Και ο Παναθηναϊκός, συνεπώς, χρειάζεται τους Ζάγετς και τους Ρότσα της σύγχρονης εποχής του. Και ο Ολυμπιακός έχει ανάγκη, προκειμένου να μη γίνει (από ομάδα) μουσείο παικταράδων, σιγά σιγά την αύρα του φρέσκου αίματος
Θέλω να θυμηθώ, αλλά ξέρω ότι είναι στην πράξη αδύνατον, ποιος μπαγάσας ήταν ο πρώτος που πήγε σε συνέντευξη Τύπου ηττημένος και (φοβούμενος, προφανώς, το ξύλο!) ζήτησε συγγνώμη για το αποτέλεσμα απ' τον υπέροχο κόσμο της ομάδας. Όποιος κι αν είναι, άνοιξε βαθιά πληγή. Από τότε, ως συνήθως συμβαίνει με την αναπαραγωγή των κλισέ, το πήραν γραμμή οι συνάδελφοί του, ποδοσφαιριστές σε ολόκληρο το φάσμα των επαγγελματικών (ή, μήπως, και των... ερασιτεχνικών;) πρωταθλημάτων, κι όποτε τους πέφτει ο κλήρος να πάνε και να τα πουν ύστερα από ήττα, το 'χουν έτοιμο και το ξεφουρνίζουν.
Ο παίκτης, ποτέ και για καμία ήττα, δεν έχει κανένα λόγο να ζητήσει τη συγχώρεση του πλήθους. Παίζει μπάλα, άρα (εξ ορισμού) παιχνίδι με τρία ενδεχόμενα. Νίκη, ισοπαλία, ήττα. Δεν σφυρίζει ο διαιτητής σέντρα, δεν γίνεται να αρχίζει αγώνας, εφόσον ετούτο δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένο μες στο μυαλό. Και του παίκτη και του πλήθους. Συγγνώμη, του αθλητή απ' το κοινό, θα μπορούσε να νοείται μονάχα για την προσπάθεια. Οχι για την κατάληξη. Μα και πάλι, άμα η προσπάθεια ήταν λίγη, τότε ισχύει εκείνο που λένε ότι από τότε που βγήκε η συγγνώμη και χάθηκε το φιλότιμο. Οπότε, ξανά η συγγνώμη δεν έχει αξία.
Η συγγνώμη, μόνο και μόνο επειδή ήρθε το ένα απ' τα τρία αποτελέσματα που το παιχνίδι ενέχει, είναι μιζέρια. Και άλλο ο μίζερος, άλλο ο ταπεινός. Ο ταπεινός πορεύεται με τη μύτη χαμηλά αλλά, συγχρόνως, με το κεφάλι πάντοτε ψηλά. Δεν έχει, αφού προσπάθησε, να ντραπεί εάν ηττήθηκε. Τον πρώτο, σημείωσα ήδη, αδυνατώ να τον θυμηθώ. Θα ένιωθα ευτυχής, αν ο Φίλιππος Δάρλας (την Κυριακή στο Φάληρο) είναι ο τελευταίος. Ευτυχής, διότι αυτό θα έδειχνε άλλη νοοτροπία. Άλλη προσέγγιση. Και, σε μάκρος χρόνου, θα διαπαιδαγωγούσε αλλιώς την εξέδρα. Σήμερα, ύστερα από τόσες επαναλήψεις σε τόσες αίθουσες συνεντεύξεων, η συγγνώμη του ηττημένου έχει καταντήσει να είναι έως και αυτονόητα απαιτητή, για την ακρίβεια το μίνιμουμ του αυτονόητα απαιτητού, απ' τον λαό. «Έχασαν, κι ούτε ένα συγγνώμη δεν είπαν, τα ρεμάλια, για τα μάτια του κόσμου».
Ο Ολυμπιακός, για ακόμα μία φορά, επέδειξε στο γήπεδο την ωριμότητα να αναμένει. Τι; Τη στιγμή. Τις στιγμές, όχι απαραιτήτως τις ευκαιρίες, για τα καίρια κτυπήματα που κάνουν τη διαφορά. Να σκοράρει, δίχως να δημιουργήσει καθαρές φάσεις. Το έκανε και στον πρώτο γύρο, στο Μαρούσι τον Αύγουστο, όταν περίμενε τον Παναθηναϊκό, με το momentum της πρόκρισης εις βάρος της Βίσλα Κρακοβίας τότε, να (εφ)ορμήσει. Το επανέλαβε προχθές, όταν ο Παναθηναϊκός (εξ)όρμησε εκ νέου, στον Πειραιά τώρα, για να δρασκελίσει μερικά μέτρα απ' το χαμένο έδαφος. Επένδυσε στις στιγμές που, αργά ή γρήγορα, θα έρχονταν. Το είχε κάνει και εναντίον της ΑΕΚ. Δέχθηκε γκολ, απάντησε με τρία. Η αίσθηση είναι ότι, και 0-2 να το 'κανε ο Παναθηναϊκός στις αντεπιθέσεις μετά το 0-1, με κάποιον τρόπο πάλι 3-2 θα έληγε το ντέρμπι.
Δεν υπάρχει κάτι το αληθινά παράξενο, ή ανεξήγητο, σε όλ' αυτά. Τα πάντα είναι μες στο μυαλό των παικτών, του Ολυμπιακού και των αντίπαλων, προτού ξεμυτίσουν απ' τα αποδυτήρια στον αγωνιστικό χώρο. Συνάδελφος που γράφει κυρίως μπάσκετ, στο... καφενείο του γραφείου, μου είχε παλαιότερα διηγηθεί περιστατικό σε κλαμπ της παραλιακής καλοκαίρι, όπου εικοσάρηδες (ή κάπου εκεί) μπασκετμπολίστες, νέοι, ωραίοι, ταλαντούχοι, ζαχάρωναν με τις ώρες την κοπελίτσα. Ώσπου εμφανίστηκε στο μαγαζί ο τριαντάρης (και...) Ζαγοράκης, με την αυτοπεποίθηση του περπατημένου που ξέρει πώς γίνεται, κάποια στιγμή πλησίασε την κοπελίτσα, την έπιασε απ' το χέρι (το ίδιο χέρι στο οποίο οι πιτσιρικάδες δεν είχαν πλησιάσει, όλην αυτή την ώρα, πουθενά προς το... κοντά), και σε δέκα λεπτά είχε φύγει μαζί της προς άγνωστη, άλλα όχι και απρόβλεπτη, κατεύθυνση.
Ο σημερινός Παναθηναϊκός είναι, περίπου, κολεγιακή ομάδα. Οι πιτσιρικάδες του περιστατικού. Όπως λέει και μια ψυχή στην Παιανία, «τα παιδιά έρχονται, αθλούνται σωστά, φεύγουν». Πρόκειται για παιδιά, τους (Ελληνες, αλλ' όχι μόνον) διεθνείς, που στελεχώνουν βάση καταρχήν έξοχη. Τι χρειάζονται; Χρόνο, για να σκληρύνουν. Εκβιαστικά, λυπάμαι, αυτά τα πράγματα δεν επιτυγχάνονται. Επίσης χρειάζονται δύο, όχι περισσότερους αλλά επιπέδου Ζάγετς-Ρότσα, ξένους να τους τραβήξουν προς το σημείο εκτόξευσης. Ο σημερινός Ολυμπιακός είναι στην άλλη άκρη: Ο... Ζαγοράκης του περιστατικού. Ο κυρ Σάββας υποσχέθηκε ότι οι («πράσινοι») μικροί θα βλέπουν την πλάτη των («κόκκινων») γέρων για πολλά χρόνια. Ακούστηκε, σχεδόν σαν απειλή ότι σχεδιάζουν να τους βαλσαμώσουν!
Τα Άκρα, το άσπρο και το μαύρο, ασκούν γοητεία. Είναι, δεν αντιλέγει κανείς, ελκυστικά. Προκαλούν, να καθόμαστε και να μαλώνουμε. Οι μισοί με τους κολεγιόπαιδες, οι άλλοι μισοί με τους ήρωες της μέσης (ποδοσφαιρικής) ηλικίας. Το αιώνιο ξενέρωμα (ξενέρωμα διότι, έτσι, δεν προσφέρεται το έδαφος για ωραία μαλώματα) είναι ότι η αλήθεια, ανέκαθεν, ευρίσκεται στη μέση. Η παρατήρηση, δε, της διεθνούς πρακτικής οδηγεί στο συμπέρασμα πως η χρυσή συνταγή είναι «οι έμπειροι πίσω, οι μικροί μπροστά». Να τρέχουν τα άλογα, αλλά και τα γκέμια να 'ναι σε ασφαλή χέρια.
Και ο Παναθηναϊκός, συνεπώς, χρειάζεται τους Ζάγετς και τους Ρότσα της σύγχρονης εποχής του. Και ο Ολυμπιακός έχει ανάγκη, προκειμένου να μη γίνει (από ομάδα) μουσείο παικταράδων, σιγά-σιγά την αύρα του φρέσκου αίματος. Πράγμα που επίσης δεν επιτυγχάνεται εκβιαστικά. Με μεθόδους, π.χ., ταυτόχρονου ξηλώματος ολόκληρης φουρνιάς. Αλλά μόνο βήμα-βήμα, με προσεκτική μελέτη (είναι ο πρώτος κανόνας του κάθε Βενγκέρ και του κάθε Φέργκιουσον) να μη τελειώνουν όλα τα συμβόλαια το ίδιο καλοκαίρι, γενικώς με κάτι που συνήθως λέγεται προγραμματισμός.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






