Η πρόκριση της Λίβερπουλ επαναφέρει στην επικαιρότητα την παλιά καλή συζήτηση για το «ειδικό βάρος της φανέλας». Πρόκειται για την αγαπημένη επισήμανση που γίνεται από όλους μας όταν δυσκολευόμαστε να εξηγήσουμε μια επιτυχία την οποία δεν είχαμε προβλέψει. Παραδόξως, η φράση, αν και κλισέ, δεν έχει ακόμα κατρακυλήσει στην κόλαση της κοινοτοπίας, εκεί που συναντά κανείς όρους όπως «η μητέρα όλων των μαχών», «ο άγραφος νόμος του ποδοσφαίρου τιμωρεί» κ.λπ. Αν και χιλιοειπωμένη, παραμένει αξιωματική.
Ποιο είναι το μέτρο βάρους μιας φανέλας και γιατί η φανέλα π.χ. της Λίβερπουλ είναι πιο βαριά από αυτή της νέας πρωταθλήτριας Αγγλίας Τσέλσι, που τη νίκησε τρεις φορές φέτος στο νησί; Η απορία μοιάζει περίπου αναπάντητη. Αλλά δεν είναι.
Δικαιολογία
Οποιος αντιμετωπίζει το ζήτημα κυνικά, μπορεί να υποστηρίξει ότι το βάρος μιας φανέλας είναι μία πρώτης τάξεως δικαιολογία για να εξηγηθούν τα ανεξήγητα. Που ήταν, σου λένε, η φανέλα και οι μαγικές της ιδιότητες τα είκοσι τελευταία χρόνια; Γιατί δεν πρόκοψε και τις άλλες χρονιές η Λίβερπουλ με όπλο τη φανέλα της ή τους άγραφους νόμους του «Ανφιλντ»; Μήπως όλα αυτά είναι μια προσπάθεια να ωραιοποιηθεί το ποδόσφαιρο σκοπιμότητας που έπαιξε και που δεν ταιριάζει σε μια ομάδα που λέγεται –και είναι– μεγάλη; Και πόσες, τέλος πάντων, είναι οι βαριές φανέλες μπροστά στις οποίες πρέπει να προσκυνάμε σαν να πρόκειται για το «Εν Τούτω Νίκα», του Κωνσταντίνου;
Ελάχιστες
Ας αρχίσουμε από το τελευταίο: δεν χωρά αμφιβολία ότι αυτές οι φανέλες είναι λίγες. Ελάχιστες. Αν τις μετρούσα, θα προκαλούσα εκείνους που υποστηρίζουν ομάδες που –κατά τη γνώμη μου– θεωρούν μεγάλες. Δεν φοβάμαι τις ενστάσεις τους και το ξέρετε, απλώς δεν είναι αυτή η πρόθεσή μου. Πάμε παρακάτω.
Παρενθέσεις
Πώς αποκτά βάρος μια φανέλα; Εδώ η απάντηση είναι αληθινά δύσκολη. Το προφανές, δηλαδή οι τίτλοι, δεν είναι απαραίτητα η ορθή απάντηση. Κάθε ομάδα που έχει κάνει μια ευρωπαϊκή επιτυχία δεν αποκτά αυτόματα βαριά φανέλα: αν ήταν έτσι το πράγμα, θα είχε μάλλον εκφυλιστεί. Ευρωπαϊκά τρόπαια –και μάλιστα σπουδαία– έχουν κατακτήσει ομάδες που προσωπικά νομίζω ότι σήμερα τρομάζουν κανέναν. Η Πάρμα και η Λάτσιο. Η Αστον Βίλα. Η Μπορούσια Ντόρτμουντ. Η φετινή Πόρτο. Ολες υπήρξαν κατά καιρούς όμορφες παρενθέσεις στις επιτυχίες των μεγάλων, αλλά καμία από αυτές τις ομάδες δεν κατάφερε να φτιάξει τη μυθολογία της.
Μυθολογία
Αυτή η τελευταία λέξη είναι το «κλειδί» του μυστηρίου: η μυθολογία! Αυτό –νομίζω– διαφοροποιεί τελικά τις ομάδες και τις χωρίζει σε αυτές που έχουν βαριά φανέλα και στις άλλες, που δεν έχουν. Οσες δεν είναι αληθινά μεγάλες έχουν απλώς ιστορία, όχι όμως και μυθολογία. Οι ομάδες-μύθοι του καιρού μας είναι εκείνες που συνέδεσαν τις επιτυχίες τους με αρετές που με το πέρασμα του θεού Χρόνου μυθοποιήθηκαν: η Ρεάλ ελέγχει το ευρωπαϊκό παρασκήνιο, η Μίλαν είναι η ομάδα του πανίσχυρου Μπερλουσκόνι, ο Αγιαξ έχει εκπληκτικές ακαδημίες που μεταμορφώνουν τους ρούκουνες σε υπερπαίκτες και ειδικά στο «Ανφιλντ» η Λίβερπουλ μπορεί να αποκλείσει οποιονδήποτε αντίπαλο. Ολα αυτά μπορεί και να ισχύουν ή και να είναι υπερβολικά. Σημασία έχει όμως ότι λειτουργούν στο παγκοσμιοποιημένο ποδοσφαιρικό υποσυνείδητο –κυρίως– όταν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Ετσι, κάθε σφύριγμα που η Ρεάλ παίρνει γίνεται το προϊόν ενός μηχανισμού υποστήριξης, κάθε ξανθομπούμπουρας Ολλανδός είναι ο νέος Κρόιφ και από το «Ανφιλντ» δεν περνάει κανείς. Η άποψη του Πιραντέλο («έτσι είναι αν έτσι νομίζετε») στο ποδόσφαιρο είναι αξίωμα.
Μύθος
Αυτός που φτιάχνει τους μύθους του ξέρει και να τους συντηρεί. Και, το σπουδαιότερο, αντλεί τη δύναμή του από αυτούς. Αντίθετα, όποιος δεν έχει δημιουργήσει τους μύθους του, κάποια στιγμή βλέπει σαν βουνό μπροστά του τους μύθους του αντιπάλου του. Η Λιβερπούλ στο αγγλικό πρωτάθλημα αντιμετωπίστηκε από την Τσέλσι σαν ξεπεσμένη αριστοκράτισσα. Στον ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ (και όχι στον πρώτο γύρο της διοργάνωσης), οι Αγγλοι παίκτες της ειδικά έβλεπαν μπροστά τους τον Νταλγκλίς, τον Κίγκαν, τον Σούνες, τον Γουίλαν, τον Σάμι Λι με την «κούπα» του πρωταθλητή Ευρώπης στα χέρια. Αυτούς έπρεπε να αποκλείσουν, αυτούς που στοίχειωσαν τα παιδικά τους χρόνια: από όποια πλευρά κι αν το δεις, δεν είναι εύκολο.
Θρησκεία
Η φανέλα και η μυθολογία από μόνες τους δεν κάνουν τίποτα. Στις ειδικές στιγμές όμως πραγματικά κάνουν τη διαφορά, γιατί επιβάλλονται στο υποσυνείδητο του αντιπάλου σαν αθεράπευτοι φόβοι, αρχέγονοι, θαρρείς, τρόμοι. Στην πραγματικότητα, η Λίβερπουλ είναι κάτι σαν θρησκεία και ο αποκλεισμός της, από αγγλική ομάδα ειδικά, θα ήταν ασυγχώρητο αμάρτημα. Η Τσέλσι δεν είναι ούτε καν αίρεση. Αν σταθείς απέναντι σε ό,τι αντιπροσωπεύει το βάρος της φανέλας της, μοιραία θα τρομάξεις: είναι άλλωστε ιστορικά αποδεδειγμένο πως είναι πολύ δύσκολο να γίνεις αιρετικός. Η Τσέλσι μπήκε την Τρίτη το βράδυ σε ένα ναό και μάλιστα από τους πιο μπαρόκ που υπάρχουν στην Ευρώπη. Θα ήταν θαύμα να μην ένιωθε κανένα απολύτως δέος μπροστά στη μεγαλοπρέπειά του.
Σενάριο
Εχω δει τη Λίβερπουλ να γίνεται παιχνιδάκι από κάποια Τζένοα. Να ταλαιπωρείται από τη Βασιλεία, να μπλέκει με τη Βαλένθια. Δεν αποκλείω του χρόνου να την αποκλείσει κάποια ομαδούλα, που δεν θα νιώσει άβολα απέναντί της σε μια κρίσιμη ώρα. Αμφιβάλλω όμως αν υπάρχουν πολλές ομάδες που δεν θα ένιωθαν άβολα απέναντι στη Λίβερπουλ σε μια κρίσιμη στιγμή, όπως είναι ο ημιτελικός του Τσάμπιονς Λιγκ. Γιατί, ειδικά μια τέτοια στιγμή, δεν μπορεί παρά να είναι το ιδανικό σκηνικό πάνω στο οποίο στήνεται το σενάριο της μυθολογίας της…
Σπάει ταμεία
Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ είναι ο πιο ακριβοπληρωμένος ποδοσφαιριστής στον κόσμο και ταυτόχρονα η απόδειξη του γιατί η Ρεάλ Μαδρίτης φέτος θα μείνει πάλι χωρίς τίτλο.
Στη λίστα των ακριβοπληρωμένων αθλητών η περίπτωση του Μπέκαμ είναι η κλασική εξαίρεση, που δείχνει ότι στο ποδόσφαιρο κάτι δεν πάει καλά. Ο Τάιγκερ Γουντς, που κερδίζει πέντε φορές τα χρήματα του «Μπεκς», είναι ο καλύτερος παίκτης γκολφ στον κόσμο και δικαίως σπάει ταμεία. Ο Μίκαελ Σουμάχερ, που τον ακολουθεί, είναι αναμφισβήτητα ο κορυφαίος οδηγός. Ο Αρτσι Μάνινγκ και ο Σακίλ Ο' Νιλ, στο αμερικανικό ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ του ΝΒΑ αντίστοιχα, έχουν αποδείξει ότι κάνουν τη διαφορά, όπως συνέβαινε με τον Μάικλ Τζόρνταν, που λογικά κεφαλαιοποιεί ακόμα το θρύλο που δημιούργησε νικώντας.
Η λίστα των πλουσιότερων ποδοσφαιριστών, αντίθετα, είναι η επιτομή της αδικίας. Ο Μπέκαμ προηγείται (και πιθανότατα θα κέρδιζε τα ίδια και περισσότερα αν ήταν ροκ σταρ ή ηθοποιός), ακολουθούν ο Ρονάλντο και ο Ζιντάν και έπονται ο Κρίστιαν Βιέρι (αναπληρωματικός στην Ιντερ) και ο Αλεσάντρο ντελ Πιέρο (ημιβασικός στη Γιουβέντους): ανάθεμα αν ένας από όλους αυτούς μπορεί να παινευτεί για κάτι που έκανε στους αγωνιστικούς χώρους τη φετινή χρονιά! Είναι φανερό ότι το σύστημα έχει φρακάρει και όλα χρειάζονται επειγόντως διόρθωση, όπως συμβαίνει στο Χρηματιστήριο.
Τα περισσότερα χρήματα όλοι αυτοί τα κερδίζουν από τη διαφήμιση, γεγονός που δημιουργεί την υποψία ότι το ποδόσφαιρο του καιρού μας βγάζει περισσότερους πρωταγωνιστές για διαφημίσεις από μεγάλους παίκτες. Το κακό δεν είναι ότι αν ο Μπέκαμ ήταν φαλακρός και σκούρος δεν θα ήταν ο πιο ακριβοπληρωμένος: το αληθινό πρόβλημα είναι ότι ο χορηγός του (που είναι και χορηγός της ομάδας ή της διοργάνωσης στην οποία αγωνίζεται) αύριο θα επιδιώξει την παρουσία του: κάποτε οι παίκτες πληρώνονταν πολλά για να παίζουν, σήμερα πληρώνονται ακόμα περισσότερα για να εμφανίζονται – νομίζω ότι καταλαβαίνει κανείς το τραγικό της διαφοράς.
Ισως ακούγεται υπερβολικό αλλά σε λίγα χρόνια δεν θα γίνεται σκάουτινγκ αλλά κάστινγκ! Ηδη στην Αγγλία αναζητείται επειγόντως ο νέος Μπέκαμ για να στηθεί μια νέα κερδοφόρα πολυεθνική επιχείρηση γύρω του. Αν είναι ωραίος και γράφει στο φακό, θα του βρούμε και μια Ρεάλ να παίζει…
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






