Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε πολλά πράγματα για τον ποδοσφαιριστή Φρανκ Ράικαρντ. Ακόμη και αν κάποιος δεν είχε τη χαρά να τον δει αγωνιζόμενο, μπορεί να καταλάβει περί τίνος πρόκειται αν ρίξει μια σύντομη ματιά στα επιτεύγματά του. Αυτό που έχει πραγματικά ενδιαφέρον είναι η σύντομη πορεία του ως προπονητής. Μια πορεία που ξεκίνησε εν μέσω πολλών ερωτηματικών, τη θέση αυτών πήρε η αμφισβήτηση και τη θέση όλων αυτών τα πολλά θαυμαστικά...
Ο Ράικαρντ ποδοσφαιριστής
Η καριέρα του στους συλλόγους
Ο Φρανκ Ράικαρντ γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1962 στο Άμστερνταμ. Άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο από πολύ μικρή ηλικία, ξεκινώντας να αγωνίζεται στην πρώτη ομάδα του Άγιαξ το 1980 σε ηλικία μόλις 17 ετών, όταν προπονητής στον «Αίαντα» ήταν ο Λίο Μπενάκερ. Μάλιστα, το ντεμπούτο του κόντρα στην Γκόου Αχέντ συνδυάστηκε με γκολ. Κατά την πρώτη του σεζόν, αγωνίστηκε σε άλλα 23 ματς και σκόραρε συνολικά τέσσερις φορές. Το 1982 ήταν η χρονιά που θα κατακτούσε το πρώτο του πρωτάθλημα, έναν τίτλο τον οποίο ο Άγιαξ και ο Ράικαρντ υπερασπίστηκαν επιτυχώς την επόμενη σεζόν. Παρέμεινε στον Άγιαξ μέχρι το 1987. Κατά τη διάρκεια της σεζόν όμως μια διαμάχη του με τον «Ιπτάμενο Ολλανδό» τον οδήγησε στην πόρτα της εξόδου. Εν συνεχεία, μεταγράφηκε στην πορτογαλική Σπόρτινγκ Λισαβόνας, επειδή όμως δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής, δόθηκε δανεικός στη Σαραγόσα. Στην Σπόρτινγκ τελικά δεν αγωνίστηκε ποτέ, αφού οι πολύ καλές εμφανίσεις του με τη Σαραγόσα και φυσικά η πορεία του τα προηγούμενα χρόνια στον Άγιαξ, τον οδήγησαν, ένα χρόνο μετά, στη Μίλαν. Και εκεί ήταν που ο εξαιρετικός ποδοσφαιριστής έγινε θρύλος. Μαζί με τους άλλους δύο συμπατριώτες του, Ρούντ Γκούλιτ και Μάρκο Φαν Μπάστεν, οδήγησαν τον σύλλογο του Μιλάνου στην κορυφή του κόσμου. Δύο συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών και άλλα δύο πρωταθλήματα Ιταλίας, ήταν ο τελικός απολογισμός. Τελικά, μετά από πέντε εκπληκτικές χρονιές με τους «ροσονέρι», ο Φράνκ Ράικαρντ επέστρεψε στον Άγιαξ. Ακόμη και εκεί απέδειξε πως παρέμενε σε εξαιρετική κατάσταση, διατηρώντας τη νοοτροπία του πρωταθλητή που είχε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Κέρδισε άλλα δύο πρωταθλήματα Ολλανδίας, ενώ έκλεισε την καριέρα του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο που θα μπορούσε να φανταστεί ένας ποδοσφαιριστής, με την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ, κόντρα στην προηγούμενη ομάδα του τη Μίλαν, με 1-0.
Η καριέρα του στην Εθνική
Έκανε το ντεμπούτο του στην Εθνική Ολλανδίας το 1981, μαζί με τον παιδικό του φίλο, Ρουντ Γκούλιτ. Ήταν βασικό και αναντικατάστατο στέλεχος της ομάδας που έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης το 1988, όταν νίκησε στον τελικό του Euro τη Σοβιετική Ένωση, με 2-0, αγωνιζόμενος μάλιστα σαν κεντρικός αμυντικός δίπλα στον Ρόναλντ Κούμαν. Συμμετείχε επίσης σε δύο Μουντιάλ, το 1990 στην Ιταλία και το 1994 στις Η.Π.Α, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1992, στη Σουηδία. Έκανε την τελευταία του εμφάνιση με τους «οράνιε», στην ήττα με 3-2 από τη μετέπειτα παγκόσμια πρωταθλήτρια Βραζιλία, στον προημιτελικό του Μουντιάλ των Ηνωμένω Πολιτειών. Φόρεσε την πορτοκαλί φανέλα 73 φορές και πέτυχε 10 γκολ.
Ο Ράικαρντ προπονητής
Η προπονητική του καριέρα δεν ξεκίνησε όπως αυτή των περισσοτέρων τεχνικών. Έπεσε κατευθείαν στα «βαθιά», όταν το 1998 ανέλαβε, χωρίς εμπειρία στους πάγκους, την τεχνική ηγεσία της Εθνικής Ολλανδίας, με στόχο μάλιστα να την οδηγήσει, δύο χρόνια μετά, στην κατάκτηση του Euro 2000, στα γήπεδα της Ολλανδίας και του Βελγίου. Κανείς δεν τον είχε πάρει στα σοβαρά τον πρώτο καιρό, όταν όμως στα τελικά της διοργάνωσης, η Ολλανδία έπαιξε πολύ καλό ποδόσφαιρο, παίρνοντας μάλιστα το εισιτήριο για τον ημιτελικό κόντρα στην Ιταλία, μετά από μια εμφατική νίκη επί της Γιουγκοσλαβίας με 6-1, το κλίμα άρχισε να αλλάζει υπέρ του. Όμως, μετά την ήττα των «οράνιε» από την Ιταλία, ο Ράικαρντ παραιτήθηκε, σοκάροντας με την απόφασή του αυτή του Τύπο, τους φιλάθλους και τους παίκτες του, πού όλοι επιθυμούσαν την παραμονή του.
Μετά από απουσία δύο χρόνων από την προπονητική, ανέλαβε το 2002, τη Σπάρτα Ρότερνταμ. Εκεί ο απολογισμός του ήταν τραγικός, με την ομάδα του να υποβιβάζεται για πρώτη φορά στην ιστορία της, από την πρώτη κιόλας χρονιά της θητείας του. Η κατάληξη του ήταν η προφανής. Αυτή που δεν ήταν καθόλου προφανής -για την ακρίβεια δημιούργησε πολλά ερωτηματικά- ήταν η συνέχεια της καριέρας του. Αυτή είναι λίγο πολύ γνωστή. Η Μπαρτσελόνα ανακοινώνει τη συμφωνία και προκαλεί μεγάλη έκπληξη, την ώρα μάλιστα που αποτελούσε το τρίτο όνομα στη λίστα, πίσω από τους Γκους Χίντινκ και Ρόναλντ Κούμας. Όταν όμως έγινε γνωστό πως ο Ράικαρντ ήταν ο εκλεκτός του μοναδικού ανθρώπου που ο λόγος του είναι κάτι παραπάνω από ευαγγέλιο στην Καταλονία, του «Ιπτάμενου Ολλανδού», Γιόχαν Κρόιφ, οι μουρμούρες και η αμφισβήτηση σταμάτησαν και τη θέση τους πήρε η υπομονή.
Η Μπαρτσελόνα είχε να γευθεί τη χαρά της κατάκτησης του πρωταθλήματος από το 1999 και ο Ράικαρντ έπρεπε να αντέξει το βαρύ αυτό ψυχολογικό φορτίο αλλά και αυτό της εξολοκλήρου αναδόμησης μιας ομάδας. Τα «υλικά» ήταν πολύ ποιοτικά (βλέπε Ροναλντίνιο, Κλάιφερτ, Σαβιόλα, Όβερμαρς, Τσάβι, Κοκού, Λουίς Ενρίκε), όμως αποδείχθηκε πως το «γλυκό»… δεν έδενε. Η Μπάρτσα συνέχιζε να μην αποδίδει και ταυτόχρονα έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτες φωνές αμφισβήτησης, οι οποίες γινόντουσαν όλο και εντονότερες. Όταν μάλιστα μετά από μια ταπεινωτική ήττα από τη Μάλαγα με 5-1 τον Δεκέμβριο του 2003, το «καμάρι της Καταλονίας» βρέθηκε μόλις τρεις βαθμούς πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού, άπαντες ζητούσαν την απομάκρυνσή του. Άπαντες πλην ενός. Ο πρόεδρος της ομάδας Ζουάν Λαπόρτα ήταν αυτός που στήριξε με πάθος τον Ολλανδό. Ο Λαπόρτα ήταν αποφασισμένος να τον στηρίξει μέχρι τέλους και ο Ράικαρντ ήταν αποφασισμένος να κάνει τους εξαιρετικούς ποδοσφαιριστές που διέθετε μια ομάδα που να μπορεί να πρωταγωνιστεί σε Ισπανία και Ευρώπη.
Η αρχή έγινε από το σύστημα με το οποίο αγωνιζόταν η ομάδα. Το 4-2-3-1 έδωσε τη θέση του στο 4-3-3, το οποίο ακολουθείται πιστά μέχρι και σήμερα και με μεγάλη επιτυχία. Ο Τσάβι, απαλλαγμένος από τα πολλά αμυντικά του καθήκοντα άρχισε να αποδίδει τα μέγιστα, ενώ και ο Ροναλντίνιο επιτέλους έβρισκε στα αριστερά τον λίγο παραπάνω χώρο που χρειαζόταν για να αποδώσει αυτό που πραγματικά μπορούσε. Οι «μπλαουγκράνα» άρχισαν ξαφνικά να κερδίζουν, κάνοντας ένα εντυπωσιακό σερί και ξεπερνώντας μια διαφορά 17 ολόκληρων βαθμών από τη δεύτερη Ρεάλ Μαδρίτης. Η Μπάρτσα τελικά κατάφερε να τερματίσει δεύτερη, πίσω από τη Βαλένθια, παίρνοντας το απευθείας εισιτήριο για τους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. Το επόμενο καλοκαίρι, ο Λαπόρτα ενθουσιασμένος από την πορεία της ομάδας την περασμένη σεζόν αποφάσισε να ανοίξει τα ταμεία του συλλόγου και να πλαισιώσει τον Ροναλντίνιο, τον Τσάβι, τον Πουγιόλ και τους υπόλοιπους, με μια πλειάδα «αστέρων» όπως οι Ετό, Ζιουλί και Ντέκο. Αυτή ή ομάδα αποδείχθηκε πως είχε όλα τα απαραίτητα συστατικά της επιτυχίας, φτάνοντας στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, το πρώτο στην καριέρα του Ράικαρντ. Το καλοκαίρι της ίδιας σεζόν κατέκτησε και το ισπανικό Σούπερ Καπ.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






