Παλαιότερες

Mην κάνουμε την κονόμα ιδεολογία (Sportday / Αντώνης Πανούτσος)

Μετά το drive και το what you drive, το πάρκινγκ πρέπει να έρχεται στην 1677η θέση των αγαπημένων θεμάτων συζήτησης στα golf clubs. Μιλώντας όμως με τον Νίκο Κούλη για την απόρριψη κατασκευής γηπέδου της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, ένα από τα προβλήματα που ανέφερε ήταν το πάρκινγκ. «Ξέρεις πόσο κάνει να χτίσεις ένα πάρκινγκ των 2-2,5 χιλιάδων θέσεων;». Δεν ήξερα. Έκανα όμως μια προσπάθεια να θυμηθώ πόσο είχε στοιχίσει το πάρκινγκ του Καραϊσκάκη. Το είχε χρηματοδοτήσει η Οργανωτική Επιτροπή του 2004 και, με προδιαγραφές ασφαλείας για την περίπτωση τρομοκρατικής ενέργειας, το πάρκινγκ είχε πάει κάπου στα τρία δισεκατομμύρια δραχμές. Στα κουτουρού λοιπόν ανέφερα ένα αντίστοιχο ποσόν. «Λάθος», με διόρθωσε ο Κούλης. «Πάνω από 20 εκατομμύρια ευρώ», συνέχισε. «Ηταν ένα από τα στοιχεία που ανέβαζαν το κόστος κατασκευής γηπέδου στη Φιλαδέλφεια».
Η συζήτηση μου ήρθε στο μυαλό όταν διάβασα για τα εγκαίνια του υπόγειου πάρκινγκ στο «Φιξ». Συμπάσχω και συμπαρίσταμαι στην κακομοίρα την εταιρεία που ανέλαβε το κόστος του έργου. Είμαι πρόθυμος να παρκάρω τη μηχανή μου, να τραγουδήσω σε διασκευή το «Σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία» του Σαββόπουλου, να κάνω τα πάντα, τέλος πάντων, για να αποσβεστεί το κόστος της επένδυσης. Εάν λοιπόν έκανα όλα τα ανωτέρω, εάν υποσχόμουν ότι θα κάνω και πιάτσα στη Συγγρού, η εταιρεία μήπως κι αυτή από την πλευρά της θα σκεπτόταν να μη μαδήσει τόσο τους υποψήφιους πελάτες της; Γιατί, αν μπορώ να βγάλω άκρη από τον κατάλογο τιμολόγησης, για να αφήσει κάποιος το αυτοκίνητό του, να πάει στη δουλειά του και να επιστρέψει, ένα εννιάωρο δηλαδή χονδρικά, χρειάζεται να πληρώσει οκτώ ευρώ. Με την ταρίφα των ταξί, οκτώ ευρώ συν το εισιτήριο του μετρό πήγαινε-έλα το πάρκινγκ μάλλον θα αποθαρρύνει πελάτες του μετρό, δίνοντας την εντύπωση ότι η εταιρεία υπάρχει για να τους μαδάει, παρά θα αποθαρρύνει τους οδηγούς να μπαίνουν στο κέντρο. Για τους οδηγούς που δεν θα έχουν εισιτήριο του μετρό, το κόστος θα είναι έξι ευρώ η πρώτη ώρα και ένα ευρώ κάθε ώρα επιπλέον. Τώρα υπάρχει και ο αντίλογος. Ότι τα πάρκινγκ στο κέντρο της Αθήνας στοιχίζουν ένα δεκαρικάκι με το που μπαίνεις. Από την άλλη, ο Νέος Κόσμος δεν μπορεί να μπήκε σε καρούλια και να έγινε κέντρο. Συμπέρασμα; Μην κάνουμε την κονόμα ιδεολογία...

Γράφοντας για αυτοκίνητα, να πω ότι πριν από κάτι εβδομάδες στο ύψος του «Υγεία» με προσπέρασε ένα Cayenne με κοντό οδηγό και φιμέ τζάμια. Για τα τζάμια δεν έχω να πω τίποτα σημαντικό, αλλά ο οδηγός ήταν ο Ντέμης Νικολαΐδης. Ο οποίος δεν οδηγεί το όχημα ακριβώς στο «ζω, πεθαίνω» αλλά στο «ζω, πεθαίνεις». Ετσι όπως με πέρασε, ο επόμενος δεσπότης για μένα είναι Παναγιώτης.

Τσίλικο και μπάνικο αμαξάκι, Φεράρι του κουτιού, ξηγιέται και ο Γιούρκας Σεϊταρίδης. Ο οποίος έχει πάθος με τα αμάξια. Οταν είχε πάρει μεταγραφή από τον ΠΑΣ για τον Παναθηναϊκό, με τα πρώτα του λεφτά είχε αγοράσει μια μεταχειρισμένη Mercedes convertible και γκαζωμένος και ντολμπιασμένος έκανε τσάρκες στη Νέα Ιωνία.

Το αυτοκίνητο, πάντως, είναι το πάθος κάθε πιτσιρικά ποδοσφαιριστή που παίρνει μεταγραφή. Με το που πήγε στον Παναθηναϊκό ο Μάντζιος, το πρώτο που έκανε ήταν να ξηγηθεί Porsche και να την κυκλοφορήσει στη Νέα Σμύρνη. Παρ' όλο που η μισή μαγκιά τού να κυκλοφορείς μουράτο αμάξι στην πλατεία χάθηκε από τότε που πεζοδρόμησαν τον δρόμο μπροστά από τα Goody's.

Χάθηκε λοιπόν μια μεγάλη παράδοση της πλατείας, που ξεκινάει από τη δεκαετία του '70 και απαθανατίστηκε ακόμα και σε στίχους. Γιατί στον «Αδωνι» της Πρωτοψάλτη «η χοντρή» που πηγαίνει για να της φύγει το stress ήταν υπαρκτό πρόσωπο και όταν εμφανιζόταν στον «Αδωνι» παρκάριζε τη Ferrari μπροστά στις καρέκλες. Και οι Νεοσμυρνιώτες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις παραδόσεις τους. Ιδιαίτερα αυτές που έχουν να κάνουν με την πλατεία.

Κάθε Νεοσμυρνιώτης που σέβεται τον εαυτό του δεν μπορεί παρά να σέβεται τον αγώνα της «Αριστερής Παρέμβασης στους δρόμους της πόλης» (οι φίλοι της την φωνάζουν Αρπα) για την παραμονή της καφετέριας του «Γαλαξία» στο μάνατζμεντ του δήμου. Και εάν με το καλό ευοδωθεί η προσπάθεια, ελπίζω να συνεχιστεί και για την επαναφορά της «πιάτσας» στον ευρύτερο χώρο, πιάτσα που τροφοδοτούσε όλη την περιοχή μέχρι να χάσει τα πρωτεία από την πλατεία Κύπρου στην Καλλιθέα.

Ετσι όμως είναι οι Νεοσμυρνιώτες. Τη σέβονται την περιοχή τους. Οχι σαν το Κουκάκι, κάτω από την Ακρόπολη, σε κομμάτι που περιλαμβάνεται στην ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, εκεί που παλιότερα βρισκόταν το εστιατόριο του «Ζαφείρη», όπου επισκευάζεται το οίκημα. Δηλαδή τρόπος του λέγειν επισκευάζεται. Άφησαν μόνο τις παλιές κολόνες που τις έξυσαν, έβαλαν περιμετρικά σίδερα για μπετόν και ετοιμάζονται στην ουσία να χτίσουν καινούργιο σπίτι. Το βλέπει η Μαριγώ η σκύλα, σκέφτεται πόσα δέντρα θα είχαν προστεθεί για να τα κατουράει και κατεβάζει την ασπρισμένη μουσούδα της.

O ρόλος των μάνατζερ

Το πώς τον λες δεν έχει σημασία. Θέλεις να τον λες «μάνατζερ», θέλεις να τον λες «ατζέντη», θέλεις να τον λες «εκπρόσωπο», ο μάνατζερ του ποδοσφαίρου είναι και παραμένει αυτό που είναι. Η πιο μισητή -και αδικημένη- ύπαρξη του χώρου.

Οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ τον μισούν. Ο μάνατζερ είναι αυτός που κάθεται απέναντί τους προσπαθώντας να τους πάρει τα λεφτά. Για τον ιδιοκτήτη είναι άλλο να διαπραγματεύεται με έναν πεπειραμένο αντίπαλο και άλλο με έναν εικοσάρη που από τη θέση του έχει συνηθίσει να του λέει «Ναι, αφεντικό». Κάθε ιδιοκτήτης ΠΑΕ με ιστορική συνείδηση δακρύζει από νοσταλγία για τις εποχές του «Καπετάνιου». Οταν οι παίκτες υπέγραφαν λευκά συμβόλαια, με μόνη εγγύηση το «Κανένας δεν έχασε στον Παναθηναϊκό».
Η σχέση του με τους δημοσιογράφους είναι ευκαιριακή. Ο δημοσιογράφος τον χρειάζεται για να παίρνει την είδηση με το ρίσκο της γκέλας. Ο μάνατζερ το ίδιο, για να δημιουργεί ντόρο. «Και η Γουέστ Χαμ μπαίνει στο παιχνίδι της μεταγραφής του Πιλατόπουλου. Από την άλλη, στη σχέση τους υπάρχει πάντα το ίδιο σκοτεινό αντικείμενο του πόθου: ο παίκτης-ψάρακας, που το όνειρο και των δύο είναι να τον οδηγήσουν σαν τα σκυλιά των τυφλών στην καριέρα του, οι μεν για την είδηση, οι δε για το χρήμα..

Για τους οπαδούς ο μάνατζερ υπάρχει μόνο σαν το άτομο που ξελογιάζει τους πιτσιρικάδες της ομάδας. Οταν ο παίκτης έρχεται, ο μάνατζερ μένει στη σκιά. Την επιτυχία παίρνει ο πρόεδρος. Οταν ο παίκτης φεύγει, δεν φεύγει γιατί τον φέσωσαν, δεν φεύγει επειδή τον εκμεταλλεύθηκαν. Φεύγει επειδή τον «ξελόγιασαν οι μάνατζερ».

Φυσικά αναφέρομαι σε μάνατζερ. Οχι πατέρες, ξαδέλφια, part timers, παιδικούς φίλους και τα σχετικά. Στους επαγγελματίες μάνατζερ, που μπορεί να είναι παραμυθάδες (σχεδόν όλοι), μπορεί να είναι παραδόπιστοι (οι περισσότεροι), νούμερα (πάνω από τους μισούς) και να καρφώνουν ο ένας τον άλλον (περισσότεροι και από όλους), κάνουν όμως δύο πράγματα, που εάν δεν υπήρχαν δεν θα γινόντουσαν. Σαν τους παλιούς πραματευτάδες, προωθούν το εμπόρευμά τους από πόρτα σε πόρτα και μαζί και τον κυνισμό τους. Γιατί ο πιτσιρικάς ψήνεται από την πίστη στη φανέλα και την αιώνια ευγνωμοσύνη της ομάδας. Ο μάνατζερ ξέρει ότι η αγάπη του ιδιοκτήτη και των οπαδών τελειώνει με την τελευταία κλοτσιά στο τόπι. Ότι πριν σβήσει η ηχώ από την κλοτσιά το ίνδαλμα έχει γίνει ένας ακόμα ενοχλητικός που ζητάει αποκατάσταση. Εάν υπήρχε ένα «The house of the rising sun» στο ποδόσφαιρο για τα παιδιά που ξελογιάστηκαν από τις Σειρήνες, η φανέλα και το παραμύθι της κατέστρεψε πολλούς περισσότερους από τον πιο αδίστακτο μάνατζερ.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x