Μου άρεσε το ξέσπασμα του σερ Αλεξ Φέργκιουσον κατά των δημοσιογράφων. Εχει κάτι από Μαλεζάνι, Αλέφαντο, Κόκκαλη, Τζίγκερ, Αναστασιάδη κ.ά. Θέλω να πω ότι αυτά που είπε τα λένε και οι δικοί μας. «Αυτοί έχουν μίσος για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ», είπε το αφεντικό των «κόκκινων διαβόλων» και συμπλήρωσε: «Το μίσος τους υπάρχει πάντα. Αυτό υποθέτω πως συνδυάζεται με το γεγονός ότι είμαστε ένας σπουδαίος σύλλογος. Μπορώ να το καταλάβω λίγο, αλλά ξεπερνούν τα όρια. Αυτό που προσπαθούν να κάνουν είναι να "διχάσουν" τον σύλλογο, τους παίκτες από τους φιλάθλους και τους φιλάθλους από τους παίκτες». Μη μου πείτε ότι όλα αυτά δεν τα έχετε ακούσει από διάφορους και στην Ελλάδα.
Σε κάθε ομάδα, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, φταίνε οι δημοσιογράφοι. Κυρίως αυτοί που καταγράφουν τις συμφορές και αυτοί που τις προβλέπουν. Δημοσιογράφος που ποτέ του δεν πρόβλεψε δυστυχίες και πανηγύριζε τις νίκες μιας ομάδας, κλαίγοντας σαν μικρό παιδί, δεν είχε ποτέ του πρόβλημα με μια διοίκηση. Μόνο που όποιος δεν έχει κρίση (και τα βλέπει κατά συνέπεια παντού και πάντα όλα ρόδινα) δεν είναι δημοσιογράφος.
Καρκίνος
Ο σερ Αλεξ και όλοι όσοι στις κρίσεις καταφεύγουν σε ανάλογους αφορισμούς έχουν δίκιο σε ένα πράγμα: το να τρίβεις στη μούρη του άλλου τη δυσκολία του (μπορεί να) είναι ένδειξη μίσους ή «κωλύματος» -η διαφορά είναι μικρή. Αν κάποιος επισημαίνει κάθε μέρα σε κάποιον τα λάθη που τον οδήγησαν στην κακή κατάσταση που βρίσκεται, τον κάνει τούρμπο από τα νεύρα. Αν μάλιστα του υπενθυμίζει συνεχώς ότι αυτός το έβλεπε το κακό να πλησιάζει, τότε γίνεται συγκλονιστικά αντιπαθής: κανένας δεν συμπάθησε έναν γιατρό που του είπε ότι θα πεθάνει σε έξι μήνες από καρκίνο.
Σπίτι
Στην περίπτωση του σερ Αλεξ τα νεύρα του ξεκινούν από το γεγονός ότι εδώ και πολύ καιρό αρκετοί δημοσιογράφοι στην Αγγλία επισημαίνουν ότι είναι ώρα να πηγαίνει σπίτι, μπας κι έρθει στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κάποιος που θα φέρει νέους ενθουσιασμούς. Η διάγνωση του Τύπου είναι σωστή, αλλά ένας πολεμιστής, όπως ο σερ Αλεξ, αρνείται να το παραδεχτεί. Πιθανότατα έχει κι αυτός τα δίκια του: είναι θέμα οπτικής γωνίας.
Γωνία
Αυτό είναι συνήθως το πρόβλημα: η οπτική γωνία. Στο ποδόσφαιρο, αν πεις ότι ένα μπουκάλι είναι μισοάδειο δημιουργεί τρομερή διαφορά από το να πεις ότι είναι μισογεμάτο -ειδικά αν δικαιολογείς και την κρίση σου. Αν πεις ότι ο ΠΑΟ παίζει άσχημα, απλώς καταγράφεις την πραγματικότητα που ο άλλος βλέπει. Αν πεις ότι παίζει άσχημα και σε λίγο θα παίζει ακόμα χειρότερα, παίρνεις θέση. Το θέμα όμως είναι πόσο τη θέση αυτή τη στηρίζεις.
Ματαιοδοξία
Αντίθετα από αυτό που συμβαίνει με τον αναγνώστη ή τον τηλεθεατή που συνήθως εκτιμά μια τεκμηριωμένη γνώμη (ακόμα κι αν δεν συμφωνεί με αυτή ή αν εύχεται τα πράγματα να εξελιχθούν διαφορετικά), οι διοικήσεις των ομάδων, οι παίκτες και οι προπονητές σπανιότατα εκτιμούν τον τρόπο της προσέγγισης: το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το συμπέρασμα. Παντού (και όχι μόνο στην Ελλάδα) ειδικά οι διοικούντες έχουν τη ματαιοδοξία να πιστεύουν πως θα ακούν το σύνολο των δημοσιογράφων να υποστηρίζει ότι όλες οι κινήσεις τους είναι σωστές. Δεν είναι. Όπως δεν είναι σωστές και όλες οι κρίσεις των δημοσιογράφων. Αν ήμουν παράγοντας, θα με ενδιέφερε η εγκυρότητα της κρίσης και όχι το γιατί γίνεται. Όπως δεν έχει σημασία το αν ο καρδιολόγος μου είναι φίλος μου, έτσι δεν πρέπει να νοιάζομαι και για το αν ο δημοσιογράφος πονάει ή όχι την ομάδα.
Μέτωπα
Η οπτική ενός δημοσιογράφου θα έπρεπε να ενδιαφέρει πιο πολύ από τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια που προκαλεί. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να είναι αντιπαθητικοί για να είναι χρήσιμοι. Κυρίως πρέπει να αντέχουν να ανοίγουν μέτωπα: όσο πιο πολλά μέτωπα έχουν, τόσο μεγαλύτερη είναι η εγκυρότητά τους. Και γιατί δείχνουν ότι αντέχουν να είναι και οι ίδιοι υπό κρίση και γιατί πείθουν το κοινό ότι η κρίση τους δεν αποσκοπεί σε συμπάθειες, μεροκάματα, βολέματα κ.ά.
Προκοπή
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη καταστροφή από μια εταιρεία που μπλέκει με δημοσιογράφους, οι οποίοι λειτουργούν ως παράγοντες: ο δημοσιογράφος μεταφέρει τις δικές του αντιπάθειες (που αναπόφευκτα προκαλεί) στην ίδια την εταιρεία. Τη σέρνει πίσω του, την αναγκάζει να ζει τους δικούς του πολέμους και τις δικές του σταυροφορίες, ενώ ο σκοπός της εταιρείας είναι άλλος. Μια εταιρεία ποδοσφαιρική πρέπει να προκόβει. Αν χρησιμοποιηθεί σαν όχημα για να απαντήσει ο δημοσιογράφος σε όσους τον ενοχλούν ή έχουν «σκοτωθεί» μαζί του, αλίμονό της. Οι εταιρείες δεν πρέπει να ανοίγουν μέτωπα: αυτά είναι δουλειά των δημοσιογράφων.
Πρόβλημα
Ο σερ Αλεξ κάνει καλά που μιλάει έτσι για τους δημοσιογράφους. Εν τη σοφία του, ακόμα κι αν υπερβάλλει, τους κρατάει μακριά από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Το λάθος του (όπως και όλων όσοι πέφτουν στην παγίδα αυτή) είναι ότι μέσα από την επίθεσή του μεγαλώνει την αξιοπιστία του Τύπου: ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι οι δημοσιογράφοι μισούν τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, το γεγονός ότι αυτός γέρασε και ότι η ομάδα αποκλείστηκε στον πρώτο γύρο του Τσάμπιονς Λιγκ παραμένει και κανείς λογικός άνθρωπος δεν το χρεώνει στους δημοσιογράφους. Στο φινάλε, αυτοί και η σκληρή (ή άδικη) κριτική τους υπήρχαν και όταν η ομάδα κέρδιζε τα πάντα: επομένως αποκλείεται να είναι το πρόβλημα.
Καταστροφή
Αν η Γιουνάιτεντ του σερ Αλεξ εξαγόραζε όλους τους δημοσιογράφους, δεν θα κέρδιζε την Μπενφίκα στη Λισσαβώνα. Ομοίως δεν θα λύνονταν τα προβλήματα του ΠΑΟ ή του Ολυμπιακού, αν οι δημοσιογράφοι ισχυρίζονταν ότι αυτά δεν υπάρχουν. Το λάθος που οι δημοσιογράφοι κάνουν είναι ότι καμιά φορά παίρνουν τον ρόλο τους πολύ στα σοβαρά και πιστεύουν ότι με την κριτική τους μπορούν να σώσουν μια ομάδα. Ενώ μπορούν απλώς να την καταστρέψουν με το πολύ γλείψιμο...
Στασιμότητα
Ο τελευταίος μύθος του ελληνικού ποδοσφαίρου ήταν «ο μύθος του Θωμά που ήξερε πολλή μπάλα». Με την επιστροφή του Γιώργου Χατζάρα στο Αιγάλεω, το παραμύθι τελείωσε οριστικά: είναι ευκολότερο να βρεις πιτσιρικά που να πιστεύει ότι υπάρχει ο Αγιος Βασίλης, παρά άνθρωπο του ποδοσφαίρου που να θαυμάζει τη διαχείριση του Αιγάλεω από το αφεντικό του, όπως συνέβαινε κάποτε.
Γιατί έφυγε κάποτε από το Αιγάλεω ο Χατζάρας; Γιατί, σύμφωνα με τον Θωμά, ό,τι είχε να δώσει, το έδωσε και έπρεπε να δοκιμάσει να κάνει καριέρα σε μία ομάδα μεγαλύτερη. Αλλά και γιατί -όπως είχε πει σε μία συνέντευξή του στο «Φως»- η ομάδα έπρεπε να βρει καινούργιο ενθουσιασμό με έναν άλλο προπονητή, ο οποίος θα μπορεί να της δώσει κάτι καινούργιο. Ο Χατζάρας πήγε στον Αρη και δεν έσκισε. Το Αιγάλεω στον ενάμιση χρόνο της απουσίας του άλλαξε τρεις προπονητές (τον Ντεμόλ, τον Ντουμιτρέσκου και τον Βαζάκα) και είχε για λίγες μέρες και έναν τέταρτο, τον Βάλτερ Ζένγκα, ο οποίος δεν πρόλαβε να ξεκινήσει το πρωτάθλημα γιατί τρόμαξε και την κοπάνησε. Δεν ξέρω αν αυτοί οι προπονητές έδωσαν στην ομάδα κάτι: αυτό που ξέρω είναι ότι καμία σοβαρή ομάδα στον κόσμο δεν αλλάζει τόσους προπονητές σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, περιμένοντας πότε θα γυρίσει αυτός που την έφτιαξε.
Για τον Χατζάρα η επιστροφή στο Αιγάλεω είναι μια χαρά λύση. Άνεργος ήταν, οι μετοχές του ήταν εξαιρετικά πεσμένες, οι καιροί που κολακευόταν να ακούει ότι θα πάει στον Ολυμπιακό πέρασαν –αν δεν γύριζε στο Αιγάλεω, θα κατέληγε σε καμιά ομάδα της Β' Εθνικής στην καλύτερη περίπτωση. Τώρα ο κόουτς έχει ξανά την ελπίδα ότι θα βρει μια σειρά –μετά τον υποβιβασμό με τον Αρη, η επιστροφή στο θερμοκήπιο του Αιγάλεω είναι ευκαιρία δεύτερης καριέρας. Αν το πράγμα δεν πάει καλά, θα πει ότι ήταν λάθος του που γύρισε, αλλά το έκανε για τον φίλο του και ουδείς θα ασχοληθεί. Για τον Θωμά, όμως, τι σημαίνει αυτή η επιστροφή στο παρελθόν; Αδυνατώ να δω στην απόφαση αυτή τίποτα περισσότερο από τον πανικό του παράγοντα που δεν έχει ιδέες, κότσια, υπομονή και θέληση να δοκιμάσει κάτι άλλο. Ο Χατζάρας βολεύτηκε, ο Θωμάς απλώς παραδέχτηκε εμπράκτως την αδυναμία του να κάνει κάτι πιο πολύ από αυτό που είναι το Αιγάλεω σήμερα. Η αρχή της παρακμής είναι η στασιμότητα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






