Σόλιντ (και ο Μαλεζάνι, και ο Φερνάντο Σάντος, και ο Ντουμιτρέσκου, και ο όποιος άλλος ξένος...) διαφορετικά μιλάει στη γλώσσα του και στα μέσα ενημέρωσης της πατρίδας του, ιδίως όταν τον συνδέει και η ενδεχόμενη προσωπική σχέση με τον δημοσιογράφο, διαφορετικά θα μιλήσει, με διερμηνέα ή στα αγγλικά, εδώ. Στην, γι' αυτόν, terra incognita. Δεν είναι φυσικό;
Απολύτως. Αρκεί, προκειμένου να το κατανοήσουμε, η (αντίστροφη) εμπειρία των Ελλήνων του εξωτερικού. Αλλιώς μιλάνε με μας, πιο άνετα, πιο ελεύθερα, λυμένοι, αλλιώς εκεί. Ο Φύσσας π.χ., που προ ημερών είπε στον ΣΠΟΡ FM ότι τον προπονητή του στη Χαρτς τον έφαγε ο πρόεδρος επειδή διαφωνούσαν για την ενδεκάδα, όσο να 'ναι σε ραδιόφωνο στη Σκωτία, στην αντίστοιχη ερώτηση, θα φυλαγόταν. Η τοποθέτησή του θα 'ταν πιο διπλωματική.
Η διαφορά είναι ότι τα μέσα ενημέρωσης έξω δεν δίνουν τόση σημασία στο τι γράφεται στις ελληνικές εφημερίδες ή στα ελληνικά σάιτ. Ακόμη κι αν αφορά τις ομάδες για τις οποίες ενδιαφέρονται, πάλι δεν είν' απλό να έχει κανείς την πρόσβαση στη γλώσσα, την ελληνική, που ουδείς άλλος στον κόσμο την ομιλεί και ουδείς (αν δεν την έχει σπουδάσει) είναι εξοικειωμένος με τη γραφή της. Ώστε, έστω από τα συμφραζόμενα, να γίνει μέσες άκρες κατανοητό το ζουμί.
Άρθρα, τακτικά σε πορτογαλική εφημερίδα, γράφει και ο Μουρίνιο. Δεν είναι καμιά τρομερή, παγκόσμια, πρωτοτυπία του Σόλιντ, αυτό το καινούργιο κοσκινάκι που έχουμε βρει και περνάμε την ώρα μας. Πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις, δε, η κοινή δημοσιογραφική πείρα οδηγεί στις, τουλάχιστον καταρχήν, επιφυλάξεις για την πιστότητα της μεταφοράς του λόγου στο τυπωμένο χαρτί. Διότι δεν φαντάζεται, υποθέτω, κανείς πως το κείμενο κάθεται και το γράφει, λέξη προς λέξη, ο προπονητής. Η συνήθης διαδικασία είναι το τηλεφωνικό ραντεβού, πέντε-δέκα λεπτά συνομιλίας, και τέλος.
Οπωσδήποτε, μετά (και παρά) τις πρακτικές διευκρινίσεις, επί της ουσίας τα περίφημα «άρθρα Σόλιντ» δεν είναι άνευ αξίας. Βοηθούν να καταλαβαίνουμε πράγματα. Πόσο εκπλήσσεται, επί παραδείγματι, ο ακόμη άμαθος στην Α' Εθνική Νορβηγός ότι και ομάδες στο δεύτερο μισό του πίνακα μπορούν, στις συνθήκες της μιας βραδιάς, ΟΦΗ την περασμένη Κυριακή στην Κρήτη, να έχουν ίσο λόγο στο αποτέλεσμα. Νορμάλ, ότι εκπλήσσεται. Θα το πάθαινε και ο Έλληνας που θα πήγαινε να δουλέψει στην Μπριζ (με την πεποίθηση ότι τα περισσότερα παιγνίδια του βελγικού πρωταθλήματος είναι διαδικαστικά) και, αίφνης, θα του ερχόταν η ήττα από κάποια Ααλστ.
'Η, πάλι, η συστηματική επιμονή του Σόλιντ να «βλέπει» σε κάθε αγώνα... ένα-δύο (κάπου τόσα, τέλος πάντων!) πέναλτι που δεν του τα 'δωσαν οι διαιτητές. Πράγμα έως και αδύνατο να το διασταυρώσουν, τρέχα γύρευε, στα «Τελευταία Νέα» των Βρυξελλών ή στο ταμπλόιντ του απομακρυσμένου Όσλο. Αρα, εύκολο να περάσει. Εδώ, η αξία είναι ότι βλέπουμε τον φόβο, αν θέλετε την ανασφάλεια, του στραπατσαρίσματος. Τον άνθρωπο που θα πει ένα-δύο (κάπου τόσα, όσα και τα πέναλτι, τέλος πάντων!) ψεματάκια για να προστατεύσει, στα μάτια της κοινωνίας που τον ενδιαφέρει να το κάνει, την επαγγελματική φήμη του. Νορμάλ, και αυτό. Είναι, μόλις, 46 ετών. Η καριέρα του δεν τελειώνει, στην Ελλάδα.
Το καθετί, λοιπόν, έχει τη σημασία του. Και την εξήγησή του. Πέραν των επιμέρους, η κεντρική ιδέα των «άρθρων Σόλιντ» στρέφεται περί το στοίχημα της λεγόμενης «αλλαγής νοοτροπίας». Η νοοτροπία, μολονότι... καραμέλα, δεν είναι κάτι το αόριστο. Το νεφελώδες. Το άπιαστο. Νοοτροπία σημαίνει καθημερινά χούγια, σημαίνει παγιωμένες αντιλήψεις, σημαίνει σκεπτικά. Ανθρώπων. Εν προκειμένω, των ποδοσφαιριστών. Αυτά είναι που υποτίθεται πως του έχουν αναθέσει, στον Ολυμπιακό, να αλλάξει. Να διδάξει καινούργια κόλπα σε παλαιά άλογα. Εξ ορισμού, πολύ δύσκολο.
Ακούγεται πολύ πιο εύκολο, είτε να 'χεις τα παλαιά άλογα και να πηγαίνεις με τα νερά τους (που είναι ο ένας δρόμος) είτε να έχεις νέα άλογα, άφθαρτα, και να τους περνάς ομαλά τα καινούργια κόλπα (που είναι ο άλλος δρόμος). Αυτή τη στιγμή, ο Ολυμπιακός και ο Σόλιντ ευρίσκονται... κάπου ανάμεσα. Αυτή τη στιγμή, επίσης, ο Σόλιντ δίνει την εντύπωση του ανθρώπου που πορεύεται περισσότερο με την προσδοκία ότι «κάποια στιγμή» θα έχει τους παίκτες (έστω, παίκτες με τα χαρακτηριστικά) που θέλει, παρά με την αισιοδοξία ότι στους παίκτες που ήδη έχει θα καταφέρει να μάθει άλλα τρικ. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι, απ' τους διαθέσιμους, τους πιο πολλούς τους θεωρεί, καλώς ή κακώς, μάλλον ανεπίδεκτους.
Η τρέχουσα προσπάθειά του, ανεξαρτήτως αν θα τον οδηγήσει στο να φάει το κεφάλι του ή στο να δοξαστεί, είναι σπάνια ευκαιρία ώστε να μπει στη «ζωή» του Ολυμπιακού η λογική του σχεδιασμού για το αύριο. Μπορεί κανείς, μέσες άκρες, να «δει» πώς θα 'ναι η ΑΕΚ του 2007 ή του 2008, πώς θα 'ναι τότε ο ΠΑΟΚ, ο Παναθηναϊκός. Τον Ολυμπιακό μπορεί κανείς να τον «δει» ύστερα από δύο-τρία χρόνια;
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






