Παλαιότερες

Το «πράσινο» φαινόμενο του μπάσκετ

Στο ελληνικό πρωτάθλημα όλα λιγοστεύουν. Ομως ο Παναθηναϊκός, αν και χωρίς ανταγωνισμό, δεν εγκατέλειψε τους μεγάλους στόχους
Κατά γενική εκτίμηση, το λεγόμενο επαγγελματικό μπάσκετ στην Ελλάδα δεν πάει καλά. Ομως, αυτό δεν εμπόδισε μια ελληνική ομάδα, τον πρωταθλητή Παναθηναϊκό, να προκριθεί στο φάιναλ φορ της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης στην Ευρώπη ύστερα από συνεχείς αποτυχίες δύο χρόνων.
Το γεγονός είναι σίγουρα ελπιδοφόρο για το μπάσκετ, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει και ένα φαινόμενο που ακούει στο όνομα Παναθηναϊκός. Γιατί σε μια εποχή που τα πάντα (θεατές, χορηγοί, τηλεθεάσεις και τηλεοπτικά δικαιώματα, ποιοτική στάθμη πρωταθλήματος) στο ελληνικό πρωτάθλημα έχουν λιγοστέψει, είναι απορίας άξιο πώς ο Παναθηναϊκός (σαν τη μύγα μες στο γάλα...) καταφέρνει να στέκεται στο ύψος προηγούμενων χρόνων.
Δεν βρισκόμαστε, άλλωστε, στα μέσα του '90, όταν ο ενθουσιασμός, αλλά και ο ανταγωνισμός (με τον «αιώνιο» αντίπαλο Ολυμπιακό) είχαν οδηγήσει τον Παναθηναϊκό σε τρία συνεχή φάιναλ φορ, από τα οποία το τελευταίο ήταν και το τυχερό, μιας και σε αυτό το ελληνικό μπάσκετ ανέδειξε, για πρώτη φορά, μια ομάδα του στην κορυφή της Ευρώπης. Ούτε και βρισκόμαστε στις αρχές του 2000, όταν οι «πράσινοι» συνέχιζαν να πορεύονται με την κεκτημένη ταχύτητα των προηγούμενων χρόνων, αλλά και την αλαζονεία που τους δημιουργούσε η αναμφισβήτητη πλέον παντοκρατορία τους στον ελληνικό χώρο.
Τώρα, με τρεις ευρωπαϊκούς τίτλους και έξι ελληνικά πρωταθλήματα στα επτά τελευταία χρόνια και (το κυριότερο...) το μεγάλο αντίπαλό του Ολυμπιακό εκτός μάχης, ο Παναθηναϊκός χρειαζόταν ένα νέο κίνητρο για να υπερβεί τη μίζερη ελληνική πραγματικότητα και να βάλει υψηλούς διεθνείς στόχους. Πόσο μάλλον να τους πετύχει!
Ανεξάρτητα από το αγωνιστικό αποτέλεσμα που θα έχει η συμμετοχή του Παναθηναϊκού στο φάιναλ φορ της Μόσχας, είναι βέβαιο πως προσφέρει από τώρα ένα δυνατό ξύπνημα στο εν υπνώσει ευρισκόμενο ελληνικό μπάσκετ και δημιουργεί ελπίδες για κάτι καλύτερο στο μέλλον. Αλλωστε, η φασαρία που προκλήθηκε κατά την πορεία του Παναθηναϊκού προς τη Μόσχα ήταν και μεγάλη και εποικοδομητική. Γιατί, χάρη και στην τηλεόραση, η οποία για πρώτη φορά έδειξε ματς της Ευρωλίγκας, το μεγάλο μπάσκετ επέστρεψε στα ελληνικά σπίτια, με πρώτο αποτέλεσμα την παρουσία 18.000 θεατών στο καθοριστικό τρίτο ματς με την Εφές Πίλσεν. Οπως αποδείχθηκε, όχι για λόγους «εθνικούς», αλλά για καθαρά αθλητικούς!
Το μπάσκετ πάει να πάρει τη ρεβάνς; Είναι νωρίς να το πει κανείς. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Παναθηναϊκός σε καιρούς δύσκολους πέτυχε ένα θαύμα και έδειξε ένα δρόμο. Γι' αυτό και αξίζει μια εμβάθυνση στα πρόσωπα που τον οδήγησαν μέχρις εδώ.
ΑΔΕΛΦΟΙ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΙ: Οι τελευταίοι αμετανόητοι χρηματοδότες στο ελληνικό μπάσκετ, γεγονός που αναγνώρισε πρόσφατα και ο «αιώνιος» αντίπαλος, διά του Πέτρου Κόκκαλη, υιού του «ερυθρόλευκου» προέδρου Σωκράτη. Ο Παναθηναϊκός είναι γι' αυτούς το κραυγαλέο πάθος μιας, κατά τα άλλα, αθόρυβης ζωής. Ενα πάθος που, κατά καιρούς, τους έσπρωξε όχι μόνο σε οικονομικές (κορυφαία η απόκτηση και η αποζημίωση του Ντομινίκ Ουίλκινς), αλλά και σε άλλου είδους ακρότητες, για τις οποίες δεν απέσπασαν εγκωμιαστικά σχόλια. Πρόσφατο παράδειγμα η εισβολή του προέδρου Θανάση στον αγωνιστικό χώρο κατά τη διάρκεια του πρώτου αγώνα με την Εφές Πίλσεν και η αποβολή του από τους διαιτητές. Με αφορμή τέτοιους είδους συμπεριφορές, κάποιοι τους απέδωσαν χαρακτηρισμούς που σίγουρα τους αδικούν. Αλλωστε, με τον τρόπο που διαχειρίστηκαν τους 18.000 φίλους του Παναθηναϊκού στο τρίτο ματς με την Εφές Πίλσεν, απόδειξαν ότι μπροστά σε δύσκολες καταστάσεις, ξέρουν να προστατεύουν το κύρος το δικό τους, του Παναθηναϊκού και ολόκληρου του ελληνικού αθλητισμού. Ολοι τους αναγνωρίζουν ότι εδώ και πολλά χρόνια το μπάσκετ του Παναθηναϊκού είναι απολύτως εξαρτημένο από τη δική τους χρηματοδότηση, για την οποία ποτέ δεν έκαναν δεύτερες σκέψεις και συμβιβασμούς. Ομως αυτή η πραγματικότητα έχει και την αρνητική της πλευρά, που δεν είναι άλλη από την πλήρη αποχή του Παναθηναϊκού από τα οικονομικά γίγνεσθαι της αγοράς. Γιατί οι Γιαννακόπουλοι αρνούνται (όπως λέει το περιβάλλον τους) να βάζουν δισεκατομμύρια και να εισπράττουν πενταροδεκάρες...
ΖΕΛΙΚΟ ΟΜΠΡΑΝΤΟΒΙΤΣ: Είναι 6 χρόνια στον Παναθηναϊκό, έχει κερδίσει μαζί του δύο ευρωπαϊκούς τίτλους και έχει χάσει μόνο μία φορά το πρωτάθλημα. Στην αρχή της καριέρας του πολλοί βιάστηκαν να τον θεωρήσουν τυχερό, αλλά στη συνέχεια κέρδισε τη γενική αναγνώριση, μέσα από τη σκληρή δουλειά και την εμμονή του σε αρχές και πιστεύω. Απλός στη συμπεριφορά του, κοιτάζει τους πάντες στα μάτια και κερδίζει την εμπιστοσύνη τους. Οι φίλοι του Παναθηναϊκού τον λατρεύουν και από τις εξέδρες φωνάζουν ρυθμικά το όνομά του συχνότερα από οποιουδήποτε παίκτη. Ολ' αυτά τα χρόνια στον Παναθηναϊκό αποδείχθηκε αποτελεσματικός, είτε διαθέτοντας σταρ τύπου Μποντιρόγκα (ή Ρέμπρατσα) είτε όχι - όπως, για παράδειγμα, φέτος. Στα μεγάλα του «συν» καταγράφεται ότι καταφέρνει να μοιράζει το χρόνο συμμετοχής σε 12 παίκτες, χωρίς να ακούγονται παράπονα, παρ' ότι είναι βέβαιο ότι σχεδόν όλοι αυτοί οι παίκτες θα ήθελαν να έπαιζαν περισσότερο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ: Σπάνια περίπτωση παίκτη, ο οποίος, αν και προερχόμενος από αρκετά κατώτερη ομάδα και έχοντας σχεδόν ασήμαντες διεθνείς εμπειρίες, καθιερώθηκε (ή μάλλον έγινε αναντικατάστατος) σε μια μεγάλη ομάδα σαν τον Παναθηναϊκό. Το μεγάλο του πλεονέκτημα είναι ότι κάνει σχεδόν τα πάντα μέσα στο γήπεδο, με αποτέλεσμα να τον λατρεύουν προπονητής και συμπαίκτες. Αν και γκαρντ, κατεβάζει τα ριμπάουντ με τρομερή ευκολία και παράλληλα αμύνεται με εκπληκτικό τρόπο απέναντι σε δύο ή και τρεις αντιπάλους ταυτόχρονα. Κλέβει, οργανώνει, διεισδύει, «ποστάρει». Ολα, στη συσκευασία του ενός! Βασικό του μειονέκτημα το εξωτερικό σουτ, το οποίο όμως σιγά σιγά όλο και βελτιώνει. Αν και δεν είναι αργός, υστερεί λίγο στον τομέα της έκρηξης, πράγμα που τον δυσκολεύει απέναντι σε παίκτες με πολύ γρήγορα πόδια. Ομως τα μακριά του χέρια και ο τρόπος που διαβάζει τις φάσεις στην άμυνα, του παρέχουν πλεονεκτήματα, σπάνια για παίκτες που αγωνίζονται στη δική του θέση.
ΓΙΑΚΑ ΛΑΚΟΒΙΤΣ: Αν ο Διαμαντίδης είναι το σταθερό σασί αυτής της ομάδας, ο μικρόσωμος Σλοβένος είναι η αιχμή του δόρατος - αν όχι ο ηγέτης της. Το γεγονός αυτό έχει σχολιαστεί ποικιλοτρόπως μέχρι σήμερα και κυρίως από την άποψη ότι ο Λάκοβιτς υπολείπεται κατά πολύ, για παράδειγμα, του Μποντιρόγκα, ο οποίος ήταν πριν από αυτόν ο διευθυντής της «πράσινης ορχήστρας». Στην πραγματικότητα, όμως, τέτοιου είδους συγκρίσεις είναι άστοχες. Οχι μόνο γιατί πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικούς παίκτες, αλλά και γιατί το ίδιο το μπάσκετ έχει αλλάξει, με συνέπεια άλλα να είναι πια τα ζητούμενα από τους παίκτες που προορίζονται για να κάνουν τη διαφορά. Το βέβαιο είναι πάντως ότι ο Σλοβένος με το παιδικό πρόσωπο στα δύο ματς με την Εφές (και κυρίως στο πρώτο που τα πράγματα ήταν εξαιρετικά δύσκολα) απέδειξε ότι διαθέτει τις απαιτούμενες ψυχικές αρετές για να είναι πράγματι ο ηγέτης του Παναθηναϊκού. Μέσα στο φλογισμένο «Αμπντί Ιμπεκτσί» επέδειξε μια απίστευτη «πολεμική αρετή», την οποία στον τρίτο αγώνα συνδύασε με την επιθετική αποτελεσματικότητα που χρειαζόταν για να οδηγήσει τον Παναθηναϊκό στο φάιναλ φορ. Τώρα στο «πράσινο» στρατόπεδο όλοι ξέρουν ότι στα δύσκολα ο μικρός στο σώμα, αλλά μεγάλος στην ψυχή Γιάκα Λάκοβιτς καθαρίζει!

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x