Παλαιότερες

Η μεγάλη δικαίωση της φιλοσοφίας του «δράκου» (Sportday / Δ.Χρυσάνθης)

Ας ξεκινήσουμε πρώτα από τα γεγονότα. Eπειτα από μια δεκαετία συνεχούς παρουσίας στην ελίτ του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου μπάσκετ, η Εθνική μας ομάδα βρέθηκε για τελευταία φορά στην τετράδα μιας μεγάλης διοργάνωσης το 1998, στο Μουντομπάσκετ της Αθήνας. Τότε η τέταρτη θέση είχε θεωρηθεί αποτυχία, διότι είχαμε χορτάσει από τέταρτες θέσεις στις προηγούμενες διοργανώσεις. Τα επόμενα χρόνια, που μόνο... σφαλιάρες επιφύλαξαν για το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, απέδειξαν πόσο μεγάλη επιτυχία ήταν.

Επιτυχία, που επαναλαμβάνεται φέτος. Επτά ολόκληρα χρόνια μετά, αλλά μ' έναν κοινό παρανομαστή. Το όνομά του; Παναγιώτης Γιαννάκης. Ο προπονητής της ομάδας του 1998 είναι προπονητής και της ομάδας του 2005, που ελπίζουμε ότι δεν θα σταματήσει εδώ, αλλά θ' ανέβει στο βάθρο, για πρώτη φορά μετά το Ευρωμπάσκετ του 1989, στο Ζάγκρεμπ.
Ο «δράκος» έχει γίνει γνωστός για πολλά πράγματα σ' αυτά τα 30 χρόνια που ασχολείται με το μπάσκετ. Ανάμεσα σ' αυτά είναι η πίστη του σ' αυτό που κάνει και η επιμονή του μέχρι να τα καταφέρει. Χάρη σ' αυτά έγινε ένας από τους κορυφαίους παίκτες της Ευρώπης στην εποχή του, χάρη σ' αυτά διαπρέπει κι ως προπονητής. Χάρη σ' αυτήν την πίστη και την επιμονή του η Εθνική μας ομάδα επέστρεψε στην ελίτ του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου μπάσκετ, μιας και δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι του χρόνου θ' αγωνιστεί και πάλι, μετά το διάλειμμα της Ιντιανάπολις, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ιαπωνίας.

Το πλάνο

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης ανέλαβε την Εθνική ομάδα όταν, αμέσως μετά το Ευρωμπάσκετ της Σουηδίας, ο Γιάννης Ιωαννίδης αποφάσισε ν' ασχοληθεί με την πολιτική. Στο μυαλό του είχε ένα πολύ συγκεκριμένο πλάνο συγκρότησης της ομάδας, που, όπως κατ' επανάληψη έχει τονίσει τον τελευταίο ενάμιση μήνα, δεν αποσκοπούσε σε κάποια πρόσκαιρη επιτυχία σε μία διοργάνωση, αλλά στη δημιουργία ενός συνόλου ικανού να πρωταγωνιστεί διαρκώς τα επόμενα χρόνια. Κι έκανε σαφείς τις προθέσεις του από την αρχή. Η παλιά φρουρά, που εν πολλοίς είχε μπολιαστεί με τις αποτυχίες των προηγούμενων ετών, έπρεπε ν' αποχωρήσει και να δώσει τη θέση της σε νέα, πιο φρέσκα παιδιά.

Οταν πέρυσι το καλοκαίρι ανακοίνωσε τις κλήσεις του για την προετοιμασία εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων, το όνομα του Γιώργου Σιγάλα δεν υπήρχε μέσα σ' αυτές. Ο αρχηγός έκλεινε τον κύκλο του στην Εθνική και λίγο αργότερα, όταν η αποστολή επέστρεψε από τα βουνά του Καρπενησίου, «κόπηκε» ένας ακόμα παίκτης με μακρόχρονη θητεία στην ομάδα, ο Ευθύμης Ρεντζιάς. Οι δύο από τους τρεις παίκτες, τους οποίους ο Γιάννης Ιωαννίδης είχε χρίσει αρχηγούς ένα χρόνο νωρίτερα στη Σουηδία, τερμάτισαν ευδοκίμως την καριέρα τους στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Στο Ολυμπιακό τουρνουά έπαιξαν μόνον ο Φραγκίσκος Αλβέρτης μαζί με τον Δημήτρη Παπανικολάου, αλλά κι αυτοί φέτος αποστρατεύτηκαν. Ο «Φράνκι» δεν θέλησε ν' αποδεχθεί τον ρόλο της «μάνας του λόχου», που περιελάμβανε μικρή συμμετοχή στους αγώνες και καθήκοντα εμψυχωτή των νεότερων, και δεν κλήθηκε καν. Ο δε Παπανικολάου «κόπηκε» κάποια στιγμή, αφού δεν μπόρεσε να πείσει ότι ήταν σε θέση να βοηθήσει ουσιαστικά.

Η φιλοσοφία

Το σχέδιο ανανέωσης του Γιαννάκη δεν εκπονήθηκε μόνο για το... καλό του ελληνικού μπάσκετ. Είχε και καθαρά αγωνιστικά ερείσματα. Ο «δράκος», γνωρίζοντας πολύ καλά ότι στην παρούσα φάση οι παίκτες που μπορούν να παίξουν στην Εθνική είναι λίγοι κι ακόμα λιγότεροι αυτοί που μπορούν να τη σηκώσουν στις πλάτες τους, ανέπτυξε μια πολύ απλή φιλοσοφία. Το αγωνιστικό στυλ της ομάδας πρέπει να διέπεται από το δίπτυχο: πιεστική άμυνα και τρέξιμο στην επίθεση, ώστε να επιτυγχάνονται πολλοί εύκολοι πόντοι στον αιφνιδιασμό. Για να πιέσεις στην άμυνα και να τρέξεις, δεν χρειάζεται να είσαι ούτε ο καλύτερος ούτε ο πιο έμπειρος παίκτης του κόσμου. Χρειάζονται απλώς διάθεση και πνευμόνια. Κι αυτά τα διαθέτουν οι πιο νέοι κι άφθαρτοι παίκτες.

Το μόνο κακό για τον Γιαννάκη ήταν πως την τελευταία διετία δεν υπήρχαν στο καλεντάρι αγώνες, μέσω των οποίων θα μπορούσε να μοντάρει την ομάδα. Η συμμετοχή της ομάδας μας στους Ολυμπιακούς Αγώνες της είχε δώσει το δικαίωμα να συμμετάσχει απ' ευθείας στο Ευρωμπάσκετ της Σερβίας, δίχως να παίξει στην προκριματική φάση, που θα έδινε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για δοκιμές. Ετσι η Εθνική κλήθηκε να κολυμπήσει κατευθείαν στα βαθιά. Στο Ολυμπιακό τουρνουά το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα έδωσε τα πρώτα δείγματα γραφής, που δεν ήταν καθόλου άσχημα. Η πέμπτη θέση θα μπορούσε να είναι καλύτερη, αν το σουτ του Αλβέρτη στον προημιτελικό με τη μετέπειτα «χρυσή» Ολυμπιονίκη Αργεντινή ήταν εύστοχο, όμως το πιο σημαντικό ήταν πως για πρώτη φορά αξιοποιήθηκε το κεφάλαιο Λάζαρος Παπαδόπουλος. Ο «Λάζος» ήταν εξαιρετικός κι έγινε ο πρώτος ψηλός, μετά τον Παναγιώτη Φασούλα, που αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το παιχνίδι της Εθνικής. Κι όλα αυτά, παρ' ότι την προηγούμενη χρονιά στη Σουηδία δεν ήταν καν στη 12άδα!

Ομάδα

Οπως δεν ήταν ούτε ο Ζήσης κι ο Σπανούλης, που έκαναν πέρυσι το ντεμπούτο τους σε μεγάλη διοργάνωση, όπως δεν ήταν φυσικά ούτε οι Μπουρούσης και Βασιλόπουλος, οι οποίοι πήγαν φέτος στη Σερβία, κυρίως για ν' αποκτήσουν εμπειρίες. Η ουσία είναι πως, σε σχέση με τη 12άδα της Εθνικής μας στο προ διετίας Ευρωμπάσκετ, φέτος υπάρχουν έξι νέοι παίκτες και κανείς εκ των 12 δεν είναι μεγαλύτερος από τον 29χρονο Μιχάλη Κακιούζη. Κι η ομάδα είναι πρώτα και πάνω απ' όλα ΟΜΑΔΑ, κάτι που αποδεικνύεται κυρίως από τη γενική παραδοχή ότι η Ελλάδα παίζει την καλύτερη άμυνα στο Ευρωμπάσκετ. Το σχέδιο του Παναγιώτη Γιαννάκη αποδίδει. Κι αν η Εθνική δεν παίζει ωραίο μπάσκετ, δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Οχι μόνο γιατί κάποια στιγμή στο μέλλον μπορεί να παίξει, αρκεί να συνεχίσει να δουλεύει έτσι. Αλλά κυρίως, γιατί σ' αυτή τη ζωή, καλώς ή κακώς, όλοι μας κρινόμαστε εκ του αποτελέσματος. Κι όποιος διαφωνεί μ' αυτό, μάλλον κοροϊδεύει τον εαυτό του.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x