Οι καιροί έχουν αλλάξει, πλέον η διακοπή των εθνικών ομάδων είναι λόγος χαράς και όχι… γκρίνιας. Τώρα, όλοι περιμένουν καρτερικά, ακόμη και τις φιλικές αναμετρήσεις, για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν αυτήν τη νέα, θεαματική και άκρως εντυπωσιακή μορφή της «γαλανόλευκης», που έχει κλέψει τις εντυπώσεις και των πιο δύσπιστων.
Όλα αυτά, όμως, δεν έγιναν εν μία νυκτί. Χρειάστηκε ένας πολύ σκληρός αγώνας και πολλές θυσίες για να μπορέσει, τελικά, το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα να φτάσει σε αυτό το πρωτόγνωρο επίπεδο. Πολλά μπράβο αξίζουν στον Ιβάν Γιοβάνοβιτς, για τον τρόπο που διαχειρίζεται το εξαιρετικό ρόστερ που έχει στα χέρια του, ενώ ένα «ευχαριστώ» οφείλουμε στον Γκουστάβο Πογέτ, που μας επέτρεψε και πάλι να ονειρευτούμε. Όμως τι πραγματικά απ' όλα αυτά θα είχε συμβεί, εάν δεν είχε μπει στη ζωή μας ο Τζον Φαν'τ Σχιπ;
Ο Ολλανδός ανέλαβε μία ομάδα υπό κατάρρευση το 2019 και με υπερπροσπάθεια συμμάζεψε τα εκρηκτικά αποδυτήρια, ενώ της χάρισε ένα αγωνιστικό πλάνο και μία ταυτότητα, μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου.
Ο Τζον Φαν'τ Σχιπ μίλησε στο sport-fm.gr για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στα πρώτα του βήματα, αναλαμβάνοντας τον πάγκο της Εθνικής Ελλάδας, για τις σκληρές αποφάσεις που αναγκάστηκε να πάρει, το όνειρο του Κατάρ που έσβησε άδοξα, ενώ αναφέρθηκε και σε εκείνη τη φορά που έφτασε μία… ανάσα από την επιστροφή του στη χώρα μας.
Μια αποστολή αυτοκτονίας
Για να να γίνει ένας «γάμος», χρειάζεται και οι δύο πλευρές να επιθυμούν το ίδιο. Έτσι, το καλοκαίρι του 2019, άνθρωποι της ομοσπονδίας της ΕΠΟ πλησίασαν τον Φαν'τ Σχιπ με σκοπό να τον πείσουν να αναλάβει τον πάγκο της Εθνικής, την ώρα που ο ίδιος προσπαθούσε από την πλευρά του να αποδείξει ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά.
«Ήρθα σε επαφή με ανθρώπους της ομοσπονδίας και κάναμε μία πολύ όμορφη κουβέντα, για το τι ήθελαν αυτοί από εμένα, αλλά και για να μάθουν τον τρόπο σκέψης και τις ιδέες που είχα για την ομάδα και τις αλλαγές που στόχευα να κάνω. Εγώ τους τόνισα ότι θέλω να βλέπω επιθετικό ποδόσφαιρο, αλλά και να χρησιμοποιώ νέους ποδοσφαιριστές. Στην κουβέντα που κάναμε θεωρώ πως τους κάλυψα πλήρως και μετά από εκείνο το ραντεβού ξεκινήσαμε σιγά σιγά την αναδόμηση της Εθνικής».
Ο Φαν'τ Σχιπ πήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε απευθείας στα βαθιά. Μπήκε σε μία ομάδα που ήταν γεμάτη προβλήματα, τόσο αγωνιστικά, όσο και εξωαγωνιστικά και προσπάθησε μέσα στο χάος να βγάλει άκρη. Το παράσημο που του ανήκει εξ ολοκλήρου είναι ότι εν τέλει, παρά τις αντιξοότητες, τα κατάφερε περίφημα.
«Ήμουν πολύ χαρούμενος όταν έμαθα ότι ενδιαφέρεται η Ελλάδα για να αναλάβω τον πάγκο της. Είναι μία χώρα με έμφυτο το ποδοσφαιρικό ταλέντο και γνώριζα ότι θα είναι μία σπουδαία εμπειρία για εμένα. Όταν ξεκίνησα, δεν είχα πολύ χρόνο για να προπονήσω τα παιδιά και κατάλαβα απευθείας ότι δεν υπήρχε καλό κλίμα μέσα στην ομάδα. Οι ποδοσφαιριστές έμοιαζαν σαν να μην νοιάζονταν ο ένας για τον άλλον, έλλειπε το οικογενειακό κλίμα. Αυτός ήταν και ο πρώτος μου στόχος, να αλλάξω αυτήν την ατμόσφαιρα. Για αυτό και εγώ ξεκίνησα να φέρνω στην ομάδα νέα παιδιά, για να αλλάξει το κλίμα. Έτσι μπήκαν οι Παυλίδης, Ρότα, Χατζηδιάκος και ξεκίνησε να αλλάζει η όλη κατάσταση προς το καλύτερο, αλλά και ο τρόπος παιχνιδιού της ομάδας. Το ξεκίνημα ήταν αρκετά δύσκολο, όμως με προσπάθεια βρήκαμε τις απαραίτητες λύσεις».
Όπως ακριβώς λειτουργεί και μία αγέλη, για να μπορέσει ο αρχηγός να κυριαρχήσει, θα πρέπει να κερδίσει τον σεβασμό των υπολοίπων και ο Ολλανδός κατάφερε να κάνει αυτό ακριβώς. Έβαλε τέλος στη διχόνοια και την τοξικότητα, δημιουργώντας ένα οικογενειακό κλίμα, ξανά από την αρχή.
«Το πιο δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα και πιο σημαντικό ήταν να καταλάβουν οι ποδοσφαιριστές ότι πρέπει να παίξουν για την ομάδα με την ψυχή τους. Έπρεπε να θέλουν να βρίσκονται εκεί και για να μπορέσει η δουλειά μας να συνεχίσει ομαλά αναγκάστηκα να βάλω μερικούς κανόνες για να μπορέσει να υπάρξει ο απαραίτητος αλληλοσεβασμός. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήσαμε μία πολύ καλή ατμόσφαιρα και δημιουργήθηκε ένα σύνολο από παίκτες που ήθελαν να δίνουν το παρών και έτσι σιγά σιγά ξεκινήσαμε να γινόμαστε μία οικογένεια. Κάναμε τις σχέσεις μας πιο προσωπικές, ήρθα σε επαφή με κάθε έναν εξ αυτών ξεχωριστά».
Πριν το εντυπωσιακό ξέσπασμα των τελευταίων ετών, το επιθετικό ταλέντο της Εθνικής δεν ήταν στη βιτρίνα. Η Ελλάδα ήταν γνωστή για τη σκληρή άμυνα, και τα σπουδαία στόπερ που παρήγαγε, με κορυφαία «προϊόντα» σαφώς τους Μανωλά και Παπασταθόπουλο. Δύο ποδοσφαιριστές, όμως, που δεν βρέθηκαν στην επόμενη μέρα της «γαλανόλευκης», υπό τις οδηγίες του Φαν'τ Σχιπ.
«Δεν θεωρώ ότι με τους Μανωλά και Παπασταθόπουλο η ομάδα θα εξελισσόταν ή θα πήγαινε καλύτερα. Στην ομάδα πρέπει να βρίσκονται οι παίκτες που θέλουν να είναι εκεί. Εμείς κάναμε την προσπάθεια μας, τους μιλήσαμε, αλλά τελικά αυτοί επέλεξαν να μην ενταχθούν με το υπόλοιπο σύνολο. Οι παίκτες που ήρθαν, Μαυροπάνος, Χατζηδιάκος, έδωσαν την ψυχή τους, ήταν το μέλλον και έπαιζαν τρομερά. Ακόμη μέχρι σήμερα παραμένουν βασικές λύσεις για την 11άδα της Εθνικής. Δεν είναι μόνο ότι ήταν παίκτες με διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά ήταν και παίκτες που ήθελαν να αγωνιστούν για το εθνόσημο. Βεβαίως, σέβομαι απολύτως την απόφαση και των δύο, για αυτό και εμείς προχωρήσαμε παρακάτω χωρίς αυτούς».
«Δεν μπορείς να φτιάξεις ομελέτα, χωρίς να σπάσεις μερικά αυγά», έτσι και ο Φαν'τ Σχιπ χρειάστηκε να πάρει σημαντικές αποφάσεις, μία εκ των οποίων ήταν να απομακρύνει τον Δημήτρη Σιόβα, από το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, κάτι για το οποίο δεν μετανιώνει μέχρι και σήμερα.
«Εκείνη τη στιγμή, η απόφαση μου να απομακρύνω τον Σιόβα από την ομάδα, ήταν η σωστή. Και ακόμη το πιστεύω. Η συμπεριφορά του επηρέασε αρνητικά την ομάδα και δημιούργησε πρόβλημα στο εσωτερικό και στην όλη προσπάθεια που κάναμε για τη δημιουργία ενός οικογενειακού κλίματος».
Ένας τρελός Ολλανδός, με τρελές ιδέες
Ο Φαν'τ Σχιπ έφερε την ανανέωση της Εθνικής, με τον Ολλανδό να παίρνει δικά του παιδιά στις κλήσεις, που διέπρεπαν στο ολλανδικό πρωτάθλημα και κατάφερε να τους καθιερώσει, τόσο στην 11άδα, όσο και στη συνείδηση του κόσμου. Κορυφαίο παράδειγμα όλων, είναι σαφώς αυτό του Βαγγέλη Παυλίδη, που πλέον αποτελεί έναν από τους πιο καυτούς επιθετικούς στην Ευρώπη.
«Είμαι πάρα πολύ περήφανος για τον Παυλίδη. Τον γνώριζα από νεαρή ηλικία και ήξερα για το τρομερό ταλέντο που είχε. Πίστευα ότι θα μπορούσε να έρθει στην ομάδα και να βοηθήσει. Βλέπουμε, πλέον, τα τεράστια βήματα που πραγματοποιεί συνεχώς στην καριέρα του. Έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της Εθνικής, ενώ τα πράγματα που κάνει στην Πορτογαλία είναι πραγματικά απίθανα».
Παρόμοια είναι και η ιστορία του Λάζαρου Ρότα. Ένας άγνωστος δεξιός μπακ, εμφανίστηκε από το πουθενά και κατάφερε μέσα σε μερικά χρόνια, να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ΑΕΚ και της Εθνικής Ελλάδας. Όλα αυτά επειδή απλώς άρπαξε την ευκαιρία, αλλά και την εμπιστοσύνη, που του χάρισε απλόχερα ο προπονητής του.
«Ο Ρότα χρειαζόταν περισσότερο χρόνο. Είχα δει την ποιότητα του και για αυτό τον κάλεσα στην Εθνική. Στα πρώτα του παιχνίδια δυσκολεύτηκε, δεν ήταν ακόμα στο επιθυμητό επίπεδο, όμως δούλεψε και απέδειξε τις ικανότητές του. Είχε να ανταγωνιστεί τους Ανδρούτσο και Σάλιακα, ακόμη δύο τρομερούς ποδοσφαιριστές, αλλά κατάφερε να αποδείξει ποιος πραγματικά είναι. Δεν γίνεται πάντα οι παίκτες να είναι αμέσως έτοιμοι, κάποιοι χρειάζονται χρόνο για να προσαρμοστούν».
Σε έναν λαό που έχει τη δυσπιστία έμφυτη, η εμφάνιση ενός ομοσπονδιακού προπονητή, που επιλέγει καθαρά με το αγωνιστικό του πλάνο, τους ποδοσφαιριστές που θα απαρτίζουν την Εθνική Ελλάδας, δεν μπορεί να χωνευτεί εύκολα. Η εμφάνιση του Φαν'τ Σχιπ δημιούργησε πολλά ερωτηματικά. Ο ίδιος, πάντως, δηλώνει ότι ουδέποτε δέχθηκε κάποια πίεση για τις επιλογές του.
«Πάντα άκουγα και συμβουλευόμουν τους ανθρώπους της ομοσπονδίας, όμως πάντοτε ακολουθούσα τον δικό μου δρόμο, ποτέ κανένας δεν μου επέβαλε κάποιον παίκτη. Τις αποφάσεις τις έπαιρνα πάντα μετά από μεγάλες συζητήσεις με τους συνεργάτες μου, για τις κλήσεις, αλλά και για τον τρόπο παιχνιδιού σε κάθε αναμέτρηση. Για παράδειγμα εάν θα χρησιμοποιούσαμε 6άρι σε μία αναμέτρηση, αλλά και ποιους παίκτες θα συνδυάζαμε στη μεσαία γραμμή».
Για να έχεις μεγάλους στόχους, πρέπει να έχεις μεγάλα όνειρα
Με το καλημέρα ο Ολλανδός έθεσε στόχους και όχι κοινότυπους, αλλά τρανταχτούς, δίχως να φοβηθεί να τους ξεστομίσει. «Θέλω να πάμε στο Μουντιάλ του Κατάρ». Μπορεί να ανέλαβε μία ομάδα προβληματική, που ήθελε χρόνο για να δέσει, αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε να κάνει μεγάλα όνειρα.
«Ο στόχος ήταν ξεκάθαρος, θέλαμε να πάμε στο Μουντιάλ του Κατάρ. Η ποιότητα υπήρχε, αυτό, όμως, που έλλειπε ήταν η εμπειρία από τους ποδοσφαιριστές σε αυτού του είδους τις αναμετρήσεις. Πολλά παιδιά ήταν νέα και δεν είχαν συνηθίσει να κυνηγούν τέτοιους υψηλούς στόχους. Έπρεπε να μάθουν να παίζουν μεταξύ τους για πρώτη φορά και μέχρι να αντιληφθεί ο ένας το παιχνίδι του άλλου, χρειάστηκε ο απαραίτητος χρόνος. καταφέραμε όμως να παίξουμε μερικά πολύ καλά παιχνίδια, όμως μας έλλειπε αυτό το κάτι για το βήμα παραπάνω. Τώρα βλέπω την ομάδα και την απολαμβάνω και ελπίζω να τη δούμε το καλοκαίρι του 2026 στο Μουντιάλ της Αμερικής».
Η Εθνική τα τελευταία χρόνια κάνει συνεχώς μικρά και σταθερά βήματα προς τα μπροστά. Μπορεί ο Φαν'τ Σχιπ να αποχώρησε, όμως αδιαμφισβήτητα αυτός είναι ο άνθρωπος που έβαλε τις βάσεις που πάτησαν πάνω οι Γκουστάβο Πογέτ και Ιβάν Γιοβάνοβιτς.
«Είναι πολύ σημαντικό ότι οι προπονητές που ανέλαβαν μετά από εμένα κατάφεραν με τον τρόπο τους να προχωρήσουν το έργο μου. Τόσο ο Πογέτ που έφτασε μία ανάσα από το Euro 2024, όσο και ο Γιοβάνοβιτς τώρα, με την εκπληκτική ομάδα που έχει χτίσει. Έχει καταφέρει να βάλει πολύ ταλέντο στην ομάδα, με τα νέα παιδιά και έχει μπορέσει να συνδυάσει αυτή την ποιότητα και με πιο παλιούς έμπειρους παίκτες, με τα αποτελέσματα να είναι εντυπωσιακά».
Με τη «γαλανόλευκη» να μην καταφέρνει να φτάσει σε μία μεγάλη διοργάνωση, η άμμος στην κλεψύδρα του Ολλανδού άδειασε, ο ίδιος, όμως, κακίες δεν κρατάει και έχει πάντοτε ανοιχτή την πόρτα στην αγαπημένη του Ελλάδα.
«Η ζωή είναι έτσι, λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Κοιτάω το παρελθόν μου στην Ελλάδα με μεγάλη χαρά. Είμαι περήφανος που αποτελώ ένα κομμάτι στην ιστορία αυτής της Εθνικής ομάδας, που κάνει τώρα έναν τεράστιο αγώνα για να βρεθεί στο επόμενο Μουντιάλ. Για τον λόγο αυτό και είμαι πλέον ένας μεγάλος υποστηρικτής της Ελλάδας».
Αν και στην αρχή όλα έδειχναν ότι οι δύο πλευρές θα συνέχιζαν μαζί, η χαρακτηριστική καθυστέρηση της ομοσπονδίας πέρασε το μήνυμα στον Ολλανδό, ο οποίος με δική του απόφαση, τελικά, αποφάσισε να αφήσει κενό τον πάγκο της Ελλάδας.
«Εκείνη την περίοδο είχαμε συμφωνήσει να συνεχίσουμε μαζί, όμως η τελική συμφωνία καθυστερούσε και έμοιαζε σαν η ομοσπονδία να είχε δεύτερες σκέψεις. Μετά από όλα όσα είχαμε περάσει φαινόταν ότι η ομοσπονδία δεν είχε εμπιστοσύνη σε εμένα και την ομάδα μου και επειδή αργούσε η συμφωνία, αποφάσισα μόνος μου να αποχωρήσω για να μην υπάρξουν περαιτέρω προβλήματα. Είμαι πολύ χαρούμενος από το πέρασμά μου στην Εθνική Ελλάδας και δεν θεωρώ ότι δεν με σεβάστηκαν, απλά οι δρόμοι μας ακολούθησαν διαφορετικά μονοπάτια».
Γιατί έπαψες Ελλάδα να θυμίζεις
Η Ελλάδα του τότε, με την Ελλάδα του τώρα έχει αλλάξει ριζικά. Πλέον στο προσκήνιο μπαίνουν πιτσιρίκια, με άφθονο ταλέντο και επιθετικές αρετές που είναι πρωτόγνωρες για τα δικά μας δεδομένα. Είναι σίγουρο ότι και ο Φαν'τ Σχιπ θα ήθελε να προπονήσει αυτή την ομάδα έστω για ένα ματς. Ποιος δεν θα ήθελε άλλωστε;
«Χαίρομαι που βλέπω την Εθνική να αποτελείται από νέα παιδιά γεμάτα τόσο ταλέντο. Είναι σημαντικό οι ομάδες να δίνουν τις απαραίτητες ευκαιρίες στα νέα παιδιά και όσο περισσότερο αυτό συμβαίνει, τότε θα βλέπουμε ολοένα και περισσότερους μεγάλους ποδοσφαιριστές. Βέβαια, σε όλο αυτό πάντα έχει μεγάλο ρόλο και ο παράγοντας τύχη. Μπορεί απλά να έτυχε να έρθουν όλοι αυτοί οι πιτσιρικάδες μαζί, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχει και η κατάλληλη προεργασία στις ακαδημίες».
Ο Φαν'τ Σχιπ, όπως ο Πογέτ, όπως και όλοι οι προηγούμενοι ομοσπονδιακοί προπονητές είχαν συμφιλιωθεί, θέλοντας και μη, με την ιδέα ότι η αποστολή της «γαλανόλευκης» θα μεταναστεύει κάθε φορά από γήπεδο σε γήπεδο, για να κάνει απλώς την προπόνηση της. Όλα αυτά, ωστόσο, πρόκειται να αλλάξουν, καθώς πλέον η Εθνική πρόκειται να έχει το δικό της προπονητικό κέντρο και είναι έτοιμη να αλλάξει σελίδα.
«Είναι πάρα πολύ σημαντικό μία Εθνική ομάδα να έχει τις δικές της εγκαταστάσεις. Εμείς προπονούμασταν στον Άγιο Κοσμά. Το γήπεδο δεν ήταν καλό, τα αποδυτήρια δεν ήταν επαγγελματικά, δεν είχα καν δικό μου γραφείο για να δουλέψω όπως ήθελα. Είναι ένα τεράστιο βήμα προς τα μπροστά και αυτό θα βοηθήσει σε τεράστιο βαθμό την ομάδα και το προπονητικό τιμ».
Η αναγέννηση της Εθνικής Ελλάδας ήρθε από τα χέρια του Τζον Φαν'τ Σχιπ. Ο Ολλανδός, όμως, δεν βλέπει το πέρασμά του με αυτόν τον τρόπο, ούτε θεωρεί ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να το κρίνει. Αντιθέτως, θέλει να δώσει τον λόγο στον κόσμο, διότι οι φίλαθλοι και το γήπεδο, είναι πάντοτε ο καλύτερος κριτής.
«Ο κόσμος θα κρίνει πραγματικά εάν το πέρασμα μου από την ομάδα ήταν τελικά επιτυχημένο ή όχι. Εγώ αυτό που έχω να πω, είναι ότι δώσαμε τον καλύτερο μας εαυτό για να αλλάξει η ομάδα προς το καλύτερο, να βοηθήσουμε την Εθνική ομάδα να έχει ένα ξεκάθαρο αγωνιστικό πλάνο και να υπάρχει ένα καλό κλίμα στα αποδυτήρια. Ναι, δεν καταφέραμε να πάμε στο Μουντιάλ ή να πάρουμε την άνοδο στο Nations League. Όμως, θεωρώ ότι αφήσαμε τις κατάλληλες βάσεις στις οποίες έχτισαν πάνω οι υπόλοιποι προπονητές για να ανέβει ακόμη περισσότερο το επίπεδο».
Δεν λέμε αντίο, αλλά εις το επανιδείν
Το ότι κρατάει πάντοτε την πόρτα του ανοιχτή για την Ελλάδα, δεν ήταν απλώς σχήμα του λόγου. Πέρσι ο Φαν'τ Σχιπ είχε φτάσει μία ανάσα από τον Άρη, όμως στο φινάλε η συμφωνία στράβωσε και η μεγάλη επιστροφή τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ ή απλώς πήρε παράταση.
«Ήμουν πολύ κοντά σε συμφωνία με τον Άρη. Στις τελικές διαπραγματεύσεις χάλασε η συμφωνία και τελικά δεν πήγα ποτέ στη Θεσσαλονίκη. Εγώ ήθελα πάρα πολύ να επιστρέψω στην Ελλάδα για μία ομάδα. Αγαπάω την Ελλάδα την έχω πραγματικά στην καρδιά μου και ελπίζω στο κοντινό μέλλον να βρεθεί μία ευκαιρία για γυρίσω, θα χαρώ πάρα πολύ να δουλέψω ξανά στην Ελλάδα».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






