Γενικά

Το πεπρωμένο δεν φέρθηκε ευγενικά στον Βαλέρι Βορόνιν

Ο Βαλέρι Βορόνιν υπήρξε ξακουστό μέλος της πιο χρυσής γενιάς του σοβιετικού ποδοσφαίρου και γνήσιο επαναστατικό στοιχείο με περγαμηνές μιας άλλης εποχής.

Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ είχε αποκαλέσει κάποτε την Ρωσία «έναν γρίφο, τυλιγμένο σ’ένα μυστήριο, μέσα σ’ένα αίνιγμα». Το αίνιγμα αυτό κλήθηκε κάποτε να λύσει ο Βορόνιν, με εχθρό και σύμμαχο την κοινωνική του καλλιέργεια, κόντρα στο σοβιετικό καθεστώς που είχε υπνωτίσει σαν ξόρκι τον νου της «ρωσικής αρκούδας».

Ο Βορόνιν δεν διέθετε τίποτα το συνηθισμένο, τίποτα το γνώριμο. Είχε χαρακτήρα επαναστάτη και από μικρός έκανε όνειρα να διαπρέψει λάμποντας και εκείνος όπως ακριβώς τα ποδοσφαιρικά του είδωλα, Πελέ και Ντι Στέφανο. Ωστόσο, λίγο πριν περάσει την στρατόσφαιρα της ποδοσφαιρικής αθανασίας, «κάηκε», όπως ακριβώς και ο Ίκαρος στην αρχαία ελληνική μυθολογία, αφού όπως φάνηκε πλησίασε πολύ κοντά στον… ήλιο.



Σαν σήμερα, στις 19 Μαΐου του 1984, αρκετά χιλιόμετρα έξω από την ρωσική πρωτεύουσα, το σώμα του πάλαι άλλοτε σπουδαίου αμυντικού μέσου της Τορμπίντο Μόσχας και μέλους της ομάδας που διέγραψε την καλύτερη πορεία της Σοβιετικής Ένωσης ως την κατάκτηση της τέταρτης θέσης στο Μουντιάλ του 1966, βρέθηκε να κείτεται άψυχο, από ένα τραύμα στο κεφάλι που αποδείχθηκε μοιραίο. Σε μία υπόθεση που μέχρι σήμερα παραμένει ανεξιχνίαστη και θυμίζει τον φάκελο «Ζόντιακ», αφού ο δολοφόνος μπορεί ακόμα να κυκλοφορεί ελεύθερος στα ίδια πιθανώς στενά που διέπραξε το ειδεχθές έγκλημα.

Λίγο πριν την δολοφονία του, περαστικοί τον είδαν να αποχωρεί από ένα μπαρ παρέα με τρεις αγνώστους. Οι φιλελεύθερες τάσεις και απόψεις του Ρώσου ποδοσφαιριστή, είχαν από καιρό κινήσει τις υποψίες στους κύκλους της KGB, οι οποίοι παρακολουθούσαν ενδελεχώς τις «ύποπτες» επαφές του Ρώσου με μέλη της επιφανούς σκηνής του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, όπως τον σερ Μπόμπι Τσάρλτον, τον Τζορτζ Μπεστ, τον Σαντιάγκο Μπερναμπέου και φυσικά, τον Πελέ. Η βράβευσή του από την Βασίλισσα Ελισάβετ της Αγγλίας στο Μουντιάλ του 1966, ως τον πιο γοητευτικό παίκτη της διοργάνωσης, ενίσχυσε όπως γίνεται αντιληπτό, την ήδη νοσηρή πεποίθηση των παρακρατικών ότι αποτελούσε μελανό σημείο στην ιδιοσυγκρασία του σοβιετικού κράτους και την εικόνα που αυτό ήθελε να εκπέμψει προς την Δύση.



Ατρόμητος και παρωχημένα ασυγκράτητος, παρότι ο ίδιος γνώριζε την ύπαρξη αδιάκριτων βλεμμάτων τα οποία σκάναραν κάθε στιγμή της προσωπικής τους ζωής, ουδέποτε δεν άλλαξε στάση ή τρόπο σκέψης. Συνέχισε να εμπλουτίζεται με γνώσεις, να κρατάει επαφή με την «μισητή» Δύση και να εξαντλεί τα νεύρα των πρακτόρων που ολοένα και στένευαν τον κλοιό γύρω του.

«Καλύτερα πρώτος στο χωρίο, παρά δεύτερος στην Ρώμη» είχε πει ο Ιούλιος Καίσαρας, όταν μόλις είχε αναλάβει ως έπαρχος την Ισπανία, κάτι που σε απλή παράφραση (στην Μόσχα και όχι στη Ρώμη) θα μπορούσε να αποτελέσει απόφθεγμα του Βορόνιν, αφού ποτέ του δεν πέρασε τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης και δεν κατάφερε να αγωνιστεί εκτός αυτής, εξαιτίας των γνωστών πρακτικών του κράτους, οι οποίες έβρισκαν τον ίδιο άκρως αντίθετο.



Αν και ευτύχησε να κερδίσει πρωταθλήματα, κύπελλα Ρωσίας καθώς και τον τίτλο του ποδοσφαιριστή της χρονιάς με την Τορπίντο, πάντα ονειρευόταν την ζωή εκτός της «γυάλινης οροφής» που τόσο απατηλά αλλά και τόσο έντονα, ενυπήρχε στην ζωή των υπηκόων του σοβιετικού κράτους, «σκεπάζοντας» με ένα πέπλο μισαλλοδοξίας και μιζέριας κάθε υποψία ανέλιξής τους στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή.

Του έλαχε να γεννηθεί στην προικισμένη από κάθε ηγέτη του κόμματος που αναλάμβανε τα ηνία πόλη της Μόσχας, και μολονότι σε ολόκληρη την επικράτεια που άπλωνε τα πλοκάμια της η χώρα, οι περιορισμοί στην συλλογή πλούτου στα χέρια των υπηκόων ήταν απαγορευτικοί για την ατομική βούληση, η πρωτεύουσα ήταν το μοναδικό μέρος της αυτοκρατορίας όπου ο κόπος των εργαζομένων ήταν ως επί των πλείστων επικερδής για τους σκληρά εργαζόμενους κατοίκους της.



Ακόμα πιο σημαντικό στοιχείο στην ταχύτατη ανέλιξη του νεαρού στα υψηλά κλιμάκια του ποδοσφαίρου αποτέλεσε το γεγονός ότι ο πατέρας του διατελούσε ως διευθυντής σε μαγαζί τροφίμων. Ισχυρό «ατού» αν αναλογιστεί κανείς ότι οι προμηθευτές φαγητού στην Σοβιετική Ένωση ήταν οι πιο δυνατοί οικονομικά άνθρωποι στην χώρα, όντας εις θέση να μοιράζουν δυσεύρετα αγαθά ανά την επικράτεια.

Ο Βορόνιν έζησε τα εφηβικά και νεανικά ενήλικα χρόνια του σε μια πολυτάραχη, εντούτοις περίοδο ταχύτατων κοινωνικών εξελίξεων και αλλαγών στην ενδοχώρα της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Στάλιν είχε πεθάνει από εγκεφαλική αιμορραγία και η χώρα έμπαινε σε μία νέα εποχή, με τον Νικίτα Χρουστσόφ να εγκαινιάζει την πολιτική «ειρηνικής συνύπαρξης», ενώ η κόντρα με την Αμερική καλά κρατούσε.

Όπως πολύ εύστοχα είχε πει και ο Βλάντιμιρ Ζιρινόφκσι, «αν η Ρωσία ανέβαινε, αυτό σήμαινε ότι η Αμερική έπεφτε», αφού το κλίμα μεταξύ τους χαρακτηριζόταν «ηλεκτρισμένο», εν καιρώ πάντα Ψυχρού Πολέμου. Η χώρα βρισκόταν σε αναζήτηση προτύπων, ηγετικών φιγούρων και ηρώων, παρόμοιων με αυτών του αντίπαλου δέους, που θα εγκολπώνονται το «σοβιετικό όνειρο» και θα ενστερνίζονται την ιδεολογία του αρχηγού κράτους.



Ο Βορόνιν διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά ενός «γκαλάκτικο», ικανού να δεσπόσει στον γαλαξία ηρώων που αναδύονταν από το «ξεπάγωμα» της αυστηρής πολιτικής των προκατόχων του Χρουστσόφ. Μία αλλαγή πολιτικής ρότας που έμοιαζε να ευνοεί τις κατώτερες τάξεις της χώρας και να δίνει βήμα στην άνθηση και την ανάδειξη περισσοτέρων ταλέντων από τον χώρο του αθλητισμού. Την αρχή είχε ήδη κάνει ο Γιούρι Γκαγκάριν το 1961 και έπειτα ο Βαλέρι Μπρουμέλ, που κατέκτησε το χρυσό στο άλμα εις ύψος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1964.



Παρά ταύτα, στην «τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ’αύτο μένειν» χώρα της Σιβηρίας, ο Βορόνιν είχε ακόμη να περάσει από πολλούς σκοπέλους. Παράδοξο μεν, αλλά αληθινό δε, ο Βαλέρι ήταν ο πιο καλλιεργημένος ποδοσφαιριστής του σοβιετικού έθνους. Ένας πολύγλωσσος βιβλιοφάγος με παιδεία δυτικών προτύπων, που ξεσκόνιζε τακτικά κείμενα και έργα Αμερικανών και Άγγλων συγγραφέων και με αγάπη για την τζαζ, μουσικό είδος απαγορευμένο στο σοβιετικό κράτος. Χόμπι και προτιμήσεις που ισούνταν με «θανατική καταδίκη» στην γενέτειρά του.

Από μικρός ήρθε σε επαφή με άτομα ιδεολογιών που απείχαν από τα «πατροπαράδοτα» και ευρέως διαδεδομένα σοβιετικά φρονήματα της εποχής. Η ζωή του πολυμήχανου Βορόνιν, θα μπορούσε να παραλληλιστεί με εκείνη της πολύκροτης παρουσίας του συγγραφέα Μπόρις Παστερνάκ, με τον οποίο ο νεαρός διατηρούσε φιλικές σχέσεις, αφού επισκεπτόταν συχνά το μαγαζί του πατέρα του στο Περεντέλκινο. Ο Πάστερνακ πίστευε στην δύναμη της αποτυχίας, καθώς και στην εξαγωγή ζωτικής σημασίας συμπερασμάτων που μπορούσε κανείς να αντλήσει μέσα από αυτήν. Έλεγε «Δεν σου ζητούν πολλά. Απλά θέλουν από εσένα να μισείς τα πράγματα που αγαπάς και να αγαπάς αυτά που θέλουν αυτοί».



Η εκτόξευσή του στο Μουντιάλ του 1966 και η κατάκτηση της τέταρτης θέσης από την Σοβιετική Ένωση, αποτέλεσε το κερασάκι στην τούρτα για την πιο επιτυχημένη πορεία σε Παγκόσμιο Κύπελλο στην ιστορία του σοβιετικού κράτους, αλλά και την κορύφωση για την κορυφαία γενιά ονομάτων όπως ο Άλμπερτ Σεστέρνεφ, ο Λεβ Γιασίν, ο Βαλεντίν Ιβάνοφ και ο Έντουαρτ Στρέλτσοφ.

Η ασύγκριτη ικανότητά του να διαβάζει το παιχνίδι και να εξαπολύει πάσες απαράμιλλου κάλλους και ακρίβειας, σε ωθούσε να πιστέψεις ότι διέθετε το μαγικό ραβδάκι και μ’ένα λίκνισμα του αστραγάλου του, μπορούσε να δώσει τροχιά στη μπάλα με προορισμό τον συμπαίκτη του, με ακρίβεια που χαρακτήριζε καρδιολόγο χειρούργο. Αποτέλεσε ένα ξεχωριστό «εξάρι» με ανεπανάληπτες ανασταλτικές ικανότητες και τεχνική από το πάνω ράφι παικτών. Με σθένος και ρεσιτάλ τρεξιμάτων στον αγωνιστικό χώρο, θύμιζε ακόρεστη μηχανή, που για καύσιμό της είχε την φιλοδοξία να ξεχωρίζει σε κάθε ματς.



Το 1958 αποτέλεσε χρονιά ορόσημο για τον Βορόνιν, αφού η υπόθεση βιασμού του σοβιετικού αστεριού Έντουαρτ Στρέλτσοφ, ο οποίος καταδικάστηκε με 12 χρόνια κάθειρξη σε καταναγκαστικά έργα στα ψυχρά και απάνθρωπα Γκούλαγκς, στα βάθη της ανελέητης φύσης της Σιβηρίας (αφού και αυτός είχε σημειωθεί ως επικίνδυνος, η ζωή του οποίου θύμιζε πιο πολύ προσωπικότητας «σελέμπριτι» παρά ποδοσφαιριστή), παραλίγο να κατακρημνίσει το ποδοσφαιρικό οικοδόμημα της Τορπίντο.

Αντ’ αυτού, ο μόλις 19 τότε χρονών Μοσχοβίτης μέσος, ανέλαβε δράση και χάρις στις ηγετικές του ικανότητες, οδήγησε την ομάδα του σε δύο πρωταθλήματα και ένα κύπελλο, πρωτού τον χτυπήσει η κακοδαιμονία και τον πάρει η κατρακύλα, σε μία καριέρα που έμοιαζε να μην έχει ταβάνι.



Αν και ο Στρέλτσοφ επέστρεψε επτά χρόνια νωρίτερα από την 12χρονη ποινή που του είχε επιβληθεί, ο Βορόνιν συνέχισε να είναι ο σφυγμός στην μεσαία γραμμή των Μοσχοβιτών. Όχι μόνο αυτό, αλλά εκτός από το πρωτάθλημα που σήκωσε με την Τορπίντο Μόσχας το 1965, ανακηρύχθηκε παίκτης της χρονιάς στο Σοβιετικό πρωτάθλημα, μπροστά από τον μέντορά του, Στρέλτσοφ.

Παρά ταύτα, ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα το καλοκαίρι του 1969, τον βύθισε περαιτέρω στην γλυκιά άβυσσο που του πρόσφερε η άπλετη κατανάλωση αλκοόλ. Το μετατραυματικό στρες που αποκόμισε από το παρολίγον μοιραίο ατύχημα και η παραμόρφωση στο πρόσωπο που έκανε την Βασίλισσα Ελισάβετ να «προσκυνήσει» βραβεύοντάς τον για την ομορφιά του, τού κόστισε κάτι παραπάνω από την καριέρα του στον αθλητισμό. Ο ίδιος είχε ήδη ξεκινήσει το ποτό λίγο καιρό πριν, για να «πνίξει» προβλήματα της προσωπικής του ζωής, αλλά δεν ήξερε ότι τα προβλήματά του ήταν δεινοί κολυμβητές.



Με την αυτοπεποίθησή του στα τάρταρα και το φυσικό του κάλλος να τον έχει εγκαταλείψει, ο Βορόνιν έμοιαζε με πέτρα που ολοένα και κατρακυλούσε ταχύτερα στην βουνοπλαγιά. Οπαδοί και φίλοι είχαν ήδη διαγράψει την εικόνα του από το μυαλό τους και η παρέα του με τον Βλάντιμιρ Βισότσκι – μεγάλο πότη της εποχής – αντικατέστησαν τις ώρες προπόνησης με τους παλιούς συμπαίκτες του, που πλέον σπάνια τον έβλεπαν να περνά από το προπονητικό κέντρο. Οι τίτλοι τέλους δεν αργούσαν να πέσουν.

Ο Βαλέρι Βορόνιν δεν φοβήθηκε ποτέ την τελειότητα. Άλλωστε ήξερε ότι δεν μπορούσε να την αγγίξει. Όμως δεν έψαξε την γαλήνη που θα του πρόσφερε η ανιαρότητα και η ήρεμη ζωή, αφού αυτή είχε αποχωρήσει χωρίς επιστροφή. Όπως είχε πει και ο γνωστός δημοσιογράφος του 19ου αιώνα, Ουόλτερ Μπέιτζεχοτ «η μεγαλύτερη ευχαρίστηση στην ζωή είναι να καταφέρνεις όσα οι άνθρωποι λένε ότι δεν μπορείς να κάνεις».



Η μόρφωση και η επαναστατική φιγούρα του Βορόνιν, αποτέλεσε για τον παρακρατικό μηχανισμό μια αόρατη απειλή, όπως συχνά ονομάζονταν άτομα σαν και αυτόν. Ο Βαλέρι δεν φοβόταν να χάσει τίποτα άλλο εκτός από τις αλυσίδες του, γι’αυτό και πάλεψε ενάντια σε εκείνη την αρρωστημένη ιδεολογία και προπαγάνδα, γνωρίζοντας ότι είχε να κερδίσει έναν κόσμο ολόκληρο.



Επιμέλεια: Γιάννης Γατσούλης

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Σχετικά βίντεο

close menu
x