Ο Τουρέ είναι καλός παίκτης. Και μπορεί να γίνει και καλύτερος. Πιθανότατα δεν είναι ο τύπος του πλέι μέικερ από τα μετόπισθεν που έχει ανάγκη το 4-3-3 του Τροντ Σόλιντ, γιατί είναι καλύτερος όταν κρατάει πολύ στα πόδια του την μπάλα παρά όταν παιδεύεται να τη δίνει γρήγορα. Εχει περισσότερη έκρηξη από καθαρό μυαλό, πιο πολλή δύναμη από τεχνική, τελειώνει καλύτερα τις φάσεις παρά κόβει και είναι αρκετά απειλητικός όταν κινείται μέσα ή κοντά στην περιοχή. Μπορεί να γίνει μεγάλη συζήτηση για τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού του, γιατί σιγά σιγά τον ανακαλύπτουμε. Η αξία του όμως είναι φανερή στον καθένα.
Ο Τουρέ είναι η καλύτερη μεταγραφή που έχει κάνει ο Ολυμπιακός τα τελευταία χρόνια. Είναι πειθαρχημένος και δεν είναι ντίβα, γι' αυτό κι έγινε αμέσως αγαπητός στα αποδυτήρια: δεν είναι τυχαίο ότι στο επεισόδιο με τον Καστίγιο όλοι πήραν το μέρος του. Βλέπει το πέρασμα από την Ελλάδα σαν πρόοδο στην καριέρα του κι όχι σαν βήμα προς τα πίσω, όπως ο Ζάχοβιτς π.χ. Είναι παντρεμένος και δεν ήρθε για να γνωρίσει την Αθήνα τη νύχτα όπως ο Αλβες. Εχει χρόνια μπροστά του και δεν βλέπει τον Ολυμπιακό σαν τελευταίο σταθμό όπως ο Καρεμπέ. Δεν είναι κυκλοθυμικός όπως ήταν ο Ζιοβάνι. Επειδή όλα αυτά μετράνε πολύ, ο Ολυμπιακός, αν τον πουλήσει, θα πάρει κάποια σοβαρά χρήματα. Και αν υπάρχει σύνεση και αυτογνωσία, θα πρέπει το καλοκαίρι να το κάνει.
Εφαρμογή
Το επιχείρημα «έναν καλό παίκτη βρήκε ο Ολυμπιακός και δεν πρέπει να τον πουλήσει» είναι λογικό, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει εφαρμογή. Γιατί η μεγαλύτερη δυσκολία του Ολυμπιακού δεν είναι να βρει καλούς παίκτες, είναι να τους δει να βελτιώνονται. Αυτό εδώ και χρόνια έχει σταματήσει να γίνεται.
Κιλά
Ο Ζε Ελίας ήταν περιπτωσάρα ως χαρακτήρας, αλλά καλός παίκτης. Στα δύο τελευταία χρόνια της παραμονής του στην Ελλάδα πήρε 13 κιλά: και να το θες, γίνεται δύσκολα! Ο Ζιοβάνι ήταν επίσης σπουδαίος όταν ήρθε: η μισή Βαρκελώνη στενοχωρήθηκε για τη φυγή του. Τον πρώτο χρόνο έκανε τρομερά ματς, τα οποία σχεδόν ποτέ δεν επανέλαβε. Ο τραυματισμός του είναι δικαιολογία –κι άλλοι έκαναν επεμβάσεις. Το πρόβλημά του ήταν το περιβάλλον: για να το πω απλά, δεν βρήκε ποτέ του κίνητρο για να γίνει καλύτερος! Το ίδιο και ο Καρεμπέ: η απόδοσή του άρχισε να γίνεται φθίνουσα, όταν κατάλαβε ότι το λίγο που δίνει ακόμα και στις χειρότερες μέρες του αρκεί. Φτάνει βέβαια να μην τον βάλεις λίμπερο με αντίπαλο τον Κωνσταντίνου, όπως έκανε ο μεγάλος «Αλέ» στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας.
Νέοι
Φθίνουσα είναι και η πορεία του «Ρίμπο», αλλά κάποιος μπορεί να αντιτάξει ότι αυτό συμβαίνει λόγω ηλικίας, κορεσμού, τραυματισμών, κ.λπ. Ο Τουρέ, θα πει κάποιος, είναι νέος. Πολύ σωστά. Μόνο που νέος ήταν και ο Χούτος όταν ήρθε στον Ολυμπιακό (και χαντάκωσε την καριέρα του), νέος ήταν και ο Οφορίκουε (που με το πέρασμα του χρόνου έγινε χειρότερος), νέος ήταν και ο Λουτσιάνο (που στην Ξάνθη αναγεννήθηκε), νέος ήταν και ο Μάριτς (που έπαιζε στην εθνική Σερβίας πριν γίνει αναπληρωματικός στον Ολυμπιακό), νέοι ήταν και ο Βάλλας κι ο Αντζας κι ο Αλβες κι ο Καστίγιο. Ολοι αυτοί ξεκίνησαν δίνοντας από εντυπωσιακά έως καλά δείγματα γραφής και στη συνέχεια απέκτησαν υπαρξιακά προβλήματα.
Σωτήρας
Το πρόβλημα δεν είναι οι παίκτες –είναι σαφώς πιο σύνθετο. Από το 2000 κι έπειτα, στον Ολυμπιακό η λογική που επικρατεί είναι εντελώς διαχειριστική: θα προσθέσουμε έναν -δύο- τρεις καλούς σε αυτούς που υπάρχουν και θα φτιάξουμε ομάδα για να πάρουμε το Τσάμπιονς Λιγκ! Οσοι υπάρχουν στην ομάδα και γνωρίζουν από πριν την τρέλα της επιβιώνουν, αντιμετωπίζοντας τα διεθνή ματς σαν αναγκαίο κακό. Οι υπόλοιποι που έρχονται μετά βαΐων και κλάδων, για να αναλάβουν τον ρόλο του σωτήρα που θα βάλει μια τάξη στο χάος, ή τρελαίνονται από το παρανοϊκό των απαιτήσεων ή απορροφούνται από το χάος (γίνονται ένα με τους πιο παλιούς) και στην καλύτερη περιμένουν την επόμενη τους νέους σωτήρες! Μόνο που σωτήρες δεν υπάρχουν. Οι ομάδες χτίζονται, δεν θεραπεύονται.
Παλιοσειρά
Στον Τουρέ στους τρεις μήνες που παίζει ποδόσφαιρο στην Ελλάδα συνέβησαν αρκετά που θα μπορούσαν να τον τρελάνουν. Ο Σόλιντ και οι συνεργάτες του τον έβαλαν π.χ. μέχρι και σέντερ μπακ, γιατί προφανώς εκτιμούν ότι είναι ο μόνος στον οποίο μπορεί να έχουν εμπιστοσύνη ότι θα φέρει μια συγκεκριμένη αποστολή εις πέρας κι ο μόνος που θα έκανε κάποια πράγματα αναντίρρητα. Αν και του χρόνου τον χρησιμοποιούν έτσι, το παιδί θα αγανακτήσει και θα αποφασίσει ότι πρέπει να παίζει μόνο όπου γουστάρει, αντιμετωπίζοντας με δυσπιστία οτιδήποτε νέο: θα έχει δηλαδή την ίδια στάση με την οποία τα παλιοσείρια αντιμετωπίζουν τους νεοφερμένους συμπαίκτες και προπονητές.
Μέλλον
Δεν αμφιβάλλω ότι ο Τουρέ θα μπορούσε να είναι χρήσιμος στο μέλλον του Ολυμπιακού. Αν χτιζόταν πάνω του η μεσαία γραμμή της ομάδας, αν το καλοκαίρι έρχονταν κάποιοι συμπαίκτες που θα βοηθούσαν ακόμα περισσότερο το παιχνίδι του, αν ήταν αυτός ο ηγέτης των επόμενων χρόνων –όχι στα λόγια, αλλά με σοβαρές επιλογές απομάκρυνσης των τωρινών ηγετών– το πείραμα θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Για να το πω απλά, θα υπήρχε η πιθανότητα χάρη (ή εξαιτίας) του Τουρέ να δούμε έναν άλλο Ολυμπιακό.
Τηλεόραση
Μόνο που κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται. Σχέδια για μια νέα ομάδα δεν υπάρχουν και το καλοκαίρι το πολύ πολύ να 'ρθουν δυο-τρεις παίκτες να βελτιώσουν (δηλαδή να συντηρήσουν) την τωρινή ομάδα. Οπως δεν είδαμε ποτέ τον Ολυμπιακό του Ζιοβάνι, του Χούτου, του Οφορίκουε, του Μπερμούδες, δεν θα δούμε και ποτέ τον Ολυμπιακό του Τουρέ. Οπότε ας τον δώσουν σε καμιά Αρσεναλ, μπας και τον απολαμβάνουμε στην τηλεόραση. Εκεί δεν θα τρώει άδικα τη θέση του Στολτίδη και δεν θα περιορίζει τον «Ρίμπο» και τον «Τζόλε»...
Θεέ μου, όχι πάλι
Κάθε Πέμπτη συνηθίζω εδώ και λίγο καιρό να δημοσιεύω επιστολές αναγνωστών που φτάνουν στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο (karpetshow@yahoo.gr), με τους οποίους μοιράζομαι συχνά κάποιους προβληματισμούς. Κάποιοι φίλοι έχουν μάθει να τα λένε πιο σωστά από μένα ή ακόμα και να διαβάζουν τη σκέψη μου. Οπως ο φίλος Αντώνης Οικονόμου, ο οποίος σημειώνει σχετικά με το ματς Τσέλσι-Λίβερπουλ (0-0) τα εξής:
«Διαβάζεις τη σύνθεση της Λίβερπουλ, της ομάδας του μεγάλου λιμανιού με τη βαριά φανέλα. Αποκρυπτογραφείς το τελικώς επιλεγέν 4-5-1 του Μπενίτεθ. Βλέπεις τη Λίβερπουλ να παίζει. Και σε πιάνει κατάθλιψη. Αναρωτιέσαι τι, πώς γίνεται κι αυτή η χωρίς αρχή, μέση και τέλος ομάδα φαίνεται μέσα στο καταχείμωνο να ανασταίνεται. Και δεν βρίσκεις πειστική απάντηση.
Το ισπανο-αγγλοσαξονικό συνονθύλευμα που λέγεται Λίβερπουλ διαθέτει έναν μόνον παίκτη κλάσης, τον αρχηγό της ομάδας. Κι από κει και πέρα: σχεδόν τίποτα.
Είναι μια ομάδα (;) με μέτριους τερματοφύλακες, άτεχνους κεντρικούς αμυντικούς, που θα ήταν στα αζήτητα σε όλες τις σοβαρές ευρωπαϊκές ομάδες, άχρωμα και άοσμα πλάγια μπακ, σκληρά ανασταλτικά χαφ, δύο μέτριους Ισπανούς μέσους, έναν φιλότιμο Γερμανό μεσήλικα, έναν απρόβλεπτο Σκανδιναβό αριστεροπόδαρο κι έναν απίστευτο δίμετρο σέντερ φορ που δεν βάζει γκολ σχεδόν ποτέ.
Κι όμως, αυτό το πράμα (αφόρητο να το παρακολουθείς) απειλεί την Τσέλσι μέσα στο σπίτι της ένα μόνο μήνα μετά την ξεγυρισμένη τεσσάρα...
Πώς γίνεται; Είναι άραγε αυτό το δυνατό, άτεχνο και γρήγορο ποδόσφαιρο εν έτει 2005, ικανό και επαρκές για να κτυπήσει ομάδες με παίκτες που έχουν προσωπικότητα όπως είναι η Γιουβέντους, η Τσέλσι ή η Μπαρτσελόνα; Νιώθεις πως αυτό είναι δυνατό, αλλά ταυτόχρονα σου είναι και αδύνατο να το δεχτείς. Δεν θέλεις.
Τα ξόρκια ανήκουν στην πρωτόγονη μεταφυσική. Εχουν ωστόσο επιζήσει στο συλλογικό κοινωνικό ασυνείδητο ως μορφή πρόληψης του επερχόμενου κακού. Γι' αυτό και τα επικαλούμαι: Θεέ μου, όχι πάλι (αυτή η) Λίβερπουλ...».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






