Ο διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας είναι τόσο απαραίτητος όσο ο διαχωρισμός κράτους και πρωταθλητισμού. Δύο γενναίες αποφάσεις που είναι αδύνατο να παρθούν από μία δειλή κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει ελάχιστη ευθύνη για τη σχέση κράτους και πρωταθλητισμού. Η αρχή του παρά φύσιν γάμου βρίσκεται στην εποχή της δικτατορίας, όταν οι συνταγματάρχες χρειάστηκαν ένα χώρο διεθνών επιτυχιών για να δώσουν υπερηφάνεια σε μία απομονωμένη χώρα. Από την αρχή είχαν φανεί οι επιπτώσεις. Το ντόπινγκ, που εμφανίστηκε στον ελληνικό στίβο στις αρχές της δεκαετίας του '70, και ο υπερπατριωτισμός, που εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στο στάδιο Καραϊσκάκη, όταν το 1971 ένα πρωτόγνωρο ποδοσφαιροποιημένο κοινό αποδοκίμαζε τους αντιπάλους του Παπανικολάου. Τρία χρόνια αργότερα, η δικτατορία θα γινόταν οριστικά παρελθόν. Η σχέση όμως κράτους και πρωταθλητισμού θα έμενε προσωρινά παρελθόν. Μέχρι το ΠΑΣΟΚ της πρώτης τετραετίας να επαναφέρει το σύστημα στη σοσιαλιστική και πιο άγρια μορφή του.
Αρχιερέας της διαφθοράς του ελληνικού αθλητισμού θα γινόταν ο Κίμων Κουλούρης. Μεταφέροντας μια μαοϊκή νοοτροπία στον ερασιτεχνικό αθλητισμό, στον οποίο μόνο μία σοσιαλιστική ηγεσία μπορούσε να φέρει αποτελέσματα, ο Κουλούρης προσέθεσε στο αθλητικό λεξιλόγιο τη λέξη «άλωση». Να αλώσουμε τις ομοσπονδίες από τα χέρια της Δεξιάς.
Κλείνοντας «κάνουλες», αλλά αφήνοντας τις κάνουλες των ομοσπονδιών με σοσιαλιστικές διοικήσεις ανοιχτές, ο Κουλούρης έστελνε το μήνυμα. «Συμπορευτείτε με την κυβέρνηση. Τουλάχιστον, αν θέλετε λεφτά…». Δεν είναι συμπτωματικό ότι οι μόνες ομοσπονδίες που άντεξαν τον κυβερνητικό οικονομικό στραγγαλισμό ήταν της ιππασίας και της σκοποβολής, δύο αθλήματα με τα οποία κατά τεκμήριον ασχολούνται εύποροι ερασιτέχνες αθλητές. Οι υπόλοιπες ομοσπονδίες, αργά ή γρήγορα, ακολούθησαν την πολιτική γραμμή, δημιουργώντας γιγάντιους αθλητικοπατέρες, όπως τον Διαθεσόπουλο και τον Μπελιγράτη, που επιζούν μέχρι σήμερα.
Ο μηχανισμός είχε λειτουργήσει. Οι ομοσπονδίες είχαν αλωθεί από το ΠΑΣΟΚ, αλλά έπρεπε να υπάρξουν κάποια στοιχεία που να δείχνουν ότι υπήρξε πρόοδος. Σ' αυτό το σημείο ξεκινάει η παράνομη σχέση του κράτους με τον πρωταθλητισμό. Ενώ για τα μάτια του κόσμου η κυβέρνηση δημιουργούσε τα προγράμματα μαζικού αθλητισμού με χοντρές να χοροπηδάνε κάνοντας αερόμπικ και οικογένειες να σέρνονται μέχρι την πρώτη ψησταριά σε υποτιθέμενους μαραθώνιους ειρήνης, η κυβέρνηση έψαχνε για μεθόδους προκειμένου να δείξει ότι ο μαζικός αθλητισμός είχε αποτελέσματα. Και ο μόνος τρόπος ήταν τα μετάλλια.
Το επίπεδο του ελληνικού πρωταθλητισμού δεν ήταν για μετάλλια πρώτης διαλογής επιπέδου Παγκοσμίων Πρωταθλημάτων και Ολυμπιακών. Με τη βοήθεια όμως του ντόπινγκ μπορούσαν να υπάρξουν μετάλλια σε τριτεύουσες διοργανώσεις όπως οι Μεσογειακοί, ειδικά εάν ο αθλητής δεν είχε αντίρρηση να μην ψάχνεται και πολύ στο τι του δίνει ο προπονητής του… Αλλά γιατί ένας αθλητής θα ήταν πρόθυμος να καταστρέψει την υγεία του για ένα παλιομετάλλιο; Το πρόβλημα λύθηκε με τα εξωπραγματικά για δυτική χώρα πριμ. Γιατί ο κόσμος να εντυπωσιαστεί από μία ανούσια νίκη; Εδώ το κράτος βασίστηκε στην άγνοια του ελληνικού κοινού για το βάρος των διοργανώσεων και τη σύμπραξη του ελληνικού Τύπου, που ήταν πρόθυμος να διατυμπανίζει «ως μοναδικές επιτυχίες που έκαναν την Ευρώπη να μείνει άναυδη» διοργανώσεις που δεν άξιζαν για μονόστηλο στις ευρωπαϊκές εφημερίδες. Κι αν ο αθλητής πιανόταν ντοπέ; Εδώ η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μετέφερε το κόλπο της «προβοκάτσιας» από την πολιτική. Όπως στους τσαμπουκάδες τότε, όταν τα δικά μας παιδιά έκαναν καφρίες, η εξήγηση ήταν ότι πρόκειται για σκοτεινούς προβοκάτορες που μπήκαν για να κάνουν επεισόδια στην ομάδα, στον αθλητισμό ήταν οι ξένοι που μας έστηναν στους ελέγχους του ντόπινγκ επειδή δεν άντεχαν τις επιτυχίες των παιδιών μας στον αθλητισμό.
Το βιολί του «ζηλόφθονου ξένου» συνεχίστηκε μέχρι τις μέρες μας με τη Θάνου και τον Κεντέρη. Στο μεταξύ είχαν προστεθεί νέα στοιχεία. Επειδή ο κόσμος είχε σταματήσει να εντυπωσιάζεται από μετάλλια σε Μεσογειακούς και Βαλκανικούς, το κράτος χρειαζόταν κάτι καλύτερο. Ας πούμε Ολυμπιακά μετάλλια. Για να τα εξασφαλίσει, υποσχόταν διά βίου εξασφάλιση με λεφτά, αλλά και αργομισθίες στον στρατό, ενώ σε αντάλλαγμα απαιτούσε από τους αθλητές να κλείνουν τα μάτια και να καταπίνουν. Την ίδια εποχή η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης άνοιξε την αγορά των «ελληνόπουλων», που μέχρι τότε εμφανίζονταν στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ. Το σκηνικό είχε ολοκληρωθεί για να πάμε στους Ολυμπιακούς του 2004.
Τον Αύγουστο του 2004 έπρεπε να προστατευθεί μία επένδυση τρισεκατομμυρίων δραχμών. Η νέα τότε κυβέρνηση της ΝΔ δεν είχε, κι ήταν πολύ δύσκολο να έχει, το θάρρος να κουνήσει τη βάρκα που ταξίδευαν αθάνατοι της Λωζάννης, θανατηφόροι της Γιάννας, μερικές εκατοντάδες δημοσιογράφοι, που έκαναν το τελευταίο μόκο πριν από τους αγώνες, κι αθλητές που θα έπαιζαν χρόνια και συκώτια προετοιμασίας. Η κυβέρνηση έκανε την πάπια, αγόρασε τα σιδερικά που έπρεπε να αγοράσει, παρακάλεσε τους Άραβες που έπρεπε να παρακαλέσει για να μην κάνουν ζημιές και, τέλος πάντων, ολοκλήρωσε τους Αγώνες, πετυχαίνοντας χάρη στο σύστημα της Madame να πειστούν οι Ελληνες ότι η υφήλιος τους θαυμάζει. Με το «Πεκίνγκ» του Ζακ Ρογκ στο ΟΑΚΑ η κυβέρνηση δεν είχε πια υποχρεώσεις. Αποδείχτηκε απελπιστικά λίγη.
Το μόνο που άλλαξε μετά τους Ολυμπιακούς ήταν τα ποσά. Ο σκοπός, δηλαδή τα μετάλλια, παρέμεινε ο ίδιος, μόνο που τώρα η κυβέρνηση προσπαθεί να τα πάρει σε διοργανώσεις που σηκώνει έκπτωση. Στην έλλειψη οράματος βοήθησε και η στελέχωση του Υφυπουργείου Αθλητισμού. Με μικρομεσαίες για τη θέση πνευματικές ικανότητες και μόνο προσόν ότι έχει παίξει μπάλα ο Γιώργος Ορφανός, με δεκαετίες εμπειρίας στο νταραβέρι η Φάνη Πάλλη Πετραλιά και με την κλασική νοοτροπία του παραδοσιακού αθλητή στίβου «πάρε όσα μπορείς, για όσο περισσότερο μπορείς» ο Κουκοδήμος, αντί για φρέσκο αέρα στον αθλητισμό έμοιαζαν σαν να βρίσκονταν στο άλλο μισό του σαλονιού της πολιτικής, που για να αναλάβουν δεν χρειαζόταν παρά να σύρουν τη μεσόπορτα. Στα δύο σχεδόν χρόνια της παρουσίας τους τι έχουν να παρουσιάσουν ως προσφορά στον αθλητισμό; Την Πετραλιά να προσπαθεί να εκποιήσει τα ολυμπιακά ακίνητα σαν ο ρόλος της αναπληρώτριας υπουργού να είναι του μεσίτη, τον Ορφανό σαν μετενσάρκωση του Κουλούρη να προσπαθεί σαν Δον Κιχώτης να αλώσει ομοσπονδίες με Σάντσο Πάντσα τον Μεντεσίδη και τον Κουκοδήμο να έχει ένα όνειρο. Να βγει βουλευτής. Ενα όνειρο που μάλλον αφορά μόνο εκείνον.
Η σημερινή ηγεσία του αθλητισμού είναι επαρχιακή, με τον Ορφανό και τον Κουκοδήμο να έχουν όνειρο ότι μία μέρα θα επιστρέψουν στη Θεσσαλονίκη για να το παίξουν μακεδονομάχοι. Είναι υπηρεσία εξυπηρέτησης, με την Πετραλιά να προσπαθεί να μοιράσει τα Ολυμπιακά ακίνητα στους πέντε γνωστούς λεφτάδες. Είναι γκρίζα και δειλή. Αποτυχημένη. Η ΝΔ μετά το 2004 είχε την ευκαιρία να διαχωρίσει τον πρωταθλητισμό από το κράτος και να ασχοληθεί με τον αθλητισμό που αφορά στον πολίτη. Υποπτεύομαι ότι ούτε καν κατάλαβε τη διαφορά. Τελικά η κατάρα μας δεν είναι τα λαμόγια, οι απατεώνες, οι κλέφτες. Είναι οι κουτοί.
Όλα κατς
Στον Απόλλωνα Καλαμαριάς «ιδιοκτήτης» είναι ο Ηλίας Δαμήλος. Ο οποίος είναι από την Καλαμάτα. Όπως ο πρώην ιδιοκτήτης του Απόλλωνα Σταύρος Παπαδόπουλος. Ο Δαμήλος ήταν το «παιδί για όλες τις δουλειές του κύριου Σταύρου», μετά την πώληση της Καλαμάτας τον ακολούθησε στην Καλαμαριά κι όταν ο Παπαδόπουλος αποφάσισε να κάνει καινούργιο άνοιγμα στη Μεσσηνία με τον Μεσσηνιακό εμφανίστηκε σαν ιδιοκτήτης της Καλαμαριάς. Εκτός αν ο Παπαδόπουλος έχει το σύνδρομο του αφεντικού και της ψυχοκόρης και ήθελε να προικίσει τον Δαμήλο, ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι ο κύριος Σταύρος απλώς άφησε την Καλαμαριά σε καλά χέρια.
Στον ΟΦΗ υπάρχει ο ετήσιος πρόεδρος που δεν έχει καν στα χέρια του τις μετοχές για να κάνει γενική συνέλευση. Δεν πειράζει, το καλοκαίρι πλησιάζει και είναι πιθανό να εμφανισθεί ο νέος πρόεδρος. Μέχρι να πει ότι δεν έχει καμία σχέση με τον Παναθηναϊκό, μέχρι να τσακωθεί με τους «Snakes», μέχρι να περάσει ο Παναθηναϊκός από το Ηράκλειο, θα έχει βγει η χρονιά. Και πάμε για νέο πρόεδρο…
Στον Ηρακλή έχουμε δύο φιλαράκια που γνωρίζονται από τα μπουζούκια, τον Χούλη και τον Σπανουδάκη, να δίνει ο ένας στον άλλον τις μετοχές, κάνοντας ότι ο ένας δεν γνωρίζει τον άλλον. Από την εποχή που ο Καρπόζηλος αντιμετώπιζε τον θηριώδη Ζιγκουλίνοφ, μέχρι να αποκαλυφθεί ότι ο δεύτερος, αντί για Βούλγαρος, ήταν γέννημα-θρέμμα Αιγαλιώτης, τέτοια κατς ιστορία δεν έχει ματαγίνει.
Και μετά τις κραχτές περιπτώσεις έχουμε τις ομάδες που περιμένουν σαν τα σκυλιά να πέσει ένα κόκαλο από το τραπέζι του αφέντη. «Δώσε μου, καλέ, τον Τσίγκα να συχωρεθούν τ' αποθαμένα σου». «Έλα, καλέ κύριε. Στείλε μας αυτό το παιδάκι, τον Ντ' Ακόλ. Στο όνομα του Θόδωρα και των τριών βαθμών που κόψαμε πέρυσι από τους βάζελους».
Και τέλος έχουμε τις ομάδες των 20, των 200 και των χιλίων θεατών. Ούτε συσκευασία απορρυπαντικού σε σούπερ μάρκετ να ήταν… Τον Ακράτητο, το Αιγάλεω και τον Ατρόμητο, με τον Αχιλλέα Μπέο να κάνει ό,τι μπορεί για να βάλει τον Πανιώνιο στο club των εγκαταλελειμμένων από τους οπαδούς τους ομάδων.
Και ρωτάω εγώ με το φτωχό μου το μυαλό.: «Τι σχέση έχει το ελληνικό πρωτάθλημα με την Πρέμιερ Λιγκ;». Καμία. Το ότι οι μεγάλοι νιώθουν απέναντι στον Μητρόπουλο το «οι μούτσοι που πηδάγαμε γίνανε καπετάνιοι» είναι σαφές. Να κάνουμε όμως τον Βατσινά Μάνταριτς και τον Δαμήλο Αμπράμοβιτς είναι γελοίο.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






