Δύο μεγάλες απαντήσεις (και μια τρίτη μικρότερη) περιμένουν οι φίλοι του ελληνικού μπάσκετ μέσα στη νέα χρονιά. Χρονολογικά η πρώτη τοποθετείται στα τέλη Απριλίου, όταν θα γίνει στην Πράγα το φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας. Θα ξαναπάρει, έπειτα από τέσσερα ολόκληρα χρόνια, τα σκήπτρα ο Παναθηναϊκός για να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη συζητείται; Ότι δηλαδή είναι η καλύτερη ομάδα της Ευρώπης με τον καλύτερο προπονητή;
Η δεύτερη –και σημαντικότερη– τοποθετείται από τις 19 Αυγούστου μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν θα διεξαχθεί στην Ιαπωνία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Στο οποίο η Εθνική μας, αν και απούσα το 2002 στην Ινδιανάπολη, θα κληθεί να επιβεβαιώσει τον τίτλο της πρωταθλήτριας Ευρώπης. Το '94 και το '98 το εθνικό μας συγκρότημα κατέκτησε την 4η θέση. Τώρα θα μπορέσει να ξαναμπεί στη μάχη των μεταλλίων και να κερδίσει ένα από αυτά; Η τρίτη (και μικρότερης σημασίας) απάντηση βρίσκεται ανάμεσα στις δύο μεγάλες. Περίπου στο τέλος της άνοιξης, όταν και θα παιχθούν οι τελικοί του ελληνικού πρωταθλήματος, με ζητούμενο το αν ο Παναθηναϊκός θα επεκτείνει την κυριαρχία του ή ο «νεαρός» και φιλόδοξος Ολυμπιακός θα επιτύχει μια σχετικά πρόωρη ανατροπή.
Θεωρητικά, τη μεγάλη ευκαιρία για να επιστρέψει στην κορυφή της Ευρώπης ο Παναθηναϊκός θα την έχει του χρόνου, όταν (αυτός ο ίδιος) θα διοργανώσει το φάιναλ φορ στην έδρα του –το κλειστό Ολυμπιακό Στάδιο. Όμως ο σοφός λαός λέει «ποτέ μην αφήνεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα».
Η μέχρι τώρα πορεία των 24 ομάδων της Ευρωλίγκας δείχνει πράγματι ότι ο Παναθηναϊκός δεν έχει λόγους να περιμένει το 2007 για να γίνει πρωταθλητής Ευρώπης. Μπορεί να στεφθεί από φέτος πρωταθλητής και, αν τα πράγματα πάνε καλά, να το επαναλάβει και του χρόνου!
Αυτή τη στιγμή –και παρά τα σοβαρά προβλήματα τραυματισμών που αντιμετωπίζει εδώ και περίπου ένα μήνα– η ομάδα του Ομπράντοβιτς έχει τον καλύτερο συντελεστή νικών-ηττών (7-1) στη διοργάνωση, έχει παίξει το καλύτερο μπάσκετ και παρουσιάζει τη μεγαλύτερη σταθερότητα σε απόδοση και αποτελέσματα. Γεγονός που της έχει δώσει (κάπως πρόωρα, είναι η αλήθεια) τον τίτλο του μεγάλου φαβορί!
Το σημαντικότερο, όμως, για την πορεία του Παναθηναϊκού προς την Πράγα ίσως αποδειχθεί το γεγονός ότι φέτος στην Ευρωλίγκα δεν φαίνεται να υπάρχουν αντίπαλοι-φόβητρα, όπως ήταν πέρυσι η Μακάμπι και η ΤΣΣΚΑ. Ενα άλλο ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι η Πράγα είναι μια ουδέτερη πόλη, που από πλευράς περιβάλλοντος δίνει ίσες ευκαιρίες και στους τέσσερις φιναλίστ.
Όλα αυτά ίσως να μην τα υπολόγιζε και πολύ κανείς αν ο Παναθηναϊκός ήταν μια πραγματικά άτρωτη ομάδα. Όμως δεν είναι. Διότι μπορεί να παίζει καλά, να διαθέτει ισορροπία ανάμεσα στην άμυνα και την επίθεση, να έχει μεγάλο βάθος επιλογών, ηρεμία και αυτοσυγκέντρωση μπροστά σε δύσκολες καταστάσεις, αλλά, όπως και να το κάνουμε, τις περσινές αδυναμίες του, που τον κράτησαν τρίτο στη Μόσχα, τις αντιμετώπισε με καλό τρόπο, χωρίς όμως να τις θεραπεύσει απολύτως.
Πιο συγκεκριμένα, στην περιφέρεια θα ήθελε μια μεγάλη προσωπικότητα, μια «καλαθομηχανή» που δεν θα κώλωνε στα δύσκολα, αλλά δεν τη βρήκε. Απέκτησε, όμως, τον Σπανούλη, που πήρε άριστα στην ταχύτητα προσαρμογής και σε πολλά ματς συμπεριφέρθηκε λες και ήταν ο σταρ της ομάδας. Αυτό είναι σίγουρα καλό, αλλά κανείς δεν είναι βέβαιος ότι θα αποδειχθεί αρκετό στα καθοριστικά ματς. Γιατί, τουλάχιστον προς το παρόν, άλλο Σπανούλης κι άλλο (για παράδειγμα) Μασιγιάουσκας ή Λάνγκτον.
Κάτι ανάλογο συνέβη και στη γραμμή των ψηλών, στην οποία προστέθηκε ο πάντα ποιοτικός και απόλυτα σχετικός με τη λογική Ομπράντοβιτς –αλλά κάπως ξεζουμισμένος– Τομάσεβιτς, με τον οποίο ο Παναθηναϊκός μπορεί να απέκτησε ποιότητα, ομοιογένεια και πείρα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν διαθέτει αυτό που του λείπει εδώ και χρόνια: έναν παίκτη-φόβητρο κάτω απ' τα καλάθια (ή έστω ένα σημείο αναφοράς). Σίγουρα, πάντως, ο πρωταθλητής Ελλάδας είναι καλύτερος και πληρέστερος από πέρυσι, σε βαθμό μάλιστα που να μη φοβάται καμία από τις 23 άλλες ομάδες. Φυσιολογικά, άλλωστε, από τη στιγμή που η Μακάμπι έχασε τον Γιασικεβίτσιους, η Ταού δεν έχει την περσινή χημεία, στην Ιταλία δεν κινείται τίποτε και στην Ισπανία τον πρώτο λόγο διεκδικεί η Μάλαγα! Ύστερα από ένα άσχημο ξεκίνημα, ως πιο επικίνδυνη αντίπαλος (κοντός ψαλμός αλληλούια) προβάλλει η ΤΣΣΚΑ, ενώ τον τίτλο του αουτσάιντερ διεκδικεί η πρωτάρα Ρίτας. Ξέχασα μήπως κάποια υπολογίσιμη ομάδα; Α, ναι, την Εφές Πίλσεν, που είναι και πάλι καλή και ελπίζει ότι φέτος θα κάνει τουλάχιστον ένα βήμα παραπάνω.
Για την Εθνική, που θα πάει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ιαπωνίας, δεν μπορούμε να πούμε τόσα πολλά. Γιατί δεν ξέρουμε τη σύνθεση των τεσσάρων ομίλων της πρώτης φάσης (η κλήρωση γίνεται στις 15 του μήνα στο Τόκιο), ούτε και πώς θα παρουσιαστούν οι θεωρητικά ισχυρότερες ομάδες. Εκείνο που διαφαίνεται είναι ότι η Εθνική μας θα έχει τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ περισσότερων ετοιμοπόλεμων παικτών, γεγονός που, σε συνδυασμό με την αυξημένη εμπειρία και αυτοπεποίθηση των πρωταγωνιστών του Βελιγραδίου, μπορεί να την κάνει ακόμα καλύτερη.
Αμέσως αμέσως ο Σπανούλης, που δεν είχε μεγάλο ρόλο στο Ευρωμπάσκετ, είναι πρωταγωνιστής στον Παναθηναϊκό, οπότε ο σκληρός πυρήνας των γκαρντ από τους τρεις παίκτες φτάνει στους τέσσερις, με τον Χατζηβρέττα να αποτελεί εγγύηση αγωνιστικότητας και αλτρουισμού στους πλάγιους και με τον Βασιλειάδη να ελπίζεται ότι θα μπορέσει (επιτέλους) να βοηθήσει με το καλό μακρινό του σουτ, το οποίο από μόνο του δεν είναι αρκετό για να τον βάλει στην ομάδα.
Στους ψηλούς οι «μνηστήρες» είναι περισσότεροι, αλλά κανείς τους δεν αποτελεί εγγύηση, όπως ο Σπανούλης. Ο Σχορτσιανίτης όσο θα αδυνατίζει θα κερδίζει συνεχώς έδαφος, ο Μαυροκεφαλίδης έχει πολλά, αλλά του λείπει (το σημαντικότερο) η ταχύτητα, ο Μπουρούσης κερδίζει σημαντικές εμπειρίες ως βασικός κι αναντικατάστατος στην ΑΕΚ, ενώ πέρα από τον Ατλαντικό υπάρχει και ο ξεχασμένος Τσακαλίδης, που από πέρυσι έχει θέσει εαυτόν στη διάθεση της Εθνικής ομάδας!
Όμως ανάμεσα στους ψηλούς και τους κοντούς υπάρχει ένας παίκτης που έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει μια τρίτη κατηγορία μόνος του. Πρόκειται για τον Βασιλόπουλο με τα εκπληκτικά αθλητικά προσόντα, την απίστευτη ενέργεια, το λαμπρό ομαδικό πνεύμα, αλλά και την περιορισμένη (προς το παρόν) τεχνική επάρκεια.
Η Εθνική, λοιπόν, μπορεί πράγματι να είναι ισχυρότερη στην Ιαπωνία, αλλά σοβαρές εκτιμήσεις θα υπάρξουν αφού δούμε και τους αντιπάλους. Για παράδειγμα, ποια ομάδα θα κατεβάσει η Λιθουανία; Η Ισπανία θα έχει τον Γκασόλ ή όχι; Τι θα γίνει με τη Σερβία και τους απείθαρχους αστέρες της; Τι αποτελέσματα θα έχει η προσπάθεια του Κολάντζελο με τη λεγόμενη «ντριμ τιμ»; Τι μπορούν άραγε να παρουσιάσουν η αναγεννημένη Βραζιλία και η Αυστραλία;
Στη μάχη για τον ελληνικό τίτλο, ο Παναθηναϊκός, που φιλοδοξεί να γίνει πρωταθλητής Ευρώπης, έχει αναμφίβολα το πάνω χέρι, αλλά με την πάροδο του χρόνου ο Ολυμπιακός παίζει καλύτερα, αποκτά σιγουριά και εκδηλώνει όλο και μεγαλύτερες φιλοδοξίες.
Υπέρ των «ερυθρολεύκων» θα μπορούσε να λειτουργήσει η αναμενόμενη συγκέντρωση των «πρασίνων» στον ευρωπαϊκό στόχο και η πιθανή καταπόνηση σημαντικών παικτών του σε αυτή την προσπάθεια. Αλλωστε, το 2002, όταν πήραν το τελευταίο Ευρωπαϊκό, κατέβαλαν το τίμημα γι' αυτή τους την επιτυχία, την απώλεια του ελληνικού πρωταθλήματος. Μάλιστα, χωρίς να φτάσουν καν στον τελικό, από τον οποίο τους απέκλεισε ο «αιώνιος» αντίπαλος Ολυμπιακός, που τότε δεν είχε την τωρινή φόρα.
Η ιστορία λένε ότι επαναλαμβάνεται, αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν είναι απαραίτητη μια πρόωρη αλλαγή φρουράς για αποκτήσουν μεγαλύτερη αίγλη οι τελικοί του πρωταθλήματος. Κατά τη γνώμη μου, αρκεί ο Ολυμπιακός να αποδειχθεί αξιόμαχος αντίπαλος για να πάρουν φωτιά τα τόπια. Γιατί από κει και πέρα, με τον Αγγελόπουλο να μην κωλώνει και τον «ερυθρόλευκο» λαό να συμπαρίσταται θερμά, οι μεγάλες ημέρες στο μπάσκετ είναι σίγουρο ότι θα επιστρέψουν. Αρκεί κάποιοι να μαζέψουν τους πολεμοχαρείς φανατικούς που τα έκαναν λίμπα στο ΣΕΦ στην αρχή της περιόδου.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






