Το όνομα του Δημήτρη Διαμαντίδη το πρωτάκουσα πριν από 5 χρόνια, όταν ο Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, ισχυρός ανήρ του Ηρακλή τότε και του τόπου ανέκαθεν, κάλεσε τους δημοσιογράφους για γεύμα γνωριμίας στην έπαυλη-μουσείο που διαθέτει στο Κεφαλάρι. Οταν έπαψα να χαζεύω τα εκθέματα και τη διακόσμηση, αποφάσισα να συμμετάσχω στην μπασκετική συζήτηση, η οποία περιστρεφόταν γύρω από το νέο αστεράκι του Ηρακλή, τον Σοφοκλή Σχορτσιανίτη. Ο άγνωστος στο ευρύ κοινό τινέιτζερ είχε μόλις κάνει το ντεμπούτο του (σε αγώνα με τον Ολυμπιακό μάλιστα) και ανύποπτη η φίλαθλη Ελλάδα προσπαθούσε να καταλάβει πώς είναι δυνατόν αυτό το παιδί να έχει τέτοια σωματική διάπλαση και τέτοιο σοκολατί χρώμα.
Προπονητής του Ηρακλή ήταν τότε ο ξεχασμένος Ηλίας Αρμένης. «Έλα να σου πω», με κάλεσε κοντά του κάποια στιγμή. «Ξέχνα τον Σοφοκλή. Αργεί ακόμα η ώρα του. Το πραγματικό αστέρι της ομάδας είναι αυτός που κάθεται αμίλητος στη γωνία. Το λένε Διαμαντίδη και θα αφήσει εποχή».
Δεν τον πολυπίστεψα. Ο Διαμαντίδης (βρήκα στο βιογραφικό του ότι) ήταν ήδη 20 χρονών, με σκόρπιες συμμετοχές στις μικρές Εθνικές ομάδες. Πότε πια περίμενε να βγει από το αβγό; Λίγες εβδομάδες αργότερα, σε ένα ματς στο Μαρούσι, τον είδα να μπαίνει αλλαγή στη θέση του Καράσεφ και ένιωσα το σαγόνι μου να πέφτει στο πάτωμα. Το πηγαίο ταλέντο του μικρού και η απίστευτη αντίληψη του παιχνιδιού τον έκαναν να ξεχωρίζει αμέσως, στο σχετικά έμπειρο μάτι. Υποψιάζομαι ότι πρώτος απ' όλους γέμισα τους τηλεοπτικούς αιθέρες με κοσμητικά. Ψάξτε το βίντεο και θα με θυμηθείτε.
Εκείνη τη χρονιά ο Δημητράκης έπαιξε ελάχιστα (μ.ό. 14 λεπτά), αλλά από την επόμενη ξεκίνησε τον ανηφορικό δρόμο προς την κορυφή. Τα αιώνια οικονομικά προβλήματα του Ηρακλή του χάρισαν άφθονο χρόνο συμμετοχής και ο μικρός αντάμειψε τους προπονητές του οδηγώντας την ταπεινή ομάδα σε πτήσεις απροσδόκητα υψηλές. Ποιος πιστεύατε ότι ήταν το μυστικό πίσω από τη σταθερά επιτυχημένη πορεία του «Γηραιού» στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας; Μετά το φευγιό του Διαμαντίδη, ο Ηρακλής ξανάγινε μετρίως μέτριος, καταδικασμένος να φυτοζωεί.
Οταν ο Ιωαννίδης πρωτοπήρε το Διαμαντίδη στην Εθνική ομάδα, στο Ευρωμπάσκετ της Σουηδίας, το 2003, ελπίζαμε να δούμε τη γέννηση ενός νέου ηγέτη. Αποδείχθηκε ότι ήταν ακόμα νωρίς. Με όλα τα αγωνιστικά του χαρίσματα, ο νεαρός άσος χρειαζόταν ενθάρρυνση και «ψήσιμο» για να καταθέσει το σπάνιο ταλέντο του στο παρκέ. Καλά καλά, ούτε τη φωνή του δεν τολμούσε να υψώσει. Για να συνειδητοποιήσει την αξία του και να πετάξει νύχια, χρειάστηκε να μετρήσει τον εαυτό του μια σεζόν ολόκληρη δίπλα στους λαμπρούς αστέρες του Παναθηναϊκού και ενώπιον της αυθεντίας του Ομπράντοβιτς. Φαίνεται ότι αυτός ήταν ο καταλύτης που βοήθησε την εκτόξευσή του.
Πλέον, πέντε χρόνια έπειτα από εκείνο το σουαρέ στη βίλα του Εμφιετζόγλου, ο Διαμαντίδης είναι ο κορυφαίος μπασκετμπολίστας που αγωνίζεται στη γηραιά ήπειρο. Τη μέρα που έβαλε εκείνο το τρίποντο στους Γάλλους, ένιωσα ότι ξημέρωσε η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μας και είπα στο ραδιόφωνο ότι «αυτός είναι ο καινούριος θεός του ελληνικού μπάσκετ». Τον ψήφισα λοιπόν πρώτο και καλύτερο σε όλα τα γκάλοπ των ημερών και ελπίζω ότι το ίδιο θα υποχρεωθώ να κάνω και του χρόνου. Και του χρόνου!
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






