Το ερώτημα που ο Γιάννης Βαρδινογιάννης θα μπορούσε να θέσει στον εαυτό του είναι απλό. Αυτοί που τον συμβουλεύουν για το ποιος είναι πραγματικός Παναθηναϊκός και ποιος είναι προδότης ποιον λόγο έχουν για να παίζουν τον ρόλο του ρουφιάνου; Από αγάπη για την ομάδα ή έχουν βρει τη μέθοδο για να καθαρίζουν όποιον αρνείται να υποταχθεί σε αυτό που οι ίδιοι καταλαβαίνουν σαν Παναθηναϊκό και δεν θέλουν να ξεπεράσει τα μέτρα τους; Και το κρίσιμο ερώτημα είναι, ακολουθώντας τις συμβουλές των ρουφιάνων, το εξής: «Ο σημερινός Παναθηναϊκός, του Βόουτερ, του Βύντρα, του "Μπίδη" και του Κονσεϊσάο, είναι καλύτερος του Παναθηναϊκού του Σεϊταρίδη, του Κωνσταντίνου, του Μπασινά και του Καραγκούνη, που με τις ρουφιανιές τούς ξέκαναν;».
Με το να προβάλλονται τόσο εύκολα από τον Παναθηναϊκό τα «αυτός έχει φίλο τον Νικοπολίδη», «ο άλλος πιτσιρικάς ήταν Ολυμπιακός», δημιουργούνται ευθυνόφοβοι παίκτες. Σενάριο: ας πούμε ότι στο ματς στο Καραϊσκάκη ο Παπαδόπουλος βγαίνει μόνος στην πλάτη της άμυνας του Ολυμπιακού και βρίσκεται καταπρόσωπο με τον Νικοπολίδη. Και πλασάρει πάνω του. Τι θα γίνει τότε; Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού θα θυμηθούν τη «δήλωση» του Παπαδόπουλου «θα βάλω γκολ στον Νικοπολίδη στο Καραϊσκάκη» και «απλώς το παλικάρι έχασε την ευκαιρία» ή θα σκεφτούν «καλά έκανε και τον τιμώρησε η διοίκηση τον πουλημένο» και θα τον ξεφωνήσουν; Όποιος απάντησε το πρώτο, το αγαπημένο του σπορ είναι το μπάντμιντον. Όποιος απάντησε το δεύτερο, ξέρει ότι κάθε ποδοσφαιριστής θα ευχόταν να τραυματιστεί πριν από το ματς στο Καραϊσκάκη παρά να παίζει με τον φόβο της ρετσινιάς.
Το πόσο σημαντικό είναι να αγαπάει ο υπεύθυνος ομάδας τους ποδοσφαιριστές φάνηκε με τον Σάββα Θεοδωρίδη στον Ολυμπιακό. Μέχρι και ο γιος του, ο Θόδωρος, μονολογούσε «θα γίνουμε οικογενειακώς ρεζίλι», αλλά η ευθύνη έκανε τον Σάββα σοβαρό στα εβδομήντα του. Ορισμένες φορές οι παίκτες του Ολυμπιακού λένε ότι νιώθουν περίεργα να βλέπουν έναν εβδομηντάρη να μπαίνει στα αποδυτήρια και να τους πλακώνει στα φιλιά -το έχει το χούι να σαλιώνει-, αλλά ξέρουν επίσης ότι για τον Σάββα ο παίκτης του Ολυμπιακού είναι κάτι το ιερό. Θα πει ψέματα στους δημοσιογράφους για να τον καλύψει, θα τον καθησυχάσει ότι ο προπονητής βασίζεται πάνω του, έστω κι αν ο παίκτης έχει μήνες να παίξει, θα κάνει τα στραβά μάτια στα μικροπαραπτώματα. Θα κάνει τα πάντα για να νιώσει ο παίκτης ότι είναι ο μεγάλος φίλος του.
Στη φιλοσοφία της διοίκησης μικρών στρατιωτικών μονάδων υπάρχει η πρωσική άποψη ότι ο στρατιώτης πρέπει να υπακούει επειδή φοβάται τον αξιωματικό του περισσότερο και από τον εχθρό. Οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι οι μικρές μονάδες πρέπει να πιστεύουν πως ο λοχαγός είναι όμοιός τους με ειδικές γνώσεις και πολεμάνε όχι για την πίστη στην πατρίδα -που είναι κάτι πολύ αφηρημένο–, ούτε στον πρόεδρο -που είναι κάτι πολύ μακρινό-, αλλά για να μην ξεφτιλιστούν στα μάτια των συμπολεμιστών τους. Για την ώρα ο Παναθηναϊκός ακολουθεί την πρωσική συνταγή, με τον Στράτο Αποστολάκη για junker. Είναι αλήθεια ότι η μέθοδος της πρωσικής πειθαρχίας λειτουργούσε. Κυρίως στα κέντρα εκπαίδευσης. Στις μάχες μερικές φορές ο αξιωματικός που φοβoύνταν οι στρατιώτες βρισκόταν νεκρός από μια σφαίρα. Καμιά φορά όχι στο μέτωπο, αλλά στον σβέρκο...
Οι δύο ηθικές
Το 1999 στο «Βήμα» είχε δημοσιευθεί μία προσωπογραφία της Μιρέλα Μανιάνι με δηλώσεις της. Ανάμεσα σε άλλα, η Μανιάνι είχε πει ότι το 1996, για να μπορέσει να φύγει από την Αλβανία και να έρθει στην Ελλάδα, κατέφυγε σε ένα στρατήγημα. Στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα η Μανιάνι δεν πέταξε το ακόντιο όσο μακριά θα μπορούσε, ώστε οι Αλβανοί να μην ενδιαφερθούν τόσο να την κρατήσουν στην εθνική ομάδα τους.
Ξεπερνώντας το σοκ για το ότι η ελληνική πολιτεία συνεργάστηκε –το λέει στις δηλώσεις της η Μανιάνι– ώστε μια ξένη αθλήτρια να έχει μειωμένη απόδοση και έπειτα από πέντε χρόνια την αντάμειψε, κάνοντάς την αξιωματικό, μπορώ να γράψω ότι για εμένα η Μανιάνι εκείνη τη στιγμή είχε τελειώσει. Από τη στιγμή που καταφεύγεις σε τεχνάσματα για να αποφύγεις τις υποχρεώσεις, ακόμα και εκείνος που επωφελήθηκε παύει να σε εμπιστεύεται. Είναι και ο λόγος για τον οποίο με το που κυκλοφόρησε η πληροφορία ότι η Σάλκε κλείνει τον Τροντ Σόλιντ, στον Πειραιά έπεσε πανικός. Γιατί με την ευκολία που ο Σόλιντ πέρυσι το καλοκαίρι καθησύχαζε τους παράγοντες της Μπριζ ότι θα μείνει, με την ίδια ευκολία μπορεί σήμερα να καθησυχάζει τον Ολυμπιακό ότι μένει για να κάνει μεγάλη ομάδα σχεδιάζοντας τη μεγάλη απόδραση. Ο Σόλιντ θα παραμένει πάντα ένας μισθοφόρος, που στον προηγούμενο πόλεμο λιποτάκτησε από το πρώην αφεντικό του χωρίς το ελαφρυντικό της ιδεολογίας και στον Ολυμπιακό ούτε μπορούν ούτε θέλουν να το ξεχάσουν.
Το ερώτημα είναι: «Αν ο Σόλιντ τελικά φύγει, πώς θα τον αποκαλέσουν οι εφημερίδες;». Προδότη; Το λιγότερο… Γιατί όμως δεν τον αποκαλούσαν προδότη όταν έριχνε τους Βέλγους; Γιατί έχουμε μάθει να ζούμε με δύο ηθικές. Τη χαλαρή, όταν ρίχνουμε τους Αλβανούς και τους Βέλγους, την αυστηρή όταν ρίχνουν εμάς. Μια ηθική σύμφωνα με την οποία πρέπει να κάνουμε τα στραβά μάτια όταν οι Λέσκοφ γίνονται «Τσακαλίδηδες» και οι βουτιές του Κόλκα λέγονται πεναλτάρες επειδή είναι εις βάρος της Μπαρτσελόνα και μια άλλη, που σκούζουμε σαν τους γάτους που τους πηδάνε όταν πιάνουν τα παιδιά μας ντοπέ.
Ο Σόλιντ πούλησε τους Βέλγους, στέλνοντας την παραίτησή του με κασέτα. Στον Ολυμπιακό όποτε σκάει είδηση για φυγή του Σόλιντ και εμφανίζεται ο ταχυδρόμος μπορεί και να φέρνει την επόμενη κασέτα. Στον Ολυμπιακό θα ζουν πάντα με το άγχος. Είναι η τιμή που θα πληρώνουν για κάτι που απέκτησαν με προδοσία.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






