Οι ομάδες όσο μεταβάλλονται σε επιχειρήσεις τόσο απομακρύνονται από τον υποστηρικτή τους, ειδικά εκείνες που μπορούν να ξεπεράσουν το τοπικό επίπεδο αναφοράς
Οι σχέσεις των φιλάθλων-οπαδών με την ομάδα που υποστηρίζουν έχουν αλλάξει δραματικά από την εποχή που το ποδόσφαιρο πέρασε στον αστερισμό του επαγγελματισμού.
Ειδικότερα δε από το '95 και μετά, όταν με την απόφαση Μποσμάν σχεδόν ολοκληρώθηκαν οι αλλαγές στο ποδόσφαιρο και οι ομάδες της γηραιάς ηπείρου άρχισαν να μεταμορφώνονται σε επιχειρήσεις, άλλες με λιγότερη και άλλες με μικρότερη επιτυχία. Τώρα, μία δεκαετία μετά την απόφαση Μποσμάν, κάνοντας έναν πρώτο απολογισμό, ανάμεσα σε όλα τα άλλα θα παρατηρούσαμε χωρίς δυσκολία ότι οι σχέσεις των ομάδων με τους οπαδούς τους και τους υποστηρικτές τους έχουν χειροτερέψει. Οι ομάδες, όσο περισσότερο μεταβάλλονται σε επιχειρήσεις τόσο περισσότερο απομακρύνονται από τον υποστηρικτή τους, ειδικά εκείνες που μπορούν να ξεπεράσουν το τοπικό επίπεδο αναφοράς. Να απευθυνθούν σε ανθρώπους που βρίσκονται έξω από το «βεληνεκές» της έδρας. Ο φίλαθλος-οπαδός δεν έχει κανένα λόγο –ούτε καν συμβουλευτικό– στις αποφάσεις της διοίκησης μιας επαγγελματικής ομάδας.
Η σχέση του φιλάθλου-οπαδού με την ομάδα, φυσικά, δεν είναι σε όλες τις χώρες η ίδια, αφού είναι διαφορετικά και τα μοντέλα οργάνωσης. Ας αφήσουμε προς το παρόν το εξωτερικό και ας δούμε λίγο την Ελλάδα. Οπου η κυριαρχία του πατερναλιστικού μοντέλου του «πατερούλη-προέδρου» είναι δεδομένη. Στο ελληνικό ποδόσφαιρο ο φίλαθλος-οπαδός δεν έχει λόγο στα θέματα της ομάδας που υποστηρίζει. Έχω την εντύπωση ότι δεν έχει λόγο γενικότερα στα θέματα που αφορούν στο ποδόσφαιρο. Βέβαια, αυτό σε ορισμένους φαίνεται λογικό. Το επιχείρημα είναι ότι δεν μπορεί ο πρόεδρος -επενδυτής- παράγοντας να ζητεί τη γνώμη των οπαδών-φιλάθλων για το πού ή το πώς θα διαθέσει τα χρήματά του, στην ομάδα που αποτελεί την ιδιοκτησία του. Το επιχείρημα, παρ' όλο που μοιάζει λογικό, «μπάζει» από πολλές πλευρές. Πολλοί βολεύονται να ξεχνούν τον κοινωνικό χαρακτήρα του αθλητισμού, ενώ δεν αναρωτιούνται για το πόσοι είναι οι πρόεδροι-επενδυτές στην Ελλάδα που πραγματικά βάζουν χρήματα στις ομάδες.
Που αντιμετωπίζουν την ομάδα με την επιχειρηματική λογική της επένδυσης χωρίς να αδιαφορούν για το μότο «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο». Η πλειονότητα αυτών των προέδρων - επενδυτών είτε χρησιμοποιεί την ομάδα ως ένα ακριβό χόμπι, που του δίνει βάση για προβολή, είτε ως ένα φορολογικό εργαλείο (φοροαπαλλαγές π.χ.) προς όφελος άλλων επιχειρήσεων που διαθέτει, άλλες φορές πάλι η ομάδα χρησιμοποιείται σαν ασπίδα ή σαν δόρυ, ανάλογα με τις επιδιώξεις του ιδιοκτήτη που δεν έχουν σχέση με το ποδόσφαιρο. Ακόμη, η ομάδα πολλές φορές, χρησιμοποιείται ως ένα μαγαζί που θα πουληθεί σε κάποιον άλλον «επενδυτή» -αφού τα όποια χρέη θα ρυθμιστούν από την πολιτεία- και θα αποφέρει κέρδη στον πωλητή, ή σαν ένα πολύ καλό «πλυντήριο» χρήματος. Αυτού του τύπου οι πρόεδροι έχουν «γραμμένους» κανονικά τους φιλάθλους, αφού τα χρήματα είναι κυρίως στα τηλεοπτικά δικαιώματα, ενώ έχουν σε υπόληψη μια μερίδα οπαδών, που αποτελεί τον στρατό των πραιτοριανών του προέδρου και έτσι χρησιμοποιείται.
Για τους υπόλοιπους προέδρους-επενδυτές, που πραγματικά τοποθετούν κεφάλαια σε μία ποδοσφαιρική ομάδα, υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα. Η ομάδα-προϊόν απευθύνεται σε ένα target group που στόχος είναι να διευρύνεται όλο και περισσότερο. Και αυτό το target group, όπως είναι φυσικό, διευρύνεται όσο μεγαλύτερες είναι οι επιτυχίες της ομάδας. Όμως, η γνώμη του πελάτη-φίλαθλου για την τιμή των εισιτηρίων, για παράδειγμα, δεν υπολογίζεται; Και αν υπολογίζεται, με ποιον τρόπο αυτό συμβαίνει; Στην περίπτωση που ο πελάτης-φίλαθλος διαφωνεί με κάποιες επιλογές της διοίκησης, συνήθως αυτό θα αποτυπωθεί στη μείωση της εμπορικότητας της ομάδας, με την πτώση της κίνησης των εισιτηρίων για παράδειγμα. Η αντίδραση δηλαδή του φίλαθλου-οπαδού είναι η αποχή.
Πόσο αποτελεσματική είναι όμως μία τέτοια στάση, όταν τα έσοδα από τα εισιτήρια αποτελούν στην πλειονότητα των περιπτώσεων ποσοστό πολύ λιγότερο από το 20%-30% των συνολικών εσόδων; Πολλές φορές οι αντιδράσεις των οπαδών είναι φωτιές, μολότοφ και σπασμένα κεφάλια. Μια αντίδραση που δεν αποτελεί πρόταση. Δεν είναι θέση. Σε ένα «διάλογο μολότοφ» ο οπαδός θα βγει χαμένος. Εκείνο που πραγματικά λείπει είναι οι προτάσεις. Προτάσεις με τις οποίες θα «αναβαθμίζεται» η θέση του φιλάθλου, θα ακούγεται η φωνή του. Επαναφέρω μία πρόταση για σκέψη και συζήτηση που είχα υποβάλει και πριν από τρία χρόνια. Μία πρόταση που είναι βασισμένη στο «κοινοβούλιο φιλάθλων», το οποίο λειτουργεί για περισσότερο από μία 25ετία στην Μπαρτσελόνα. Οι σύνδεσμοι των οργανωμένων φιλάθλων, που αριθμούν περίπου 134.000 οργανωμένα μέλη και εκλέγουν τον πρόεδρο, εκλέγουν και κάθε 4 χρόνια 3.000 εκπροσώπους τους σε αυτό το «κοινοβούλιο φιλάθλων».
Ενα σώμα που λειτουργεί συμβουλευτικά στο πλευρό του κάθε προέδρου. Τα 3.000 μέλη είναι κατά τη γνώμη μου ένας λογικός αριθμός για μία ομάδα όπως η Μπάρτσα, αλλά μάλλον δυσλειτουργικός. Αν κάτι ανάλογο θα είχαμε την πρόθεση να εφαρμόσουμε στην Ελλάδα, ένα «κοινοβούλιο» για κάθε ομάδα (που καλό θα ήταν να ξεκινήσει με πρωτοβουλία των ιδιοκτητών), θα έπρεπε παράλληλα να προχωρήσουμε και στην αλλαγή του τρόπου σύστασης και λειτουργίας των οργανωμένων συλλόγων φιλάθλων. Των συνδέσμων.
Για να λειτουργούν δημοκρατικά και σε συνθήκες διαφάνειας, ώστε να μπορούν να διαδραματίσουν έναν ουσιαστικότερο ρόλο στη διαμόρφωση της ποδοσφαιρικής πραγματικότητας του αύριο. Όμως αυτά είναι ψιλά γράμματα. Και τα ψιλά γράμματα, ως γνωστόν, δεν τα διαβάζει σχεδόν κανείς.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






