Μαγαζιά έχουν λογική να υπάρχουν όσο υπάρχουν πελάτες. Οι ΠΑΕ μπορεί να επικαλούνται ιδεολογίες, αλλά στην πραγματικότητα είναι μαγαζιά στον χώρο του θεάματος. Η νοοτροπία λοιπόν του Γιάννη «μαγαζί μου είναι και δεν θα μου πουν οι πελάτες μου τι θα κάνω» είναι παράλογη από τη στιγμή που απευθύνεται σε κοινό. Και με το κοινό να θέλει να φύγει ο Ιταλός, τα όποια επιχειρήματα για την παραμονή του μπορούν να εξεταστούν ένα προς ένα.
1) Ο Μαλεζάνι είναι καλός προπονητής και όταν φανεί το έργο του, ο κόσμος θα αλλάξει γνώμη. Ο κόσμος δεν μπορεί να ξέρει.
Ο κόσμος μπορεί να μην ξέρει, αλλά είναι ξεροκέφαλος. Οταν αποφασίσει ότι δεν γουστάρει κάποιον, προσπαθεί να αποδείξει σωστή τη γνώμη του. Σπάνια, αλλά έχει γίνει, ο κόσμος να ξεφωνίσει παίκτες που μετά χειροκρότησε. Ενα παράδειγμα είναι του Αντωνιάδη, που ο κόσμος του Παναθηναϊκού γέλαγε τον πρώτο χρόνο, για να αναδειχθεί αργότερα σε έναν από τους μεγαλύτερους σκόρερ του Παναθηναϊκού. Το αντίθετο συμβαίνει με τους προπονητές. Κατ’ αρχάς σπάνια ένας προπονητής χειροκροτείται από τους οπαδούς. Κατά δεύτερον, προπονητής που αποδοκιμάζεται ποτέ δεν θα χειροκροτηθεί. Ακόμα και να μείνει ο Μαλεζάνι, ακόμα και να κερδίσει το Τσάμπιονς Λιγκ, ο κόσμος του Παναθηναϊκού το πολύ να αδιαφορεί.
2) Καλά. Ο κόσμος δεν είναι ανάγκη να αγαπήσει τον Μαλεζάνι. Φτάνει ότι σε πέντε χρόνια θα έχω ομάδα.
Απίθανο. Εάν έχει οριστεί χρονοδιάγραμμα, οι μακροπρόθεσμοι στόχοι του μπορεί να είναι ότι θα έχει φτιαχτεί ομάδα σε πέντε χρόνια. Οι μακροπρόθεσμοι όμως στόχοι μπορούν να κριθούν από την επιτυχία στους βραχυπρόθεσμους στόχους. Τζίφος. Ο Αλμπέρτο Μαλεζάνι είχε δηλώσει ότι η ομάδα θα εμφανίσει βελτίωση στα τέλη Οκτωβρίου. Πάμε για Χριστούγεννα και ο Παναθηναϊκός είναι χειρότερος.
3) Ναι, αλλά ο Μαλεζάνι δεν βοηθήθηκε από την κερκίδα. Σωστό. Αλλά δεν τη βοήθησε για να τον βοηθήσει. Η κερκίδα δεν ήταν αρνητική στον Μαλεζάνι, την έκανε. Διαδέχθηκε τον Τότη Φυλακούρη, δημοφιλή λόγω αποτελεσμάτων και της προϊστορίας του στον Παναθηναϊκό, αποκλείστηκε στο ΟΥΕΦΑ και έχασε το πρωτάθλημα φέρνοντας ισοπαλίες με τον Ηρακλή και τον Αρη. Παρά την περσινή αποτυχία, η κερκίδα έδωσε περιθώρια ανοχής στον Μαλεζάνι. Τον χειροκρότησε για την πρόκριση επί της Βίσλα, παρά το ότι η πρόκριση είχε γίνει ντέρμπι μετά την ήττα στον πρώτο αγώνα, και άρχισε να τον αποδοκιμάζει μετά την ήττα από την Ουντινέζε και τις αποτυχίες στο πρωτάθλημα. Δηλαδή, για να δείξει μεγαλύτερη ανοχή η κερκίδα, πόσο έπρεπε να περιμένει; Μέχρι να της πει η διοίκηση να ξεφωνίσει; Στα 50 χρόνια που βλέπω ποδόσφαιρο, δεν μου έχει τύχει να δω διοίκηση να λέει στους οπαδούς να αποδοκιμάσουν επιλογή της.
4) Ναι, αλλά τι φωνάζουν για άλλον προπονητή; Δηλαδή, και να φέρουμε άλλον, σημαίνει ότι θα πάμε καλύτερα;
Φυσικά όχι. Δεν παίρνεις προπονητή επειδή ξέρεις ότι θα πας καλύτερα. Τον παίρνεις επειδή ελπίζεις ότι θα πας καλύτερα. Εδώ ο Γιτζάκ Σουμ είχε πάρει νταμπλ και η διοίκηση τον απέλυσε, όχι για καλύτερα αποτελέσματα αλλά για να παίξει ο Παναθηναϊκός καλύτερη μπάλα, και δεν θα πρέπει να απολύσει έναν προπονητή που η ομάδα ούτε μπάλα παίρνει, ούτε αποτελέσματα έχει; Και στο φινάλε, υπάρχει οροφή στον αριθμό των προπονητών που πρέπει να αλλάξει μια ομάδα μέχρι να βρει τον κατάλληλο; Ο Ολυμπιακός του Κόκκαλη είχε προπονητές τον Νίκο Γιούτσο, τον Σταύρο Διαμαντόπουλο και τον Μελέτη Περσία μέχρι να πάρει τον Ντούσαν Μπάγεβιτς και να βολευτεί. Ακόμα και αν ο Ντούσαν Μπάγεβιτς πάει στον Παναθηναϊκό και αποτύχει, πάλι ο Γιάννης Βαρδινογιάννης θα πρέπει να τον αλλάξει. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι χώρος που τα λάθη σε παίκτες και προπονητές είναι περισσότερα από τα σωστά. Το μόνο που χρειάζεται είναι να ξέρεις πότε απέτυχες, να μην είσαι ξεροκέφαλος, για να αλλάξεις γνώμη και να κάνεις λιγότερα λάθη από τους υπόλοιπους.
5) Και πόσοι είναι αυτοί που τον ξεφωνίζουν. Πεντακόσια, χίλια άτομα; Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού είναι πολλοί περισσότεροι.
Σωστό αν θα λέγαμε και στις επιτυχίες «Και πόσοι είναι αυτοί που τον χειροκροτάνε; Τέσσερις, πέντε χιλιάδες άτομα; Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού είναι πολύ περισσότεροι». Είναι πολύ περισσότεροι αλλά πρώτον δεν πηγαίνουν στο γήπεδο, άρα σημαίνει ότι είναι και πολύ πιο αδιάφοροι και δεύτερον μπορεί να έχουν την ίδια άποψη για τον Μαλεζάνι. Και την έχουν. Οσο για τη διαφορά στον αριθμό ανάμεσα σε αυτούς που βρίζουν στις αποτυχίες και αυτούς που χειροκροτούν στις επιτυχίες, οι πρώτοι είναι πάντα περισσότεροι. Ο οπαδός, εάν βρίζει, συνήθως βρίζει τον αντίπαλο και πρέπει να έχει φτάσει στα όρια για να βρίσει ομαδικά τους παίκτες της ομάδας του.
6) Και εάν δεν γουστάρουν την ομάδα, ας μην έρχονται. Από το να βρίζουν και να δημιουργούν προβλήματα, καλύτερα να μην έρχονται.
Δεν πάει έτσι. Ο οπαδός θα πάει στο γήπεδο επειδή θέλει να πάει και όχι επειδή του είπες να πάει ή όχι. Επίσης μέσα στο πλαίσιο της πρακτικής των γηπέδων θα χειροκροτήσει ή θα βρίσει. Εάν θέλεις συγκεκριμένη συμπεριφορά, δεν πουλάς εισιτήρια, αλλά τυπώνεις προσκλήσεις. «Ο πρόεδρος της ΠΑΕ Παναθηναϊκός, Αργύρης Μήτσου, και το διοικητικό συμβούλιο απαρτιζόμενο από τους κυρίους Στράτο, την κυρία Λουμίδη… έχουν την τιμή να σας καλέσουν στο ματς της ποδοσφαιρικής ομάδας του σωματείου με την αντίστοιχη του Ηρακλή. Ένδυμα περιπάτου». Εισιτήρια πουλάς και, εάν ο θεατής δεν παρανομεί, έχει δικαίωμα να χειροκροτήσει αλλά και να ξεφωνήσει. «Αλλά δεν έχει δικαίωμα να βρίσει…», μπορεί να είναι η αντίρρηση. Φυσικά, εάν η αστυνομία ήταν τόσο αυστηρή που να συλλάμβανε όποιον έβριζε και η διοίκηση τόσο λεπτή στους τρόπους της που να σοκαριζόταν με τις παλιοκουβέντες. Μόνο που δεν πρέπει να συμβαίνει. Γιατί τότε η αστυνομία και η διοίκηση θα σοκαριζόντουσαν με τις βρισιές στους παίκτες των αντιπάλων.
Η διοίκηση του Παναθηναϊκού δεν μπορεί να καταλάβει τον οπαδό. Οχι μόνο ο Γιάννης Βαρδινογιάννης, αλλά η διοίκηση. «Καταλαβαίνω τις αποδοκιμασίες των φιλάθλων για την απόδοση των παικτών, αλλά δεν καταλαβαίνω και δεν μπορώ να εξηγήσω για ποιον λόγο αποδοκιμάζουν τη στιγμή που πετυχαίνει η ομάδα γκολ», είπε μετά το ματς ο υπεύθυνος μάρκετινγκ του Παναθηναϊκού Βασίλης Παρθενόπουλος. Ο οποίος προτού αναλάβει το μάρκετινγκ και τις σχέσεις με τους οργανωμένους του Παναθηναϊκού ήταν στέλεχος της αντιπροσωπίας της Φεράρι. Η έκπληξη δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνει αλλά ότι θα καταλάβαινε.
Ριβάλντο ο ακατανίκητος
Για πρώτη φέτος φορά ο Ολυμπιακός αντιμετώπισε την εικόνα του στον καθρέφτη. Μια ομάδα που δεν μαρκάρει στο κέντρο. Ηταν λοιπόν αναμενόμενο ότι το ματς θα κρινόταν στις τεχνικές ικανότητες του κάθε παίκτη. Και σίγουρο ότι σε μια τέτοια αναμέτρηση, ο Ολυμπιακός είναι πολύ ανώτερος της Λάρισας.
Το ματς το καθαρίζει ο Ριβάλντο και ο λόγος είναι σαφής. Σε κάθε άλλο ματς, ο Ριβάλντο, ελλείψει εκρηκτικότητας, επειδή καθυστερεί, έχει πάντα έναν αντίπαλο να τον μαρκάρει τη στιγμή που πασάρει. Σ' αυτό το ματς, είχε τον χρόνο να στοπάρει την μπάλα, να σηκώνει το κεφάλι και να πασάρει σε συμπαίκτη ή στον ελεύθερο χώρο. Σε τέτοιες συνθήκες, ο Ριβάλντο είναι ακατανίκητος. Ο Ριβάλντο, όχι μόνο μπορεί να σημαδέψει, αλλά και να χρονίσει την πάσα του με την ακρίβεια quarter back του αμερικανικού ποδοσφαίρου. Στη φάση του πρώτου, αλλά και του δεύτερου γκολ, ο Ριβάλντο καθάρισε τη Λάρισα με μια ικανότητα που είχε πάντα. Στο τρίτο γκολ ο Τζόρτζεβιτς έδειξε ότι, όταν τα χρόνια περνάνε, ο ποδοσφαιριστής για να επιβιώσει πρέπει να προσαρμοστεί.
Οταν η πάσα φτάνει στα πόδια του, ο Τζόρτζεβιτς έχει ένα βήμα αβαντάζ από τον αμυντικό της Λάρισας. Σε άλλες εποχές, ο Τζόρτζεβιτς θα είχε επιταχύνει, θα άρχιζε να κουνάει τα χέρια σαν ανεμόμυλος και θα πλάσαρε επιτυχημένα ή όχι. Τώρα, βλέποντας ότι η ταχύτητά του δεν αρκεί, άφησε την μπάλα να γκελάρει στο αριστερό, χάρισε το βήμα στον αμυντικό, αλλά μπόρεσε να ζυγίσει το σουτ και να εκτελέσει τον Κοτσόλη.
Αντίθετα, ο αμυντικός μπορεί να προσαρμόσει το παιχνίδι του στην απώλεια της ταχύτητας μέχρι ενός σημείου. Μέχρι του σημείου να μαντεύει την κατεύθυνση που θα έρχεται ο αντίπαλος, όταν έρχεται κατά μέτωπο, και να τον αναχαιτίζει. Τι γίνεται όμως όταν ο αντίπαλος έρχεται από το πλάι; Τρέχουμε και δεν φτάνουμε. Όπως έτρεχαν ο Σούρερ και ο Μπουλούτ τις δύο φορές που ο Σπάσιτς -ο οποίος δεν είναι και κανένας πιτσιρικάς- μπόρεσε να τους πάρει στη στροφή και να βγει στη γραμμή του άουτ. Το ότι δεν μπόρεσε να πλασάρει τον Νικοπολίδη, ήταν θέμα ικανότητας, το ότι μπόρεσε να ξεφύγει, περισσότερο από ικανότητα ήταν αδυναμία των αμυντικών του Ολυμπιακού.
Οσο για τη Λάρισα, έκανε μακράν το χειρότερο παιχνίδι της από την άνοδό της στην Α' Εθνική. Οι αμυντικοί της πούλαγαν, αν όχι χάριζαν, την μπάλα μπροστά στην περιοχή τους, τα χαφ υποκρινόντουσαν κάτι που δεν είναι και ποτέ δεν θα γίνουν και η μπάλα έφτανε στους μπροστινούς συμπτωματικά και με μπαλιές των 15-20 μέτρων. Εάν ήταν ένα προβλεπόμενο ψάρωμα από την πρώτη εμφάνισή τους στο Καραϊσκάκη, η χθεσινή εμφάνιση θα είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Εάν όμως είναι το ξεφούσκωμα, μετά τον αρχικό ενθουσιασμό, η Λάρισα πρέπει να βρει νέες εμπνεύσεις πριν οι ήττες γίνουν ο κανόνας.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






