Ξύπνησα με φοβερό πονοκέφαλο εξαιτίας μιας δύσκολης νύχτας. Είχα πάει σε ένα πάρτι που έκαναν δυο φίλες μου (τον Βαγγέλη τον είχα γνωρίσει στον Στρατό…) και περιττό να σας πω ότι έπειτα από πολύ καιρό ξέχασα το όνομά μου, όπως κι ένα ζευγάρι εσώρουχα που ένας Θεός (και ίσως και ο Βαγγέλης…) ξέρει πού είναι. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι ότι συζητούσαμε με τα παιδιά για ένα δημοσίευμα της «Απογευματινής», που έγραφε ότι στις ΗΠΑ ανθούν οι «πόλις», δηλαδή οι πολυερωτευμένοι, αυτοί που τα έχουν με τα δύο φύλα και με πολλούς εραστές ταυτόχρονα!
Βουρκωμένος από τη συγκίνηση για το γεγονός ότι το αξίωμά μου («να σπρωχτούμε κι όπως πέσουμε») έγινε μόδα στα Στέιτς, ήπια κατιτίς πολύ. Το πρωί ξύπνησα και είχα τόσο πονοκέφαλο, που μόλις είδα το πρωτοσέλιδο του «Goal» («The King», με φωτογραφία του Ροναλντίνιο), τρόμαξα και πίστεψα ότι έχω καταλήξει στη Βαρκελώνη! Μετά είδα το «Εθνοσπόρ», που είχε επίσης τον Βραζιλιάνο εξώφυλλο, και πείστηκα: ήμουν στην Καταλωνία.
Αστειεύομαι. Αυτή η πινελιά διεθνισμού μού αρέσει. Και μου θύμισε και μια παλιά ιστορία. Οταν στην Ολυμπιάδα της Ατλάντα η Μπακογιάννη κέρδισε το μετάλλιο, λέγεται ότι ένας από τους Ελληνες λειτουργούς του Τύπου, κουρασμένος από την έκλυτη ζωή της περασμένης νύχτας, βλέποντας το αγώνισμα του ύψους γυναικών, που γινόταν Κυριακή βράδυ, παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα. Κάποια στιγμή, μόλις η Νίκη πέρασε το 1,99 μ., κάποιος πατριώτης συνάδελφος δεν άντεξε και φώναξε γεμάτος υπερηφάνεια «τρίτη, τρίτη», τονίζοντας ότι η αθλήτριά μας είχε εξασφαλίσει το μετάλλιο. Η κραυγή ξύπνησε τον κοιμώμενο γίγαντα, που πετάχτηκε σοκαρισμένος ουρλιάζοντας: «Τρίτη; Τι λέτε, ρε γαμώτο, εγώ Κυριακή κοιμήθηκα!».
Οι ωραίες αυτές μέρες της αθλητικογραφίας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Η Λιάνα Κανέλλη (λιτή, κατανοητή, σαφής, όπως όλοι οι άνθρωποι με αριστεροδέξιο πολιτικό παρελθόν…) δίνει νέες διαστάσεις αρθρογραφώντας για το «Sportime», που μετά τη Συμφωνία της Γιάλτας προσφέρει τη ραψωδία της Λιάνας. Ενα κείμενο-μανιφέστο, που αναφέρεται στον Παναθηναϊκό.
Γράφει η Λιάνα: «Μια λεπτή πράσινη γραμμή χωρίζει την υπομονή από την οργή μου σε ό,τι αφορά την Πανάθα. Είναι αυτό το αφόρητο συναισθηματικό έως και παράλογο πάθος για την ομάδα και το πώς εμφανίζεται στο γήπεδο και όχι το αποτέλεσμα που φέρνει».
Ηρέμησε, καλή μου…
«Η οργή βγαίνει από μέσα μου».
Για τους Αμερικανούς; Την παγκοσμιοποίηση; Τον Κούγια, τον οποίο συναντάς στα παράθυρα; Οχι. «Γιατί ο φετινός Παναθηναϊκός δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνον που ανέτρεπε τα δύο αυτογκόλ εις βάρος του με τον Ολυμπιακό στη Λεωφόρο. Γιατί στο οπαδικό γονιδίωμά (sic) μου δεν υπάρχει ιταλικό κατενάτσιο και σκοπιμότητα. Γιατί δεν αντέχω να κάνω υπολογισμούς για τον Απόλλωνα Καλαμαριάς, που εγώ δεν υποτιμώ από την κερκίδα, ξεψυχώντας μπας και ισοφαριστούμε από καμιά στραβή».
Άτιμε Μαλεζάνι, ξεψύχησε η Λιάνα!
Αλλά όχι! Σαν ηρωίδα ενός Ιονέσκο, ενός Ντοστογιέφσκι, ενός Μπερνίνι έστω, η Λιάνα ανασταίνεται και τραβά την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα!
«Με παρηγορεί ο Κονσεϊσάο, με βαστά η τεχνική κατάρτιση του Μάντζιου. Μου λείπει ο Χαραλαμπίδης. Και ο Τόργκελε ως πείσμα και ο Γκέκας με τη χαμένη αυτοπεποίθηση. Δεν μπορώ να παίρνω χάπια ανάλογα με το θυμικό του Εκι. Μου αρέσει, χωρίς να με πείθει, η ευγένεια του Μαλεζάνι, όμως μου θυμίζει ιπποκόμο. Αλλά αυτό που αισθάνομαι πως λείπει από την ομάδα είναι δύο, τρία παιχνίδια με την ίδια σύνθεση. Την όποια... Ύστερα, ένα μοντέλο παιχνιδιού. Το όποιο...».
Η απαίτηση μου μοιάζει λογική, ειδικά αν τη συγκρίνει κανείς με άλλες απαιτήσεις της Λιάνας, όπως είναι η διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κήρυξη πολέμου στην Τουρκία και –αν υπάρχει διάθεση– στις ΗΠΑ, η κατάργηση των ιδιωτικών καναλιών, η επανίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης κ.λπ. Η απορία μου, όμως, είναι τι θα κέρδιζε ο Μαλεζάνι αν τα έκανε όλα αυτά.
Η κατάληξη του άρθρου ως θέση είναι σαφέστατη: «Θα βρίζαμε "γαμώ την μπάλα και την ατυχία μας", αλλά όχι "γαμώ την εμφάνισή μας". Σας διαβεβαιώ ότι θα βρίζαμε πολύ υπομονετικά και ενδεχομένως και ιταλικά. Αλλά, έτσι και αλλιώς, πράσινα...».
Όπως καταλάβατε, ο Μαλεζάνι θα είχε την τύχη να τον έβριζαν αν έκανε όσα η Λιάνα επιθυμεί! Απορώ πραγματικά γιατί δεν τα κάνει…
(Η Λιάνα θα ήθελε για προπονητή στον ΠΑΟ έναν αληθινό Σούπερμαν. Αλλά τέτοιος, όπως βλέπετε στο κέντρο της σελίδας, είναι μόνο ένας. Παναθηναϊκός μεν, όχι διαθέσιμος δε…)
Το μανιφέστο της Λιάνας πέρασε σε δεύτερη μοίρα τη συνέντευξη-ποταμό του Κώστα Μπότου στην «Espresso» της Κυριακής. Πρόκειται για μια συνέντευξη που συζητήθηκε τόσο πολύ, ώστε υπάρχει παράκληση στην καλή εφημερίδα να δημοσιευτεί μια συνέχειά της. Ίσως και η βιογραφία του μάνατζερ σε συνέχειες.
Η συνέντευξη έχει τίτλο «Dr Botos, o μάνατζερ» και ήδη τρία δίκτυα του εξωτερικού ερίζουν για να πάρουν τα δικαιώματα και να τη γυρίσουν ταινία! Αλλωστε, στην περιγραφή του μάνατζερ ο δημοσιογράφος Γιάννης Μαραζιώτης (που πάει για Πούλιτζερ, αν και υπάρχουν πληροφορίες ότι το Πούλιτζερ μπορεί να αλλάξει και να λέγεται βραβείο Μαραζιώτη!) υποστηρίζει ότι στον Μπότο «δικαιολογημένα αποδίδεται (μη ρωτάτε από ποιους) ο τίτλος του "agent future generation"»!
Η Ιστορία με προίκισε με την τιμή να αναδημοσιεύσω μερικά αποσπάσματα:
Ποιος είναι ο ρόλος του μάνατζερ; «Ο μάνατζερ σήμερα πρέπει να έχει ένα project και να βλέπει τον ποδοσφαιριστή με μια φιλοσοφία. Να υπάρχει ένας στόχος. Να του κάνει όλο το project management το οποίο έχει σχέση με τα δικαιώματα, με τα πνευματικά δικαιώματα (σ.σ. στην περίπτωση που ο ποδοσφαιριστής θέλει να γράψει ένα βιβλίο ή να συνθέσει ένα τραγούδι), με την εκπροσώπηση, με τη διαπραγμάτευση. Εγώ είμαι ο σκηνοθέτης . Ο ποδοσφαιριστής είναι ο πρωταγωνιστής».
(Κάτι ανάμεσα σε Στάνλεϊ Κιούμπρικ και Ομηρο Ευστρατιάδη…)
Στην απλή επισήμανση του δημοσιογράφου «έχετε ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα», ο Μπότος με μετριοφροσύνη απαντάει: «Η εταιρεία μου, η ΙΒC Sportnet Profile, έχει παραρτήματα στο Λονδίνο, στο Περού, στην Παραγουάη, στο Κονγκό. Εκεί υπάρχει ένα κέντρο για να ασχολούνται με τους ποδοσφαιριστές της Αφρικής».
(Ελπίζω όχι ξενυχτάδικο…)
Η στρατηγική του μέλλοντος αποκαλύπτεται με τα εξής χαρακτηριστικά λόγια. «Αυτή τη στιγμή διαπραγματευόμαστε έναν Βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή δέκα ετών. Το μεγαλύτερο ταλέντο στη χώρα! Κάθε Σάββατο που παίζει βάζει το λιγότερο δέκα γκολ!».
(Τις άλλες μέρες δεν παίζει, γιατί τον δέρνει η μάνα του επειδή μιλάει με αγνώστους…)
Ποια είναι η μεθοδολογία του; «Για να πείσω τον Για Ο Λι να μου δώσει τα δικαιώματά του, τον ανέβασα στον 150ό όροφο ενός ουρανοξύστη. Τον έβαλα μπροστά στην τζαμαρία να δει από κάτω (ααα;) τον κόσμο και του είπα να μου μεταδώσει αυτό που έβλεπε. Είδε κόσμο να κινείται με τα πόδια, με αυτοκίνητα, με ποδήλατα και ψηλά, πολύ ψηλά, έβλεπε κτίρια πολυεθνικών εταιρειών. Αμέσως διαπίστωσε την ελευθερία των κινήσεων και το open mind στις μπίζνες. (…) Με άκουσε δέκα λεπτά προσεκτικά (σ.σ. ο Μπότος μιλάει άψογα κινέζικα…) και με άφησε εν λευκώ να χειριστώ τα πάντα».
(Μη γελάτε, θα μπορούσε να τον είχε πετάξει και από το μπαλκόνι…)
Τέλος, αποκαλύπτει ποια είναι τα ενδιαφέροντά του. «Με πολύ Ρέμο και Χατζηγιάννη. (…). Είναι καταπληκτικοί καλλιτέχνες και καλοί φίλοι μου».
(Αν οι δύο θέλουν να κάνουν αγωγές, να επικοινωνήσουν με τον κύριο Δήμα, υπεύθυνο της «SportDay» για συκοφαντικές δυσφημήσεις, κείμενα άκρως προσβλητικά, κακοήθειες, ψέματα κ.λπ.)
«Μου αρέσει επίσης να βγαίνω για φαγητό, αλλά και ο αθλητισμός. Γυμναστήριο και γκολφ».
(Μην τρομάζετε. Το γκολφ για το οποίο μιλάει είναι ένα παλιό Φολκς Βάγκεν που συχνά χρησιμοποιεί. Οταν έχει στον μάστορα τα άλλα έξι αυτοκίνητά του...)
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






