Το καλοκαίρι που μας πέρασε, ο Άρβιντας Ματσιγιάουσκας αποφάσισε να αφήσει τον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ, για να έρθει στη χώρα μας για λογαριασμό του Ολυμπιακού. Οι αδερφοί Αγγελόπουλοι του έδωσαν ένα... καράβι γεμάτο από 9 περίπου εκατομμύρια ευρώ, για να φορέσει την "ερυθρόλευκη" φανέλα για τα επόμενα 4 χρόνια και να γίνει ο ηγέτης της ομάδας, με σκοπό ο Ολυμπιακός να επιστρέψει και πάλι στους τίτλους. Αυτοί όμως που ισχυρίζονται ότι ένας παράγοντας που "μετράει" στον αθλητισμό, για να πάνε όλα καλά, είναι και η... τύχη, δικαιώθηκαν πανηγυρικά. Ένα φιλικό στην Ιταλία στην περίοδο της προετοιμασίας, ήταν αρκετό για να στείλει τον "Μάτσε" στο χειρουργείο με διαλυμένο τον αχίλλειο τένοντα, και τους φίλους της ομάδας να καταριούνται την τύχη τους... Ο Λιθουανός άσος του Ολυμπιακού, έχοντας διανύσει πλέον αρκετό διάστημα αποθεραπείας, μίλησε για τον τραυματισμό του αλλά και για πολλά άλλα στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ".
Αναλυτικά η συνέντευξη
Πώς να σε αποκαλώ;
«Μάτσα, Μάτσε, όπως θέλεις. Με το κανονικό μου όνομα με φωνάζουν πια μόνο οι γονείς μου».
Πού μεγάλωσες;
«Γεννήθηκα κοντά στη θάλασσα, σε λιμάνι. Ο Πειραιάς όμως είναι εκατό φορές πιο όμορφος».
Πότε έπιασες πρώτη φορά μπάλα;
«Στα επτά μου χρόνια».
Ζεις δηλαδή το παιδικό σου όνειρο;
«Το ήθελα πάρα πολύ, αλλά οι γονείς μου δεν συμφωνούσαν και ήθελαν να μάθω ένα άλλο επάγγελμα, επειδή έλεγαν ότι με το μπάσκετ δεν θα μπορώ να τα βγάλω πέρα στη ζωή μου. Ήταν δύσκολες τότε οι εποχές στη Λιθουανία».
Γιατί πιστεύεις ότι τα κατάφερες; Τι διαφορετικό έκανες από τα άλλα παιδιά που ξεκινήσατε μαζί, αλλά εκείνα δεν μπόρεσαν να διακριθούν;
«Αγαπώ πολύ το μπάσκετ και δουλεύω σκληρά. Προσπαθώ να αποφεύγω να σκέφτομαι ότι είμαι τόσο μεγάλος όσο λένε μερικοί, θέλω απλώς να κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα γίνεται».
Φαντάζομαι ότι και άλλοι δούλεψαν σκληρά, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πού κρύβεται η δύναμη που κάνει κάποιον να ξεχωρίζει, στο μυαλό, στην ψυχή, στα πόδια;
«Νομίζω, σε όλη την προσωπικότητά σου. Πρέπει να γυμνάζεσαι, να τρως προσεκτικά, να ζεις ήρεμα, να είσαι σωστός άνθρωπος, να έχεις φίλους, να μη σκέφτεσαι συνέχεια μόνο ένα πράγμα, να μη σκέφτεσαι ας πούμε μόνο τα λεφτά».
Με βάση τα χρήματα, όμως, δεν αποφασίζεις αν θα πας σε μια ομάδα;
«Αν πω ότι δεν με νοιάζουν τα χρήματα, θα πω ψέματα. Δεν δίνω όμως σημασία μόνο στα χρήματα. Δεν πήγα για τα χρήματα στο ΝΒΑ ούτε έφυγα για τα χρήματα. Είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων. Έτσι κι αλλιώς, τα χρήματα που βγάζω από αυτή τη δουλειά φθάνουν για να αγοράσω ό,τι χρειάζομαι, δεν στερούμαι τίποτα».
Ένας παίκτης, με βάση τα χρήματα δεν αποφασίζει αν θα παίξει στον Ολυμπιακό ή στον Παναθηναϊκό;
«Κοιτάζει και τι στόχους έχουν οι ομάδες, ποιοι είναι οι προπονητές, ποιοι άλλοι παίκτες είναι στην ομάδα, τι κλίμα υπάρχει. Και τι σημασία δίνει σ' εσένα, εκείνη την εποχή, η ομάδα. Θα παίξεις περισσότερο, θα πάρεις τίτλους;».
Ποια ομάδα τα καταφέρνει, έχεις βγάλει συμπέρασμα;
«Αυτή που είναι πραγματική ομάδα. Γιατί μονάδες υπάρχουν, σημασία έχει να δουλεύουν όλοι μαζί και να έχουν καλό προπονητή».
Να μιλήσουμε για τον τραυματισμό σου;
«Πάντα είχα τραυματισμούς, απλώς ήταν μικροί και δεν είχα αναγκαστεί να σταματήσω. Αυτή είναι η πρώτη φορά που σταματάω το μπάσκετ...»
Τι έγινε λοιπόν σε εκείνο το μοιραίο φιλικό;
«Έτρεχα κανονικά και ξαφνικά άκουσα ένα θόρυβο και ένιωσα σαν κάτι να έσπασε μέσα στο πόδι μου. Έπεσα κάτω. Αμέσως κατάλαβα ότι τραυματίστηκα σοβαρά».
Ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη;
«Ότι δεν θα παίζω για μήνες. Θύμωσα πολύ, είναι πολύ δύσκολο να δεχθείς ότι δεν μπορείς να παίξεις».
Πονούσες πολύ;
«Είναι ο πόνος, είναι οι εγχειρήσεις, αλλά το πιο σημαντικό είναι το ψυχολογικό. Σκέφτεσαι ότι βγαίνεις εκτός, φοβάσαι... πώς θα σε κοιτάζουν πλέον οι άλλοι, θα είναι δύσκολο να ξεκινήσεις ξανά».
Πάει καλά τώρα η θεραπεία;
«Αμέσως μου έκαναν εγχείρηση, μου έβαλαν γύψο για δύο εβδομάδες, μετά μπήκε αυτό το πλαστικό στήριγμα, το οποίο βγάζω αυτές τις ημέρες. Μετά θα αρχίσω να πατάω το πόδι μου, να κάνω μερικές ασκήσεις ώστε να επανέλθω σιγά σιγά. Ήδη έχω αρχίσει ασκήσεις για τα χέρια και την κοιλιά».
Πηγαίνεις πάντως και παρακολουθείς τους αγώνες από τον πάγκο.
«Πηγαίνω. Για μένα που κάθομαι όλη μέρα στο σπίτι χωρίς να κάνω τίποτα οι αγώνες, έστω και από τον πάγκο, είναι το πιο ωραίο πράγμα. Είσαι μαζί με τους άλλους, τους υποστηρίζεις, βλέπεις πως παίζουν».
Τι είχες ακούσει για την Ελλάδα προτού έρθεις;
«Στους Ολυμπιακούς είχα περάσει σχεδόν ένα μήνα εδώ. Ήξερα την πόλη. Και είχα ακούσει καλά λόγια από κάποιους που είχαν έρθει».
Όταν ο Γιαννάκης, ο Γκάλης και τα άλλα παιδιά πήραν το Πανευρωπαϊκό ήσουν 7-8 χρόνων;
«Ναι, αλλά παρακολουθούσα από τότε. Θυμάμαι ότι οι Έλληνες παίκτες έκλαιγαν μετά τους αγώνες».
Τα κλάματα του Γιαννάκη θυμάσαι;
«Ναι, θυμάμαι τα κλάματά του. Τους θαύμαζα, ήταν μυθικά πρόσωπα για μένα».
Τι είναι πιο σημαντικό για έναν παίκτη, μια διάκριση με την εθνική ομάδα ή με ένα σύλλογο;
«Είναι σαν δύο διαφορετικές ζωές. Τους παίκτες της εθνικής ομάδας τους συναντάς μόνο λίγες μέρες κάθε χρόνο. Κερδίζεις, χάνεις και μετά χωρίζεις και δεν τους ξανασυναντάς. Η δική σου ομάδα όμως, για ένα - δύο χρόνια, όσο έχεις υπογράψει συμβόλαιο είναι σαν την οικογένειά σου. Οι συμπαίκτες σου είναι μέρος της ζωής σου, τους υποστηρίζεις, σε νοιάζουν περισσότερο».
Η Εθνική Λιθουανίας δεν τα πήγε και τόσο καλά στην Ιαπωνία.
«Ναι, δεν τα πήγαμε καλά».
Δεν βλέπω να έχεις όρεξη να μιλήσουμε για την Εθνική σου...
«Ναι, δεν θέλω να μιλήσω. Τους είπα ότι σταματάω. Δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον για τον τραυματισμό μου. Δεν έχει νόημα να παίζεις για κάποιους που δεν νοιάζονται για σένα».
Δηλαδή, τέλος για σένα η Εθνική Λιθουανίας;
«Δεν θέλω να ανήκω σε αυτή την Εθνική. Δεν θέλω να παίξω, δεν μπορώ άλλωστε. Ίσως, όταν γίνω εντελώς καλά και περάσουν κάποια χρόνια, μπορεί να αλλάξω άποψη και να θέλω να παίξω. Αρκεί να έχει αλλάξει και η κατάσταση στην Εθνική μας. Τώρα δεν το σκέφτομαι».
Συγγνώμη που επιμένω. Τι ήθελες δηλαδή να κάνουν;
«Να κάνουν ένα τηλεφώνημα. Να ρωτήσουν πώς είμαι. Όταν ήμουν στο νοσοκομείο, άνοιξε η πόρτα και είδα τον κ. Κόκκαλη και τους κ.κ. Αγγελόπουλους. Είχαν έρθει να με δουν. Για μένα ήταν μεγάλη χαρά ότι αυτοί οι άνθρωποι έδωσαν σημασία σε έναν τραυματισμένο παίκτη, ότι νοιάστηκαν».
Τι όνειρα κάνεις τώρα;
«Το σημαντικότερο είναι να μη χάσω τους επόμενους αγώνες, τον Φεβρουάριο. Δεν σκέφτομαι πια μακρινά πράγματα, θέλω να μπω ξανά στο γήπεδο, να έχω καλές σχέσεις με τους άλλους παίκτες και να δώσω όσα περισσότερα μπορώ».
Στον Θεό πιστεύεις;
«Ναι, αλλά δεν πηγαίνω στις εκκλησίες να προσεύχομαι, δεν το θεωρώ τόσο σημαντικό».
Το πέρασμά σου από το ΝΒΑ ήταν πολύ σύντομο.
«Ναι, μικρός ονειρευόμουν να μπω στο ΝΒΑ, όταν το έζησα, άλλαξα γνώμη. Δεν πέρασα καλά στην Αμερική. Και δεν νομίζω ότι φταίω μόνο εγώ. Οι Αμερικανοί έχουν υπεροπτική συμπεριφορά».
Χάρηκες δηλαδή που έχασαν από τους Έλληνες στην Ιαπωνία;
«Χάρηκα. Ήταν υπεροπτική ομάδα, θεωρούσε δεδομένο ότι θα πάρει το Κύπελλο. Δεν με ενδιέφερε ποια ομάδα θα κερδίσει, αλλά όλοι θέλαμε να μην κερδίσει η Αμερική».
Είχατε στήσει δηλαδή αντιαμερικανική εξέδρα;
«Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι παίκτες που παίζαμε στην Ιαπωνία ήμασταν με τους αντιπάλους της Αμερικής. Δεν μας άρεσε που έλεγαν ότι είναι οι καλύτεροι στον κόσμο και ότι θα πάρουν τον τελικό και έχασαν από την Ελλάδα πριν από τον τελικό».
Όταν μπαίνεις στο γήπεδο, ξέρεις αν θα έχεις ένα καλό παιχνίδι;
«Δεν είναι πάντα εύκολο να το μαντέψω. Προσπαθώ πάντως να προετοιμάσω τον εαυτό μου. Το βράδυ πριν από τον αγώνα και την ημέρα του αγώνα, τρώω προσεκτικά, δεν θέλω να επικοινωνώ πολύ με φίλους, είμαι πιο συντηρητικός, θέλω να συγκεντρωθώ σε αυτό που θα συμβεί».
Είναι δύσκολο να είσαι μια μηχανή που παράγει καλάθια;
«Δεν νιώθω έτσι. Για μένα το μπάσκετ είναι ένα παιχνίδι. Και όταν δεν είναι, όταν δηλαδή συμβαίνει κάτι κακό, σκέφτομαι ότι είμαι πολύ τυχερός που μπορώ να παίζω μπάσκετ».
Η μεγαλύτερη ευχαρίστηση ποια είναι; Ένα καλό σουτ, μια τάπα, ένα μαρκάρισμα;
«Το καλύτερο είναι όταν βάζω τρίποντο. Μου δίνει μεγάλη χαρά».
Όταν κάνεις ένα σουτ, ξέρεις εάν θα μπει μέσα;
«Όταν απομακρύνεται η μπάλα από τα χέρια, περίπου στο 80% των περιπτώσεων ξέρω αν θα σκοράρω ή όχι. Το μαντεύω».
Η εξέδρα παίζει ρόλο; Οι φίλαθλοι, τα συνθήματα, σε επηρεάζουν;
«Είναι ωραίο να βλέπεις φιλάθλους να φωνάζουν, να βλέπεις ότι τους ενδιαφέρει ο αγώνας και όταν χάνουμε και όταν κερδίζουμε. Όχι όπως γίνεται στην Αμερική, που κάθονται, τρώνε χάμπουργκερ, πίνουν κόκα-κόλα και είναι σαν να μην τους νοιάζει ο αγώνας. Έχουν ακουστεί πολλά για τους Έλληνες φιλάθλους. Μερικοί στη Λιθουανία φοβούνται να έρθουν εδώ γι' αυτό το πάθος που υπάρχει στην εξέδρα. Εμένα μου αρέσει να υπάρχει πάθος. Είμαι ερωτευμένος με την Ελλάδα, μου αρέσει ο Πειραιάς. Δεν θέλω βεβαίως να γίνονται επεισόδια».
Είσαι ερωτευμένος γιατί μας ξέρεις καλά ή γιατί δεν μας ξέρεις καλά;
«Δεν σας ξέρω καλά. Δεν έχω πάει ακόμη στα μπουζούκια. Μου λένε ότι χορεύετε πάνω στα τραπέζια και πετάτε λουλούδια. Θέλω να το δω αυτό».
Τα παιδιά σου θέλεις να γίνουν αθλητές;
«Άμα αποκτήσω ένα αγόρι, θα ήθελα να γίνει μπασκετμπολίστας, πρωταθλητής, άμα είναι κορίτσι μάλλον όχι».
Υπάρχει κάτι άλλο που σου αρέσει εκτός από το μπάσκετ;
«Δεν έχω στη ζωή μου κάτι πιο σημαντικό από το μπάσκετ. Αυτό σκέφτομαι. Και δεν μένει πολύς χρόνος, περίπου 12 χρόνια έχω μέχρι να τελειώσει η καριέρα μου. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα γίνει μετά. Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι».
Επιμέλεια: Αντώνης Μπότσικας
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






