Σκέφτομαι πολλά από αυτά που έχουν συμβεί στον Φερνάντο Σάντος στα προηγούμενα περάσματά του από την Ελλάδα και αναρωτιέμαι τι τον έκανε να πει το «ναι» στον Ζαγοράκη και να επιστρέψει στην Ελλάδα για να αναλάβει τον ΠΑΟΚ. Για να μην παρεξηγηθώ, θέλω να γίνει κατανοητό ότι η όποια διστακτικότητα περίμενα από τον Σάντος δεν έχει να κάνει με τον ΠΑΟΚ και τα όποια προβλήματά του, αλλά αποκλειστικά με τον ίδιο και τα όσα του έχουν τύχει στα περάσματά του από την Ελλάδα.
Θυμίζω ότι ο Πορτογάλος ήρθε αρχικά στον Αρη και είχε συνομιλήσει με τους ανθρώπους του περίφημου Ζαχουδάνη, ο οποίος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φαντομάδες που πέρασαν από την Ελλάδα.
Οταν κατάλαβε ότι στη Θεσσαλονίκη θα ξεσπούσε θύελλα, μέσω κάποιων γνωριμιών τού τότε συνεργάτη του Γιάσμινκο Βέλιτς κατέληξε να συνεργαστεί με τον Μάκη Ψωμιάδη. Δεν ξέρω πόσοι θυμάστε την έναρξη της συνεργασίας. Την πρώτη μέρα της χρονιάς ο Πορτογάλος έμαθε ότι ο καλύτερός του παίκτης, ο Ντέμης Νικολαϊδης, δεν κατεβαίνει στις προπονήσεις διαμαρτυρόμενος για τη γενικότερη διοικητική κατάσταση της ΑΕΚ, τους Σκλαβενίτιδες, τα παιχνίδια της Νetmed με την Εnic κ.ά. Ενας άλλος θα αναρωτιόταν πού έμπλεξε, αλλά ο μαστρο-Σάντος δεν έχασε την ψυχραιμία του. Δεν συνέβη αυτό ούτε κι όταν λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς κι ενώ η ΑΕΚ ήταν πρώτη στη βαθμολογία, ο Μάκαρος τον απέλυσε γιατί του είχε πει ο Γιώργος ο Σαλονίκης ότι έμαθε πως συζητάει με τον Ολυμπιακό! Ο Σαλονίκης, άνθρωπος με χιούμορ, ήθελε να «βιδώσει» τον Μάκη και τα κατάφερε. Ο Ψωμιάδης τον επαναπροσέλαβε το ίδιο βράδυ, όταν έμαθε ότι οπαδοί της ΑΕΚ πολιόρκησαν το σπίτι του στο Κεφαλάρι ζητώντας του να μην πάει πουθενά, αλλά επειδή οι υποψίες τού είχαν μείνει τού είχε ξεκαθαρίσει ότι τον υποπτεύεται γιατί του μοιάζει παλιοχαρακτήρας! Σήμερα, νηφάλιος και σοφός, ο Μάκης λέει ότι ο Σάντος είναι ένας κύριος, αλλά τότε, λόγω και της έντασης, τον κατηγορούσε επειδή πρόσεχε τον Ζαγοράκη και τον Ντέμη πιο πολύ από τα δικά του παιδιά. «Εκλαιγε ο Λάκης στην αγκαλιά μου», φώναζε σαν στοργικός πατέρας ο Μάκαρος στο Κολωνάκι ξεκαθαρίζοντας ότι «ο Πορτογάλος που αγοράζει πουκάμισα στην Ομόνοια» πρέπει να παρακαλάει να μη γίνει εχθρός του.
«Καρπουζάς»
Τη δεύτερη χρονιά του στην Ελλάδα ο Πορτογάλος απολύθηκε από τον ΠΑΟ έπειτα από πέντε ματς χωρίς ποτέ κάποιος να του εξηγήσει τον λόγο που κρίθηκε ακατάλληλος. Λέγεται ότι γκρίνιαζαν οι ποδοσφαιριστές για τη σκληρή δουλειά και οι ρεπόρτερ επειδή ήταν απόμακρος, αλλά ουδέποτε του εξηγήθηκαν τα «γιατί» του «διαζυγίου». Οχι μόνο τον έδιωξαν, αλλά τον χλεύασαν κιόλας, «κολλώντας» του την ετικέτα «ο καρπουζάς του Εστορίλ». Το είχε γράψει ο Μένιος Σακελλαρόπουλος και το επαναλάμβαναν και οι διοικητικοί κι ας έλεγε ο Γιώργος Καραγκούνης ότι ο Σάντος ήταν ο καλύτερος κόουτς που πέρασε από την Παιανία.
Πέρασμα
Αλλος, έπειτα από τέτοιες εμπειρίες, δεν θα ήθελε να ξανακούσει για την Ελλάδα και τους ανθρώπους της, αλλά ο Σάντος φαίνεται ότι δεν κρατάει κακίες. Οταν ο Ντέμης Νικολαΐδης του το ζήτησε, επέστρεψε δύο μόλις χρόνια μετά τη φυγή του για να αναλάβει την ΑΕΚ που βρισκόταν ένα βήμα πριν από την απόλυτη καταστροφή. Στις δύο σεζόν που έμεινε στην ΑΕΚ κατάφερε να κάνει ένα μικρό θαύμα διεκδικώντας την πρώτη χρονιά τον τίτλο και παίρνοντας τη δεύτερη χρονιά το «εισιτήριο» για τα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Κι όμως και από το δεύτερο πέρασμά του από την ΑΕΚ εισέπραξε τελικά πιο πολλά παράπονα από μπράβο. Στο τέλος η συνεργασία του με την «Ενωση» λύθηκε, όχι γιατί ο ίδιος κουράστηκε να κάνει θαύματα με μια ομάδα με προϋπολογισμό πολύ μικρότερο από αυτόν του ΠΑΟ και του Ολυμπιακού (χωρίς να μιλάει για μπάτζετ), αλλά γιατί οι διοικούντες την ΑΕΚ δεν έμειναν ευχαριστημένοι από το θέαμα που πρόσφερε η ομάδα!
Στρωτές
Τι έδειξε ο Σάντος στην προηγούμενη παρουσία του στην Ελλάδα; Οτι μπορεί να βελτιώνει ποδοσφαιριστές, ότι μπορεί να φτιάχνει στρωτές ομάδες, ότι είναι ένας άψογος επαγγελματίας που δεν φοβάται τις δυσκολίες καμιάς αποστολής. Και τι εισέπραξε; Σεβασμό σίγουρα, αλλά και χλευασμό, πίκρα και αχαριστία. Κι όμως τώρα επιστρέφει για να αναλάβει τον ΠΑΟΚ με τις μεγάλες απαιτήσεις και τα τεράστια χρέη και μάλιστα στις προγραμματικές δηλώσεις του ανέφερε ότι σε δύο χρόνια θα μπορεί να παρουσιάσει μια ομάδα ικανή να χτυπάει πρωτάθλημα!
Κούραση
Ο Βασίλης Σαμπράκος έγραφε προχθές ότι, όταν ο Σάντος είχε φύγει από την ΑΕΚ και είχε αναλάβει την Μπενφίκα, δήλωνε κουρασμένος από την ελληνική εμπειρία και θεωρούσε παθογένεια του ελληνικού ποδοσφαίρου την έλλειψη υπομονής. Σήμερα που γύρισε κάποιος θα 'πρεπε να τον ρωτήσει τι τον γοητεύει στη διεστραμμένη ποδοσφαιρικά Ελλάδα που τείνει να γίνει δεύτερη πατρίδα του, υπενθυμίζοντάς του όσα έχει περάσει.
Σόουζα
Δεν μπορώ να δώσω μια απάντηση ούτε καν να κάνω μια εκτίμηση, γιατί ομολογώ ότι δεν είμαι από αυτούς που τον Σάντος τον καταλαβαίνουν καλά. Θυμάμαι όμως ότι ο Πάολο Σόουζα τον αποκαλούσε «ινζενιέρ», δηλαδή «μηχανικό», και μιλούσε με ξεχωριστό σεβασμό για τη μεθοδικότητα του κόουτς, την αγάπη του να βάζει τα πράγματα σε μια σειρά και την όρεξή του να δημιουργεί συνεχώς «projects». Προφανώς αυτά τα projects που στον Βασίλη έλεγε ότι τα έχει βαρεθεί είναι η ίδια του η ζωή. Ο λόγος που εξακολουθεί να δουλεύει ρισκάροντας.
Πεδίο
Μπορεί τελικά η ανοργάνωτη Ελλάδα να είναι το μεγάλο πεδίο δράσης του «ινζενιέρ» Φερνάντο, ο τόπος που ο ίδιος έψαχνε για να δει τις ιδέες του να εφαρμόζονται. Πολλές από αυτές τις είδαμε στην ΑΕΚ, στον ΠΑΟΚ το πράγμα θα είναι δυσκολότερο. Για την ώρα επισημαίνω ότι ο ΠΑΟΚ απέκτησε ξαφνικά τεράστιο αγωνιστικό ενδιαφέρον.
Ντιμπέιτ
Δεν ξέρω αν το (χθεσινό) ντιμπέιτ είναι μια κορυφαία πράξη δημοκρατίας, όπως κάπου διάβασα, ή αν είναι κάτι μάλλον άχρηστο και περιττό, όπως είπε η Αλέκα. Αυτό που ξέρω είναι ότι πρόκειται για κάτι ανυπόφορα βαρετό: ίσως για το πιο βαρετό τηλεοπτικό θέαμα της χρονιάς.
Πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει τηλεοπτική προεκλογική συζήτηση με τέτοιους όρους και τέτοια μεθοδολογία. Και φυσικά δεν πιστεύω ότι υπάρχει χώρα που οι δημοσιογράφοι θα δέχονταν να παίξουν έναν ιδιότυπο ρόλο συνομιλητών των υποψήφιων πρωθυπουργών (τυπικά όλοι τέτοιοι είναι) παραιτούμενοι από το δικαίωμα να ρωτήσουν ό,τι θέλουν. Αυτό που τελικά προκύπτει δεν είναι ντιμπέιτ, αλλά ένα είδος θεατρικής παράστασης στο οποίο οι μεν πολιτικοί παιδεύονται να κλέψουν λίγη συμπάθεια, οι δε δημοσιογράφοι παραιτούνται από τον ίδιο τον ρόλο τους ίσως και από αυτό που είναι η (τηλεοπτική τους) περσόνα η οποία στάθηκε και αιτία να επιλεγούν στο πάνελ. Στην πραγματικότητα οι συμμετέχοντες δημοσιογράφοι βγαίνουν σε αυτή την ιστορία πιο «αποστειρωμένοι» κι από τους πολιτικούς κι αυτό είναι πολύ άδικο, διότι όλοι είναι στη δουλειά τους σπουδαίοι. Αλλά για να το πω απλά: τι να την κάνω εγώ στο πάνελ την Ελλη Στάη, όταν της απαγορεύουν να χρησιμοποιήσει τη (γοητευτική συχνά) ειρωνεία της; Τι να τον κάνω τον Αλέξη Παπαχελά, όταν δεν του επιτρέπεται να καταθέσει τις ενίοτε μοναδικές πληροφορίες του και τι να τον κάνω τον Νίκο Ευαγγελάτο, όταν δεν μπορεί εκ της διαδικασίας να υψώσει τον τόνο της φωνής του επανερχόμενος στην ερώτηση που έκανε; Το ντιμπέιτ μού μοιάζει σαν υποχρεωτικό εκκλησίασμα στο οποίο όλοι βάζουν τα καλά τους για να τους δούμε.
Σας ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Προτιμώ τους ανθρώπους όπως είναι κι όχι όπως για ένα βράδυ φαίνονται. Ετσι κι αλλιώς επί της ουσίας η όλη διαδικασία δεν επηρεάζει παρά ελάχιστα το όποιο εκλογικό αποτέλεσμα. Στο πρώτο ντιμπέιτ θυμάμαι ότι ο Μιλτιάδης Εβερτ με όπλο τα εθνικά θέματα τα είχε πάει εμφανώς καλύτερα από τον Κώστα Σημίτη που δεν έγραφε και καλά στο γυαλί: όμως ο Σημίτης κέρδισε γιατί οι Ελληνες ήθελαν στην πλειοψηφία τους πρωθυπουργό και όχι τηλεστάρ.
Σε μια χώρα που ο κομματικός πατριωτισμός είναι ανάλογος με την οπαδική ποδοσφαιρική τοποθέτηση, το ντιμπέιτ αυτού του τύπου δεν έχει νόημα. Στο τέλος του θα ισχύει ό,τι έχει πει πριν από χρόνια ο Χάρρυ Κλυν: θα έχουν βγει όλοι νικητές και θα έχουν χάσει όλοι οι άλλοι.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






