«Τώρα, ας μιλήσουμε για ποδόσφαιρο...». Είπαν πολλά και θυμήθηκαν ακόμα περισσότερα. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 και τον Μουσολίνι, τον Μεάτσα και το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα της μεγάλης ομάδας της Τορίνο
Διαβαζοντας το προχθεσινό -εξαίρετο- κείμενο του Κώστα Αναστασόπουλου στις αθλητικές σελίδες της «Ελευθεροτυπίας» για την boxing day και τον τρόπο που οι Αγγλοι χρησιμοποίησαν κατά καιρούς το ποδόσφαιρο ως μέσο διαμαρτυρίας και αντίστασης σε απαγορεύσεις που τους επέβαλλαν οι πολιτικές ή θρησκευτικές αρχές, θυμήθηκα μία άλλη ιστορία για το ποδόσφαιρο (…και όχι μόνο).
Μια ιστορΙα την οποία είχα γράψει και παλιότερα, αλλά που είναι πάντα επίκαιρη. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, που οι κάθε λογής εξουσίες ροκανίζουν ελευθερίες και δικαιώματα, πάντα «για το καλό μας». Κάποτε, λοιπόν, λέει ο μύθος, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ο τελευταίος μεγάλος ηγέτης της ιταλικής αριστεράς, συναντήθηκε με τον συγγραφέα Ιταλό Καλβίνο.
Ο ΚαλβIνο είχε πάει να τον επισκεφθεί στη Σαρδηνία, όπου ο Μπερλινγκουέρ συνήθιζε να περνά τα καλοκαίρια του. Ενα τόπο που λάτρευε, από τον καιρό της εξορίας του εκεί. Σε ένα μικρό σπίτι, στην κορυφή ενός λόφου που εξείχε σαν ερημονήσι ριγμένο στη μέση μιας θάλασσας με λιόδενδρα, οι δύο σύντροφοι κουβέντιασαν σχεδόν για όλα, μέχρι την ώρα που άρχισε να δύει ο ήλιος.
ΤOτε, εκεIνη ακριβώς τη στιγμή που άρχισαν να καταλαγιάζουν όλοι οι θόρυβοι της μέρας, σαν κάποιος να γυρίζει ένα αόρατο διακόπτη και να χαμηλώνει την ένταση, ο Μπερλινγκουέρ σηκώθηκε από την αυλή και μπήκε για λίγο στο εσωτερικό του μικρού σπιτιού. Μόλις ξαναβγήκε και κάθισε αντίκρυ στον Καλβίνο, τελείως ξαφνικά σαν να ερχόταν από τον ουρανό, ο τόπος πλημμύρισε με τον ύμνο της Διεθνούς που ξεχύθηκε στη θάλασσα με τα λιόδενδρα και άρχισε να κατακάθεται, μαλακά, όπως το σκοτάδι.
Οι δΥο AνδρεΣ άκουσαν τον ύμνο αμίλητοι. Οταν τελείωσε, ο συγγραφέας που κατάλαβε τότε τι εξυπηρετούσαν εκείνα τα δύο μεγάφωνα στις γωνίες της μικρής ταρατσούλας που έμοιαζαν με τους τηλεβόες των διαδηλωτών, πρόσφερε τσιγάρο στον πολιτικό και εκείνος του είπε: «Τώρα, ας μιλήσουμε για ποδόσφαιρο...». Είπαν πολλά και θυμήθηκαν ακόμα περισσότερα. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 και τον Μουσολίνι, τον Μεάτσα και το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα της μεγάλης ομάδας της Τορίνο, της θρυλικής «Γκρανάντα», μέχρι και το περιστατικό με τον γραμματέα του κόμματος, τον ΠαλμίροΤολιάτι, που είχε παρατήσει στη μέση μια συνεδρίαση του πολιτικού γραφείου για να πάει στο γήπεδο και να δει ένα παιχνίδι της Γιουβέντους. Ο πολιτικΟΣ ρωτούσε τον συγγραφέα για τα στοιχεία που κάνουν το ποδόσφαιρο τόσο αγαπητό στις μάζες. Ο συγγραφέας μπορούσε να δώσει μια απάντηση σύμφωνη με τη μαρξιστική διαλεκτική και τη φιλοσοφία. Διάλεξε, όμως, να πει στον πολιτικό ένα παραμύθι.
«ΜIα φορA κι έναν καιρό», άρχισε να διηγείται ο Καλβίνο, «υπήρχε κάπου ένα χωριό στο οποίο απαγορεύονταν τα πάντα. Κι επειδή το μόνο πράγμα που δεν απαγορευόταν ήταν το ποδόσφαιρο, οι κάτοικοι συγκεντρώνονταν σε ένα μεγάλο λιβάδι που βρισκόταν έξω από το χωριό και περνούσαν τις μέρες τους παίζοντας ποδόσφαιρο. Οι απαγορεύσεις που είχαν επιβληθεί στους κατοίκους δεν επιβλήθηκαν μια κι έξω, αλλά μία-μία και πάντα για λογικές αιτίες. Ετσι δεν υπήρξε άνθρωπος που να φέρει αντίρρηση ή να μην προσαρμοστεί. Και πέρασαν τα χρόνια. Κάποια μέρα οι άρχοντες διαπίστωσαν πως δεν υπήρχε λόγος να είναι όλα απαγορευμένα και έστειλαν αγγελιαφόρους να ανακοινώσουν στους κατοίκους του χωριού ότι μπορούσαν πλέον να κάνουν ό,τι ήθελαν. Οι αγγελιαφόροι πήγαν σε όλα εκείνα τα μέρη όπου συνήθιζαν να συγκεντρώνονται οι κάτοικοι του χωριού. "Ξέρετε", ανήγγειλαν στους κατοίκους του χωριού, "δεν απαγορεύεται πλέον τίποτε". Οι κάτοικοι του χωριού, όμως, δεν τους έδωσαν σημασία και συνέχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο. "Μα, καταλάβατε τι σας είπαμε;", επέμειναν οι αγγελιαφόροι. "Είστε πια ελεύθεροι να κάνετε ό,τι θέλετε". "Καλά", απάντησαν οι κάτοικοι του χωριού. "Εμείς θα παίξουμε ποδόσφαιρο". Οι αγγελιαφόροι προσπάθησαν να τους θυμίσουν σε πόσες όμορφες δραστηριότητες επιδίδονταν στο παρελθόν. Ασχολίες τις οποίες θα μπορούσαν να έχουν από τώρα και στο εξής. Οι κάτοικοι του χωριού δεν τους έδιναν καμία σημασία και συνέχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο χωρίς διακοπή. Οι αγγελιαφόροι, αφού είδαν ότι όλες οι προσπάθειές τους απέβησαν μάταιες, έτρεξαν να ενημερώσουν τους άρχοντες. "Σιγά το πρόβλημα", είπαν οι άρχοντες μόλις το πληροφορήθηκαν. "Θα απαγορεύσουμε το ποδόσφαιρο". Μόλις, όμως, οι χωρικοί πληροφορήθηκαν την καινούργια απαγόρευση, επαναστάτησαν και σκότωσαν όλους τους άρχοντες. Υστερα και χωρίς να χάσουν καιρό, άρχισαν να ξαναπαίζουν ποδόσφαιρο».
Ο μΥθοΣ δεν αναφέρει τα σχόλια που μπορεί να έκανε ο Μπερλινγκουέρ σε αυτή την ιστορία. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν έκανε κανένα σχόλιο. Ούτε ζήτησε ερμηνείες. Γιατί γνώριζε καλά ότι τη ζωή όπως και το ποδόσφαιρο ούτε τα απαγορεύεις ούτε τα ερμηνεύεις. Τα ζεις αγωνιζόμενος για να τα κάνεις καλύτερα. Αρκεί να έχεις ψυχή. Ψυχή, που ένα μικρό κομμάτι της ίσως να είναι από γρασίδι.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






