Παλαιότερες

Νίκησε την γκρίνια (Sportday / Νίκος Παπαδογιάννης)

Εμπρός, λοιπόν, ομολογήστε το. Πιστεύατε ποτέ ότι αυτή η Εθνική ομάδα θα έφτανε τόσο μακριά; Ξεψαχνίζοντας τα αθλητικά «φόρα» τις πρώτες ώρες μετά την επιστροφή μου στην Αθήνα, κατάλαβα ότι οι περισσότεροι τη θεωρούσατε ομαδούλα της σειράς. Αν είχα δέκα ευρώ για κάθε φορά που διάβαζα τη φράση «δεν έχουμε καμία τύχη απέναντι στους Ρώσους», θα έβγαζα τα έξοδα του ταξιδιού στην Ιαπωνία.

Εγώ δεν έχασα ποτέ την πίστη μου. Δεν έπαψα ποτέ να πιστεύω ότι σύνορο της ομάδας ήταν μόνο ο ουρανός. Ευτυχώς, έχω τα κείμενα 40 ημερών για να τ' αποδείξω. Και τώρα καμαρώνω. Από τα λίγα που σκαμπάζω από μπάσκετ, κατάλαβα ότι η Εθνική ήταν καμωμένη για μεγάλα πράγματα. Οχι απαραίτητα για να μαγέψει τον ουδέτερο θεατή της πολυθρόνας, ασφαλώς όμως για να πάρει το πολυπόθητο αποτέλεσμα.

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης είχε δίκιο όταν έλεγε ότι «μεγάλη είναι η ομάδα που ξέρει να κερδίζει με το μίνιμουμ της απόδοσής της». Για το μάξιμουμ δεν συζητάμε. Η τέλεια Εθνική Ελλάδας δεν θα έχανε ούτε από την τέλεια Γαλλία ούτε από την τέλεια Ρωσία ούτε από την τέλεια Σερβία ούτε από κανέναν.

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης ζύγισε σωστά το υλικό του και έχτισε ένα θαύμα. Κατάλαβε ότι γύρω από τις χερούκλες και τα αθλητικά προσόντα παικτών, όπως ο Διαμαντίδης, ο Παπαλουκάς, ο Χατζηβρέττας, ο Φώτσης, ο Κακιούζης, αλλά και ο Τσαρτσαρής μπορούσε να χτιστεί μια άμυνα, την οποία ο ίδιος χαρακτήρισε προχθές «λερναία ύδρα».
Οταν οι τανάλιες σου κρατούν τον αντίπαλο στους 50-60 πόντους, ξέρεις ότι ξεκινάς κάθε παιχνίδι από πλεονεκτική θέση (ειδικά όταν ελέγχεις και το αμυντικό ριμπάουντ). Τι κι αν το έμψυχο υλικό μειονεκτεί στο μακρινό σουτ; Ο Γιαννάκης κατάλαβε ότι η άμυνα είναι το Α και το Ω και προτίμησε να πλαισιώσει τους υπόλοιπους με παίκτες όπως τον επίμονο και προσηλωμένο Σπανούλη, παρά με σκόρερ τύπου Ζήση.

Παράλληλα, ευτύχησε να έχει παίκτες-κλειδιά σε άλλους ρόλους: έναν κλασικό σέντερ στο πρόσωπο του Παπαδόπουλου, έναν ατρόμητο γκαρντ για τις δύσκολες ώρες ονόματι Νίκο Ζήση, έναν γεμάτο μούσκουλα ψηλό ικανό να παίξει και στις δύο «μπροστινές» θέσεις, τον Δήμο Ντικούδη. Αληθινή ευλογία. Ο τρόπος παιχνιδιού της ομάδας τη βοήθησε να βρει εύκολους πόντους και να κρύψει τόσο την αφλογιστία της στο πέντε εναντίον πέντε όσο και τα χαμηλά της ποσοστά στις ελεύθερες βολές. Κλεψίματα στην περιφέρεια ίσον εύκολοι πόντοι στον αιφνιδιασμό. Εξηνταπέντε πόντοι παραγωγή ίσον νίκη.

Μπορεί να αναδειχθεί μια ομάδα πρωταθλήτρια Ευρώπης χωρίς να φτάσει ποτέ τους 70 πόντους; Να, που μπορεί! Μόνο στον (εν τέλει εύκολο) τελικό με τη Γερμανία ξεμπούκωσε κάπως η ομάδα. Και μας χάρισε μια παράσταση που έπεισε και τον πιο δύσπιστο.

Οταν λέω εγώ «Ντριμ Τιμ» εν έτει 2005, αυτό εννοώ. Οχι καρφώματα και ασίστ πίσω από την πλάτη, αλλά μία ομάδα που μοιάζει σαν να παίζει με 7 παίκτες στην άμυνα. Ομάδα που ταπεινώνει αστέρες του ΝΒΑ (Πάρκερ, Κιριλένκο, Νοβίτζκι) και τους κάνει να μοιάζουν με τσαντισμένα σχολιαρόπαιδα. Ομάδα που αναδεικνύει από τα σπλάχνα της καινούργιο ήρωα κάθε βράδυ: Παπαδόπουλος, Κακιούζης, Ζήσης, Διαμαντίδης, Παπαλουκάς. Ομάδα που τα βγάζει πέρα ακόμα και όταν οι ηγέτες της ξαποσταίνουν -ξεχάσατε ότι ο Λάζαρος έμεινε άποντος στον προημιτελικό και στον τελικό; Ομάδα που παίρνει κάτι από όλους τους παίκτες της, χωρίς να ξεζουμίζει κανέναν.

Αλλά το μεγαλύτερο παράσημο της Εθνικής ήταν η νοοτροπία και η προσήλωση των παικτών. Τον Δήμο Ντικούδη ομολογώ ότι μετά τα πρώτα ματς τον είχα ξεγραμμένο. Οταν τον είδα να γίνεται λυδία λίθος στον προημιτελικό, τον ημιτελικό και τον τελικό, έτριβα τα μάτια μου. Αν ήταν Σέρβος ή Τούρκος, θα έπαιζε μπουνιές με τους συμπαίκτες και τον προπονητή του. Στη «γαλανόλευκη Ντριμ Τιμ» δεν είχαμε εκτροχιασμούς. Ενωμένη σαν γροθιά, η ομάδα μας νίκησε ακόμα και την πατροπαράδοτη γκρίνια. Και επιβραβεύτηκε με το πιο ακριβό έπαθλο.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x