Mε το τέλος του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών η εθνική ομάδα περνά σε δεύτερο πλάνο όσον αφορά στο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Υποθέτω ότι σε πολλούς έχουν τελειώσει και τα καρφιά, που με γαλαντομία χρησιμοποίησαν για να τη σταυρώσουν. Αλλωστε, πρέπει οι ποδοσφαιριστές να κάνουν και διακοπές, όσες προλάβουν δηλαδή. Ετσι, σιγά σιγά όλοι αρχίζουν να κοιτάζουν προς τις ομάδες τους, πόσο μάλλον όταν η συγκεκριμένη περίοδος είναι εκείνη κατά την οποία ανανεώνεται το αγωνιστικό δυναμικό, γίνεται η προετοιμασία και η οροθέτηση στόχων για την ερχόμενη περίοδο. Το μεταγραφικό πάρε δώσε δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί για να μπορέσουμε να έχουμε συνολική εικόνα για την ποιότητα των ποδοσφαιριστών που ήρθαν από το εξωτερικό –κυρίως– αφού αυτοί τις περισσότερες φορές είναι οι «κράχτες», που φέρνουν τον κόσμο στα γήπεδα.
Η αλήθεια είναι ότι μόνον ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟ έχουν την οικονομική δυνατότητα να φέρουν μεγάλα ονόματα στην Ελλάδα, που θα κάνουν αίσθηση. Ομως δεν μπορούν, όσο κι αν το θέλουν, να προσελκύσουν ονόματα που βρίσκονται στην ποδοσφαιρική ακμή τους. Οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές που έρχονται είναι συνήθως παίκτες που έχουν ξεπεράσει τα 30 και οι οποίοι πολύ δύσκολα θα έβρισκαν ένα καλό συμβόλαιο σε ομάδα μιας προηγμένης ποδοσφαιρικά χώρας, η οποία μάλιστα να έχει και δικαίωμα συμμετοχής στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι τέτοιας ηλικίας ποδοσφαιριστές δεν μπορούν να παίξουν καλό ποδόσφαιρο, αλλά, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι κινήσεις με χρονική εμβέλεια που να ξεπερνά τη διετία –στην καλύτερη περίπτωση.
Ο ερχομός τους εδώ έχει αφενός μια εμπορική διάσταση που προσφέρει σημαντική ενίσχυση στα ταμεία των ομάδων και αφετέρου με την εμπειρία τους μπορούν να βοηθήσουν τις ομάδες να πετύχουν μια διάκριση εκτός ελληνικών συνόρων και να καταξιωθούν στην ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική πραγματικότητα. Φυσικά, η καταξίωση έρχεται ύστερα από επαναλαμβανόμενες διακρίσεις και όχι με μια επιτυχία-φωτοβολίδα.
Τη διάκριση μία ομάδα μπορεί, αν σταθεί και λίγο τυχερή, να την πετύχει, αλλά η πρόκληση είναι να συνεχίσει να βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο αγωνιστικής παρουσίας. Η συμπεριφορά και ο σχεδιασμός των δύο μεγάλων του ποδοσφαίρου σε ό,τι αφορά στην ευρωπαϊκή διάκριση είναι απελπιστικά βραχυπρόθεσμος. Ο πήχης της διάκρισης έχει τοποθετηθεί πολύ χαμηλά, αφού ενδεχόμενη πρόκριση από τη φάση των ομίλων θεωρείται σημαντική, κάτι που δείχνει τη θέση στην οποία βρίσκεται το ελληνικό ποδόσφαιρο σε επίπεδο συλλόγων.
Οι δύο μεγάλοι του ποδοσφαίρου, σαν νεόπλουτοι μεγαλοπιάνονται με την ιδέα της ευρωπαϊκής διάκρισης, γιατί κάτι πρέπει να πουλήσουν στους πελάτες τους, που δεν ικανοποιούνται πλέον με τη μιζέρια της κατάκτησης του ελληνικού πρωταθλήματος. Και αυτή την καραμέλα οι δύο μεγάλοι θα την πιπιλάνε μέχρι να αποκτήσουν τις πραγματικές δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Το πότε μπορεί να συμβεί αυτό, δεν μπορώ να το ξέρω. Παρατηρώ όμως την πορεία μετασχηματισμού της Λιόν, από μικρή –για τα ευρωπαϊκά πρότυπα- ομάδα σε μεσαία. Μια προσπάθεια που ξεκίνησε ουσιαστικά πριν από δέκα χρόνια και έφτασε πέρυσι τη γαλλική ομάδα στους οκτώ, με έναν ετήσιο προϋπολογισμό που φτάνει τα 100 εκατομμύρια ευρώ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι μόνο οι πλούσιοι μπορούν να φτάσουν ψηλά, αλλά το χρήμα βοηθάει. Επίσης, τόσο οι «κόκκινοι» όσο και οι «πράσινοι» πρέπει να είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους, τους οπαδούς τους και τους στόχους τους. Οταν ισχυρίζεσαι ότι κυνηγάς την ευρωπαϊκή διάκριση, πρέπει να το αποδεικνύεις και όχι να αρκείσαι στην προσοδοφόρο μικροδιαχείρηση των εσόδων που σου αποφέρει η συμμετοχή στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






