύκολες μπάλες, τα ριμπάουντ, δεχθήκαμε εύκολα καλάθια. Δεν υπάρχει ψηλός. Μια ομάδα που χτίστηκε με υψηλές βλέψεις και βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση.

Όμως υπόσχομαι ότι ο Παναθηναϊκός θα επιστρέψει πολύ πιο δυνατός στα επόμενα παιχνίδια. Φυσικά και είναι ενωμένος ο Παναθηναϊκός. Όλοι οι παίκτες καταλαβαίνουν τον ρόλο τους, όλοι έχουν ευθύνες. Είναι ένας μαραθώνιος όπου πρέπει να είμαστε σκληροί. Το πρόβλημα δεν είναι ότι χάσαμε, αλλά η εικόνα μας. Η εικόνα μας θα βελτιωθεί».


Πολλοί μπορεί να πουν, ορθά, ότι τα λόγια είναι εύκολα. Όμως ο Σλούκας δεν έμεινε εκεί, αφού έκανε αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «lead by example». Ήταν ο πρώτος, δηλαδή, που βελτίωσε κατακόρυφα την απόδοσή του, δίνοντας τον τόνο ώστε να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι. Για να μιλήσουμε με νούμερα, ο διεθνής γκαρντ είχε στις πρώτες 9 αγωνιστικές 9 πόντους και 4,7 ασίστ κατά μέσο όρο με 42% στα δίποντα και 32% στα τρίποντα. Στις τέσσερις τελευταίες νίκες, ωστόσο, μετράει 12 πόντους και 7,2 ασίστ ανά παιχνίδι, με 71% στο δίποντο και 37,5% στα τρίποντα. Το... ακραίο νούμερο όμως είναι ότι το 41,5% των κατοχών του ολοκληρώνονται με ασίστ σε κάποιο συμπαίκτη του.



Για να αναδειχθεί ακόμη περισσότερο η τεράστια επιρροή του «Σλούκι Λουκ» στην απόδοση του Παναθηναϊκού αρχής γενομένης από το Παρίσι, αξίζει η αναφορά σε ένα ιδιαίτερο στατιστικό. Το συγκεκριμένο νούμερο (tNet/game) μετράει τη συνολική επιθετική και αμυντική επίδραση του παίκτη σε σύγκριση με τον μέσο όρο της λίγκας, υπολογισμένη ανά παιχνίδι. Στις πρώτες 13 αγωνιστικές, ο Σλούκας είχε στον σχετικό δείκτη 0,8, όντας δηλαδή πολύ κοντά στον μέσο όρο της Euroleague όσον αφορά την επιδραστικότητα. Στους τελευταίους τέσσερις αγώνες, έχει εκτοξευτεί στο 4, κάτι που σημαίνει πως πενταπλασίασε τη θετική του επιρροή στο παιχνίδι των «πράσινων». Aκόμη και στην άμυνα, που δεν ήταν ποτέ το φόρτε του, αποφάσισε να ανέβει επίπεδο κοντά στα 36 του χρόνια.

Στην αρχή της σεζόν, υπήρχε η αίσθηση πως η έλευση του Σορτς και η προχωρημένη ηλικία του Σλούκα θα περιόριζαν τον ρόλο του. Ο ίδιος, όμως, με το «γκάζι» πατημένο από το Ευρωμπάσκετ, έχει βαλθεί να δείξει σε όλους ότι ακόμη έχει πάρα πολλά να δώσει, όντας ένας πραγματικός game changer με τον τρόπο που ηγείται του Παναθηναϊκού. Η παρουσία του στα αποδυτήρια, η θέλησή του να εμψυχώσει και να εμπλέξει τους συμπαίκτες του, οι πανηγυρισμοί του και η τρομερή σχέση του με τους φίλους της ομάδας, είναι στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ακόμα και τώρα αποτελεί την αδιαμφισβήτητη «ψυχή» του συλλόγου. Το καλό νέο για τους «πράσινους», είναι ότι ακόμη και αν κουραστεί και κάνει κάποια «κοιλιά», υπάρχει ο Σορτς από πίσω ώστε να πάρει την «μπαγκέτα».

Επομένως, το «τριφύλλι» δεν έγινε ξαφνικά άλλη ομάδα, απλώς βρήκε ξανά τις ισορροπίες του. Με τον Φαρίντ να καλύπτει το κενό στη ρακέτα, τους Σορτς και Σλούκα να οργανώνουν με καθαρό μυαλό, και τον Ναν να απελευθερώνεται από το υπερβολικό βάρος, ο Παναθηναϊκός δεν παρουσιάζει απλώς ένα καλό διάστημα, αλλά δείχνει το πραγματικό του «ταβάνι».

Αν συνεχίσει με αυτή τη συνέπεια, ειδικά με την επιστροφή των τραυματιών που θα λύσουν τα χέρια του Αταμάν, τότε το πρόσφατο σερί δεν θα αποτελεί εξαίρεση, αλλά τον κανόνα για μια ομάδα που στοχεύει να επιστρέψει στην κορυφή.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube