«Τίποτα δεν συγκρίνεται με τη μοναξιά ενός γηπέδου μετά το ματς της Κυριακής». Αν θυμάμαι καλά, πρόκειται για ένα στίχο του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου. Παρ' όλο που το προχθεσινό παιχνίδι του Ολυμπιακού με τη Λάτσιο γινόταν Τρίτη βράδυ –έχουν αλλάξει τα πράγματα από την εποχή του μακαρίτη του ποιητή, όταν το ποδόσφαιρο ήταν κάτι σαν κυριακάτικο ρούχο, που το φορούσες μία φορά την εβδομάδα– τίποτα δεν μπορούσε να υπογραμμίσει πιο εκκωφαντικά, όχι τη μοναξιά, αλλά την ορφάνια του παιχνιδιού λόγω του άδειου γηπέδου.
Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι που μπορεί να προσφέρει σχεδόν την ίδια σε ένταση ικανοποίηση όταν το παρακολουθείς με εκείνη που απολαμβάνεις όταν αγωνίζεσαι ο ίδιος. Στην πρώτη περίπτωση το κοινό είναι που δίνει τον τόνο στο παιχνίδι, μια και χωρίς το κοινό να παρακολουθεί δεν υφίσταται θέαμα. Στη δεύτερη περίπτωση εκείνο που δίνει τον τόνο στο παιχνίδι είναι η παρέα που αποτελεί την ομάδα και η οποία μοιράζεται τη χαρά της νίκης ή την πίκρα της ήττας. Αυτή είναι μία πρώτη επισήμανση για το προχθεσινό παιχνίδι. Η δεύτερη αφορά την απόδοση της ομάδας και συνακόλουθα τις επιλογές του προπονητή. Η τρίτη έχει σχέση με τις δηλώσεις του τεχνικού διευθυντή του Ολυμπιακού μετά το παιχνίδι, που ερμηνεύτηκαν ως κριτική στις επιλογές του Τάκη Λεμονή.
Οι αντιρρήσεις του Ιβιτς στον τρόπο με τον οποίο ο προπονητής των «ερυθρολεύκων» έχτιζε την ομάδα από την περίοδο των μεταγραφών ήταν γνωστή. Δεν είναι τυχαίο το ότι προσπάθησε να αναγκάσει τον Λεμονή να αποδεχθεί μία ή δύο επιλογές ποδοσφαιριστών που αποτελούσαν μεταγραφικούς στόχους ή που αποκτήθηκαν. Ομως η δουλειά του τεχνικού διευθυντή δεν είναι να φτιάχνει την ενδεκάδα ή να επιλέγει την τακτική με την οποία θα αγωνιστεί η ομάδα. Αυτή είναι αρμοδιότητα του προπονητή.
Αν ο τεχνικός διευθυντής των «ερυθρολεύκων» θεωρεί ότι έχει προπονητικές δυνατότητες, ας τις καλλιεργήσει και ας τις δοκιμάσει σε κάποια ομάδα, αλλά όχι σε αυτήν που προπονεί κάποιος άλλος. Ο οποίος, άλλωστε, έχει και την ευθύνη. Υποθέτω ότι αν οι σχέσεις τεχνικού διευθυντή και προπονητή είναι καλές –για τους συγκεκριμένους ανθρώπους δεν γνωρίζω σε τι επίπεδο βρίσκονται–, μπορούν αυτοί οι δύο άνθρωποι, που εργάζονται για το καλό της ομάδας, να τις συζητήσουν. Η δημοσιοποίηση της κριτικής ή της διαφωνίας φέρνει μόνο προβλήματα.
Σε ό,τι αφορά την απόδοση της ομάδας και τις επιλογές του προπονητή τώρα. Η επιλογή του Λεμονή να αγωνιστεί με 4-5-1 απέναντι σε μία ομάδα που δεν έδειξε επικίνδυνη επικρίθηκε έντονα. Πολλοί υποστήριξαν ότι το 4-4-2 θα ήταν καλύτερο. Αυτοί οι πολλοί, όμως, δεν γνωρίζω αν ξέρουν καλύτερα από τον Λεμονή τον βαθμό ετοιμότητας της ομάδας, που, όπως φάνηκε και στο ματς με τον ΠΑΟ, δεν μπορεί ακόμα να είναι ομάδα 90 λεπτών.
Το προφανές είναι το ανεξήγητο κλείσιμο των «ερυθρολεύκων» πίσω από τη σέντρα μετά το γκολ του Γκαλέτι, γεγονός που επέτρεψε στους Ιταλούς να πιέσουν την άμυνα του Ολυμπιακού και να δημιουργήσουν ευκαιρίες, την ώρα που στο πρώτο ημίχρονο ήταν ακίνδυνοι. Από ό,τι γνωρίζουμε, τέτοια εντολή ο Λεμονής δεν έδωσε. Μάλιστα, κάποια στιγμή ακούστηκαν οι φωνές του, με τις οποίες ζητούσε από την ομάδα του να βγει μπροστά. Αρα τι έγινε; Πήραν οι παίκτες την πρωτοβουλία μόνοι τους;
Η δική μου εκτίμηση είναι ότι αυτός ο Ολυμπιακός είναι μία ομάδα χωρίς αυτοπεποίθηση, τουλάχιστον μέχρι τώρα. Το άγχος του προπονητή για το αποτέλεσμα και πιθανόν για την τύχη του στον πάγκο των «ερυθρολεύκων» είναι ένα άγχος που μεταφέρεται και στην ομάδα, με συνέπεια όλοι να έχουν τον νου τους στην προστασία του αποτελέσματος. Και αυτό είναι το μόνο για το οποίο προς το παρόν μπορεί κάποιος να κατηγορήσει τον προπονητή του Ολυμπιακού.
Η γκρίνια για τους επιτυχημένους
Νομίζω ότι η πατρότητα της φράσης ανήκει στον παλαιό προπονητή μπάσκετ της πρώην Σοβιετικής Ενωσης Αλεξάντρ Γκομέλσκι. Οταν τον είχαν ρωτήσει για τη συμβολή των Ελλήνων φιλάθλων στον θρίαμβο της Εθνικής μπάσκετ τον Ιούνιο του '87 είχε απαντήσει ότι οι Ελληνες δεν αγαπούν τα ομαδικά σπορ, αλλά τις νίκες σε αυτά. Και από τις αντιδράσεις αρκετών στην εμφάνιση της Εθνικής στο Ευρωμπάσκετ της Ισπανίας φαίνεται ότι «η αλεπού των πάγκων», όπως αποκαλούσαν τον Γκομέλσκι, δικαιώνεται ακόμα μία φορά.
Μερικές φορές αναρωτιέμαι τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί που γκρινιάζουν με τέτοια πράγματα. Πόσο σχετικοί είναι τελικά με το ίδιο το άθλημα και τις παραμέτρους του; Τι τους ενδιαφέρει περισσότερο; Μια επιτυχία που μπορεί να τονώσει τον εθνικό εγωισμό ή μια αποτυχία που θα τους δίνει την ευκαιρία να γίνονται δικαστές και να καταδικάζουν;
Στην αντίληψη πολλών από αυτούς που γκρινιάζουν για την αποτυχία της Εθνικής να πάρει την πρώτη θέση ή τουλάχιστον ένα μετάλλιο οι παίκτες είναι υποχρεωμένοι να κερδίζουν, ίσως μόνο και μόνο γιατί φορούν τη φανέλα της Εθνικής. Το γεγονός ότι στην έναρξη της προετοιμασίας της Εθνικής για το Ευρωμπάσκετ, όπως έραψε και ο Νίκος Παπαδογιάννης, οι εργομετρικές εξετάσεις έδειξαν συσσωρευμένη κούραση στους διεθνείς από μία γεμάτη –αγωνιστικά– χρονιά δεν τους απασχόλησε καθόλου.
Από το εξαντλητικό Μουντομπάσκετ, στο οποίο η ομάδα αυτή πήρε το αργυρό μετάλλιο, δηλαδή τη δεύτερη θέση στον κόσμο, οι παίκτες ακολούθησαν τον μαραθώνιο με τις αγωνιστικές υποχρεώσεις των ομάδων τους και πήγαν σχεδόν χωρίς ανάσα στην προετοιμασία για το Ευρωμπάσκετ. Αν είχαμε να κάνουμε με ρομπότ, θα τρέχαμε στον κατασκευαστή και θα τον πιάναμε από τον λαιμό για τις περιορισμένες δυνατότητες του προϊόντος. Εχουμε να κάνουμε, όμως, με ανθρώπους που και επιτυχημένοι είναι και αδιάφοροι δεν υπήρξαν. Διότι, αν ήταν αδιάφοροι, το ματς με την Ισπανία θα το έχαναν με 25 πόντους διαφορά και δεν θα ενδιαφέρονταν καθόλου να γυρίσουν αυτό με τους Σλοβένους. Οι γκρινιάρηδες, λοιπόν, καλό θα ήταν να ξανασκεφθούν αυτά τα πράγματα πριν ξανασταυρώσουν κάποιους για να ικανοποιήσουν τον εγωισμό τους.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






