Παλαιότερες

Ενας χρεωμένος rythm n' blues (Sportday / Χρήστος Χαραλαμπόπουλος)

Μπορεί πέρυσι να πήραν το πρώτο τους πρωτάθλημα έπειτα από 50 χρόνια, μπορεί να έχουν ήδη καπαρώσει το δεύτερο χωρίς να φοβούνται κανέναν από όσους ακολουθούν, μπορεί στο «Στάμφορντ Μπριτζ» να έχει συγκεντρωθεί η αφρόκρεμα του ευρωπαϊκού ποδοσφαιρικού ταλέντου, αλλά η ομάδα του Ρόμαν Αμπράμοβιτς έχει πάρα πολύ δρόμο για να γίνει κερδοφόρος επιχείρηση.

Πέρυσι η ομάδα του Ρώσου μεγιστάνα ανακοίνωσε οικονομική ζημία-ρεκόρ για τα χρονικά της Πρέμιερσιπ. Κάτι περισσότερο από 140 εκατομμύρια ευρώ. Βέβαια, το ποσό αυτό εξηγείται αν υπολογίσει κάποιος τον παροξυσμό των μεταγραφών που προκάλεσε το μπάσιμο του Αμπράμοβιτς στο αγγλικό ποδόσφαιρο, αφού μέχρι τώρα κατάφερε να ξοδέψει κοντά στα 450 εκατομμύρια ευρώ! Ομως και η δεύτερη συνεχής χρονιά οικονομικής διαχείρισης δεν παρουσιάζει καλύτερη εικόνα.

Οι ζημίες της ομάδας μεγάλωσαν και έφτασαν περίπου τα 220 εκατομμύρια ευρώ, αλλά το οικονομικό επιτελείο της δεν ανησυχεί, αφού εκτιμά ότι κάτι τέτοιο ήταν αφενός αναμενόμενο, αφετέρου μέσα στο πλαίσιο του επταετούς οικονομικού σχεδιασμού. Ενός σχεδιασμού για τον οποίο είναι υπεύθυνοι τρεις, κυρίως, άνθρωποι. Ο Πίτερ Κένιον, ο εκτελεστικός διευθυντής των «μπλε», ο Μπρους Μπακ, ο πρόεδρος της ομάδας, και ο Πολ Σμιθ, ο διοικητικός διευθυντής. Και οι τρεις εκτιμούν ότι η Τσέλσι έχει μπει σε πορεία οικονομικής αναδιάρθρωσης, γεγονός που σημαίνει ότι αν όλα όσα έχουν προγραμματιστεί εκτελεστούν χωρίς χρονικές αναβολές, η ομάδα σε μια επταετία θα μπορεί να λογίζεται ως κερδοφόρος επιχείρηση.

Η οικονομική εικόνα της Τσέλσι, που γνωστοποιήθηκε προχθές, αφορά στο χρονικό διάστημα που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2005. Αυτό σημαίνει ότι στα οικονομικά στοιχεία δεν περιλαμβάνεται η νέα οικονομική συμφωνία με την adidas, που έχει δεκαετή διάρκεια και θα φέρει στο ταμείο της Τσέλσι 160 εκατομμύρια ευρώ, ούτε η συμφωνία με τη Samsung για τη διαφήμιση στη φανέλα, που σημαίνει άλλα 80 εκατομμύρια. Αντιθέτως, στα οικονομικά στοιχεία της περασμένης χρονιάς περιλαμβάνονται τα χρήματα που έδωσε η Τσέλσι στην Umbro για να τερματίσει τη συμφωνία προμήθειας αθλητικού υλικού (μιλάμε για 40 εκατομμύρια ευρώ) και το ποσό του συμβολαίου του Μούτου, άλλα 21 εκατομμύρια.

Η αισιοδοξία για την καλύτερη οικονομική πορεία της Τσέλσι οφείλεται στο γεγονός ότι σε σχέση με πέρυσι το συνολικό ποσό που ξοδεύεται για μισθούς και συμβόλαια ποδοσφαιριστών μειώθηκε κατά 12 εκατομμύρια ευρώ, ενώ ξοδεύτηκαν και 112 εκατομμύρια ευρώ λιγότερα για μεταγραφές. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι τη σεζόν 2004-05 η ομάδα του Λονδίνου επένδυσε στα τμήματα υποδομής γύρω στα 8 εκατομμύρια ευρώ και όρισε διευθυντή τον παλιό διεθνή Δανό ποδοσφαιριστή Φρανκ Αρνεσεν, τον οποίο πήρε από την Τότεναμ.

Οπως είναι φυσικό, οι «μπλε» είχαν μεγαλύτερα έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα λόγω της κατάκτησης του πρωταθλήματος και της πορείας μέχρι τους «4» του Τσάμπιονς Λιγκ. Στο πλάνο του οικονομικού σχεδιασμού περιλαμβάνεται και το θέμα του καινούργιου γηπέδου. Οι λύσεις που υπήρχαν ήταν η επέκταση της χωρητικότητας του «Στάμφορντ Μπριτζ» κατά 10 χιλιάδες θέσεις ή η μετακίνηση σε ένα καινούργιο γήπεδο. Από ό,τι φαίνεται, επιλέγεται η δεύτερη λύση με στόχο τη μεγιστοποίηση των εσόδων από τα εισιτήρια.

Η πρόταση που εξετάζεται είναι η πώληση του χώρου του «Στάμφορντ Μπριτζ» αντί 500 εκατομμυρίων και η αγορά του κοντινού Ερλς Κορτ, αντί 400 εκατομμυρίων. Φυσικά, σε μια τέτοια περίπτωση δεν υπολογίζεται το κόστος ανέγερσης του νέου σταδίου, που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 300 εκατομμύρια ευρώ. Ομως όσο η Τσέλσι έχει από πίσω της το πορτοφόλι του Αμπράμοβιτς, δεν μπορεί να φοβάται μήπως αντιμετωπίσει πρόβλημα ρευστότητας ή τον κίνδυνο της χρεοκοπίας. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο πολλοί εκτιμούν ότι στο οικονομικό πεδίο κινείται εκτός συναγωνισμού.

Τo τέλος των παραμυθιών

Oταν το 1982 η Σουηδική Ακαδημία αποφάσιζε να απονείμει το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Κολομβιανό συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, άνοιγε στον δυτικό κόσμο ένα μεγάλο παράθυρο στην πηγή των μύθων που «τυλίγουν» τη Λατινική Αμερική. Τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» και ο μαγικός ρεαλισμός του Κολομβιανού παραμυθά έδωσαν μεγάλη ώθηση στην ισπανόφωνη λογοτεχνία, σε έναν κόσμο όπου το 70% των βιβλίων γράφονται στα αγγλικά. Ο Μάρκες, 78 χρόνων σήμερα, σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στην ισπανική εφημερίδα «La Vanguardia» δήλωσε ότι η περσινή χρονιά ήταν η μόνη της ζωής του που δεν έγραψε ούτε μία γραμμή, προαναγγέλλοντας την «αναχώρησή» του. Ο σκληρός αγώνας που δίνει με τον καρκίνο προφανώς απορροφά όλη τη ζωτικότητα που του έχει απομείνει. Το τελευταίο βιβλίο του, «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου», δεν ήταν αυτό που περίμεναν οι φίλοι του σε ολόκληρο τον κόσμο. Η έμπνευσή του δεν έχει τη σπιρτάδα που είχε στα προηγούμενα έργα του, ίσως γιατί η βιολογία είναι ένα όριο που ακόμα και ένας τέτοιος παραμυθάς αδυνατεί να ξεπεράσει. Είναι πολύ πιθανό ο Μάρκες να μην μπορέσει να ολοκληρώσει το δεύτερο μέρος της αυτοβιογραφίας του, με τίτλο «Ζω για να τα διηγούμαι», αφού πλέον έχει αλλάξει δραματικά η καθημερινότητά του.

Σε μία συνέντευξη που είχε δώσει πριν από περίπου δέκα χρόνια στη γαλλική εφημερίδα «Le monde» είχε πει ότι ξυπνούσε στις 6:00 το πρωί και μετά τον πρώτο καφέ της μέρας για δύο ώρες διάβαζε με τη σειρά λέξεις από ένα μεγάλο λεξικό, ενώ συνέχιζε να δουλεύει μέχρι τις 3:00 μετά το μεσημέρι, «σαν ένας πραγματικός εργάτης που συμπληρώνει οκτώ ώρες δουλειάς». Σε έναν κόσμο στον οποίο αρχίζει να παίρνει το πάνω χέρι η «λογοτεχνία» τύπου Νταν Μπράουν, γραφιάδες σαν τον Μάρκες έχουν τον ρόλο του τρελού του χωριού. Κι όσο αυτοί λιγοστεύουν τόσο πιο πολύ θα αρχίζουμε να μοιάζουμε με τον συνταγματάρχη, που δεν περιμένει γράμμα από κανέναν.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x