Ολες αυτές οι δίκαιες βραβεύσεις του Ροναλντίνιο μού δημιούργησαν ένα χριστουγεννιάτικο προβληματισμό. Ποιο είναι αυτό το παράξενο (υποσυνείδητο θα έλεγα) κριτήριο που μας κάνει κατά καιρούς όλους να συμφωνούμε για το ότι κάποιος ποδοσφαιριστής (ένας και μόνο) είναι ο καλύτερος του κόσμου; Η τιμή της επιλογής ενός και μόνο κορυφαίου υπάρχει μόνο στο ποδόσφαιρο. Είναι πολύ δύσκολο να πεις τον καλύτερο μιας δεκαετίας στο μπάσκετ, αν δεν μιλάμε για κάποιο ιερό τέρας, όπως ο Μάικλ Τζόρνταν. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να βρεις τον κορυφαίο του βόλεϊ –γιατί το ίδιο το παιχνίδι έχει πολύ μοιρασμένους και ισάξιους ρόλους. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να το πεις για το πόλο, το χάντμπολ, το ράγκμπι.
Φυσικά και όλα τα ομαδικά σπορ έχουν τους «μύθους» τους. Ο Λάρι Μπερντ και ο Μάτζικ Τζόνσον άλλαξαν το μπάσκετ. Ο Πέτροβιτς έκανε τους Αμερικανούς να δουν με σεβασμό τους Ευρωπαίους. Ο Μανουέλ Εστιάρτε έδειξε ότι και στο πόλο μπορεί να υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία κινήσεων. Ο Αντρεά Τζιάνι έπαιζε όλες τις θέσεις στο βόλεϊ και ο Κίραλι έδειξε ότι και στις παραλίες της Καλιφόρνια μπορεί να γεννηθούν αθλητικές ιδιοφυές. Η διαφορά στην προσέγγιση των μεγάλων ποδοσφαιριστών (εκτός από τη δημοφιλία του ίδιου του σπορ, που είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη) έχει να κάνει, πιστεύω, με το ότι το ποδόσφαιρο μετεξελίσσεται συνεχώς (σε σχέση κυρίως με τα σπορ σάλας) και οι κατά καιρούς κορυφαίοι του δεν δημιουργούν απλώς το άτυπο hall of fame του, αλλά είναι και οι εκφραστές της αλλαγής του. Κάθε εποχή γεννά παίκτες που «εκμεταλλεύονται» την αλλαγή των συνθηκών για να ξεχωρίσουν. Κάποιοι προηγούνται της εποχής, κάποιοι είναι απολύτως συμβατοί με το πλαίσιο της, κάποιοι πολύ περισσότερο αναγκάζουν τη ΦΙΦA να αλλάξει τους κανόνες του.
Σκηνικό
Η εποχή μέσα στην οποία ο ποδοσφαιριστής μεγαλουργεί (το σκηνικό της ερμηνείας του, για να το πω κάπως αλλιώς) είναι ένα στοιχείο εξίσου σημαντικό με τους τίτλους που έχει κερδίσει, με το ειδικό βάρος του και με τον θαυμασμό που ξέρει να προκαλεί –δηλαδή με τα τρία στοιχεία που κάνουν έναν παίκτη να ξεχωρίσει. Ο Φαν Μπάστεν δεν κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο, όμως πείθει ότι υπήρξε κατιτίς καλύτερος από τον Κέμπες ή ακόμα και τον Γκερτ Μίλερ. Ο Κρόιφ επίσης δεν κατάφερε να κερδίσει κάτι σπουδαίο με την εθνική Ολλανδίας, πλην όμως είναι πιο μεγάλος από τον Ματέους ή τον Μπρούνο Κόντι, που έγιναν πρωταθλητές κόσμου και μάλιστα είχαν και καθοριστική συμμετοχή στην επικράτηση της ομάδας τους. Και ο Κρόιφ και ο Φαν Μπάστεν είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα της εποχής που έπαιξαν ποδόσφαιρο. Καθόρισαν το στυλ της γενιάς που τους αγάπησε, προσδιόρισαν το γούστο της, «έγραψαν» ωραία στο φακό. Οι άλλοι έπαιξαν καλή μπάλα, κέρδισαν τίτλους, μαγνήτισαν με τις εμφανίσεις τους. Αλλά δεν ήταν κομμάτια βιτρίνας. Ο ποδοσφαιρόφιλος είναι ένας καλός συλλέκτης –μην το ξεχνάτε αυτό.
Ετρεχε
Ο Σίβορι είχε πει ότι ο Πελέ έτρεχε με την μπάλα, τον καιρό που οι άλλοι έκαναν ντρίμπλες στο ίδιο πάντα τετραγωνικό. Ο Μπεκενμπάουερ έδειξε ήδη από το Παγκόσμιο Κύπελλο του '74 ότι ένας προικισμένος αμυντικός μπορεί να κουμαντάρει μια ομάδα από τα μετόπισθεν. Ο Πελέ κατάργησε τη στατικότητα του επιθετικού και ο Μπεκενμπάουερ οδήγησε τη σκέψη των προπονητών σε άλλους δρόμους. Αν οι δύο αυτοί είχαν παίξει μια δεκαετία αργότερα, τα ιδιαίτερα στοιχεία τους θα τους έκαναν πάλι μεγάλους. Η εποχή όμως που έπαιξαν τους έκανε μοναδικούς.
Ηρωας
Ο αληθινά μεγάλος παίκτης αντλεί τον σεβασμό του πλήθους, «χρησιμοποιώντας» τις συνθήκες. Ενίοτε τις αλλάζει ή σε πείθει ότι επιβιώνει κόντρα σε αυτές. Ο Μαραντόνα έγινε μεγάλος και γιατί ο Τζεντίλε τον έπαιξε, όπως τον έπαιξε, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982. Ο κόσμος έβλεπε τον σκληρό Ιταλό να τον τραβάει από τη φανέλα, να κολλάει σαν βδέλλα πάνω του, να τον δέρνει για ενενήντα λεπτά. Ο Τζεντίλε δεν έκανε κάτι ανήθικο –τότε έτσι έπαιζαν τα μπακ. Αλλά αυτή η υπέρμετρη σκληρότητα που ο αμυντικός κατέθετε για να σταματήσει τον κοντούλη Ντιέγκο, έδινε την ίδια στιγμή στον Αργεντινό τη δυνατότητα να σκάψει τα θεμέλια του μύθου του. Ο κόσμος έμενε άφωνος από την αντοχή του, αλλά και από το δέος που προκαλούσε στον αντίπαλο. Οι Ιταλοί απέκλειαν την Αργεντινή και ο Ντιέγκο έβαζε υποψηφιότητα για να γίνει ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών. Παράδοξο; Οχι φυσικά. Ο κόσμος υποσυνείδητα καταλάβαινε ότι ο αποκλεισμός ήταν μια λεπτομέρεια στο σενάριο. Είχε βρει τον ήρωα της εποχής του, αυτόν που θα ασχολούνταν μαζί του για χρόνια.
Σακάτεμα
Ο Μαραντόνα κατάργησε το ποδόσφαιρο της μακρινής μπαλιάς. Οι προπονητές έβαζαν τα δεκάρια κοντά στους επιθετικούς, οι χαφ κόλλαγαν στην άμυνα, οι προπονητές έφεραν διαβολιές, όπως το πρέσινγκ, για να αντιμετωπίσουν τους παίκτες που έρχονταν με την μπάλα κατά μέτωπο, το παιχνίδι έγινε σκληρότερο και χειρότερο. Μετά η ΦΙΦA άλλαξε τους κανονισμούς, επέβαλε στους διαιτητές να τιμωρούν ευκολότερα, δυσκόλεψε την εφαρμογή του τεχνικού οφ σάιντ. Οι ομάδες απλώθηκαν υποχρεωτικά λίγο περισσότερο και στους κενούς χώρους της μεσαίας γραμμής, που από το 1986 έως το 1996 είχαν εξαφανιστεί, εμφανίστηκε το φαινόμενο Ροναλντίνιο. Οπως η εποχή επέβαλε. Βλέπω τη φάση του δεύτερου γκολ που πετυχαίνει στο «Μπερναμπέου» εναντίον της Ρεάλ. Αν ο Ιβάν Ελγκέρα λεγόταν Γκοϊκοετσέα, θα τον είχε σακατέψει στη δεύτερη προσποίηση.
Ξύλο
Διάβαζα πριν από λίγες μέρες τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο, που έγραφε ότι δεν τον ψήφισαν ως κορυφαίο προπονητές όπως ο Αραγονές, ο Κλίνσμαν ή ο ίδιος ο Ζίκο. Νομίζω ότι η εξήγηση είναι απλή: μεγαλώνοντας όλοι γινόμαστε πιο συντηρητικοί, κολλάμε στην εποχή μας. Βάζω στοίχημα ότι ο Ζίκο, όταν βλέπει πώς παίζουν οι χαφ σήμερα τον «Ρόνι», θυμώνει όσο σκέφτεται το ξύλο που έτρωγε αυτός. Κατανοητό και ανθρώπινο. Αλλά ο Ροναλντίνιο σπριντάρει στο μέλλον και το να θυμάσαι τα δικά σου είναι σχεδόν μίζερο...
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






