Mε αφορμή τη συζήτηση που είχα με έναν συνάδελφο για το διακύβευμα των παιχνιδιών του Τσάμπιονς Λιγκ ανάμεσα στην Τσέλσι και την Μπαρτσελόνα, το πρώτο ερώτημα–διαπίστωση που προκύπτει είναι «γιατί οι περισσότεροι αντιπαθούν την Τσέλσι;». Νομίζω πως την αντιπαθούν όχι γι' αυτό που είναι, αλλά για εκείνο που θα μπορούσε να γίνει. Τι θα μπορούσε να γίνει; Ας πούμε μια Ρεάλ με σκληρή και συμπαγή άμυνα. Η Τσέλσι θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε μια ομάδα που, χρησιμοποιώντας την τεράστια οικονομική δύναμή της, «μπολιάζει» τους παίκτες που αγοράζει με τον κορμό που αναδείχτηκε ασυναγώνιστος στο αγγλικό πρωτάθλημα και περνάει στο επόμενο κεφάλαιο. Η ομάδα του Μουρίνιο έχει όλες τις δυνατότητες να ανακαλύψει εκ νέου τη γοητεία του ποδοσφαίρου, με τον τρόπο που το έκαναν η Βραζιλία του '70 και ο Αγιαξ της περιόδου 1971-73. Νομίζω ότι έχει τη δυνατότητα να το πετύχει χωρίς να χάσει σε αποτελεσματικότητα.
Αντίθετα, η επιλογή του Μουρίνιο είναι να δημιουργήσει μια ομάδα που παίζει ψυχρό, αποτελεσματικό, χωρίς εξάρσεις, άκρως επαγγελματικό ποδόσφαιρο, ένα ποδόσφαιρο που δεν μπορείς να μην το θαυμάσεις, αλλά δεν θα ξεσηκώσει ποτέ. Αν η Τσέλσι με το υλικό που έχει μπορούσε ή μάλλον –επειδή δεν είναι θέμα δυνατότητας, αλλά επιλογής - διάλεγε να παίξει θεαματικό ποδόσφαιρο, όπως η Μπαρτσελόνα, το «Στάμφορντ Μπριτζ» δεν θα είχε άδεια θέση σε κανένα παιχνίδι. Αντιθέτως, ο κόσμος επιλέγει τα παιχνίδια που θα πάει να δει και, όπως είναι φυσικό, επιλέγει μόνο τα μεγάλα ματς. Κάτι ανάλογο είχαν υποστηρίξει πολλοί την εποχή της κυριαρχίας της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Έλεγαν δηλαδή ότι οι εξαιρετικές εμπορικές επιδόσεις της ομάδας ήταν αυτές που της έδωσαν τη δυνατότητα να «αγοράσει» και την αγωνιστική επιτυχία, ό,τι ακριβώς συμβαίνει στην Τσέλσι με το πορτοφόλι του Αμπράμοβιτς. Όσοι υποστηρίζουν αυτή την άποψη είναι σαν να αγνοούν την πραγματικότητα, που είναι ίδια για όλες τις επιτυχημένες ομάδες. Ξεχνούν, άραγε, ότι η Νότιγχαμ Φόρεστ του Μπράιαν Κλαφ ήταν η ομάδα που αγόρασε τον πρώτο Βρετανό ποδοσφαιριστή που η αξία του έφτασε το ένα εκατομμύριο στερλίνες; Αναφέρομαι στον Τρέβορ Φράνσις.
Τον Μάρτιο του 2004, όταν ακόμα στον πάγκο της Τσέλσι βρισκόταν ο Ρανιέρι, ο Πίτερ Κένιον έκανε μια δήλωση που έδειχνε το επίπεδο των προσδοκιών που είχαν οι διοικούντες από την ομάδα. «Το ζητούμενο δεν είναι απλώς να νικά η ομάδα, αλλά να το πετυχαίνει με στυλ», είχε πει. Το χρονικό διάστημα που έκανε τη δήλωση ο Κένιον η ομάδα του Ρανιέρι νικούσε, αλλά όχι με στυλ. Ο Ρανιέρι τότε κατάλαβε ότι δεν θα συνέχιζε άλλη χρονιά στον πάγκο της Τσέλσι.
Ομως από τότε μέχρι σήμερα, με όλα όσα μεσολάβησαν, με τον πακτωλό των εκατομμυρίων που ξοδεύτηκαν, αν ο Κένιον τώρα έκανε την ίδια δήλωση θα γινόταν γελοίος. Δεν μπορούσε άραγε, αν ήθελε πραγματικά ο Αμπράμοβιτς, να χωρέσει στην ίδια ομάδα τον Μακελελέ, τον Λαμπάρντ, τον Ροναλντίνιο, τον Ρόμπεν, τον Σεβτσένκο και τον Ντέκο; Ασφαλώς και μπορούσε.
Όμως άλλο είναι το πράγμα που κυνηγούν ο Αμπράμοβιτς και ο Μουρίνιο. Εκείνο που κυνηγούν είναι το αποτέλεσμα, που φέρνει πολλά και κυρίως χρήματα και τίτλους. Αυτό που φαίνεται να προέχει για τους «μπλε» είναι η επιχειρηματική λειτουργία της ομάδας και όχι το ποδόσφαιρο που ξεσηκώνει.
Ένα ποδόσφαιρο που παίζει η Μπαρτσελόνα, γι' αυτό και γίνεται πολύ περισσότερο συμπαθής. Φυσικά, εδώ υπάρχει και μία άλλη ενδιαφέρουσα παράμετρος. Μία παράμετρος που αφορά στην Μπάρτσα, η οποία ακόμα κι αν είχε την οικονομική λογική του Αμπράμοβιτς δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ Τσέλσι. Σε ό,τι αφορά στην αγωνιστική συμπεριφορά τουλάχιστον.
Ενας ακόμα ηγέτης-θεμέλιο
Ο ρόλος και η επιρροή ενός πολύ μεγάλου ποδοσφαιριστή στη λειτουργία μιας ομάδας τόσο στον αγωνιστικό χώρο όσο και στα αποδυτήρια είναι δεδομένο ότι είναι καθοριστικά. Και το ζητούμενο. Όλοι αναζητούν τον ποδοσφαιριστή-ηγέτη, που συχνά αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζονται οι ομάδες. Τα παραδείγματα, άφθονα. Πολύ συχνά τον ρόλο του ηγέτη δεν επωμίζεται ο φαντεζί ποδοσφαιριστής, το «δεκάρι» σαν να λέμε, αλλά εκείνος με τα μεγαλύτερα ψυχικά αποθέματα, με τη μεγαλύτερη δύναμη, που μπορεί να παρασύρει προς τα εμπρός όλη την ομάδα και να την κρατήσει όρθια στα δύσκολα.
Ο ποδοσφαιριστής που έχει αυτά τα προσόντα είναι εκείνος που παίρνει τα κρίσιμα παιχνίδια. Συνήθως πρόκειται για έναν παίκτη με πολύ ισχυρή προσωπικότητα και έξω από το γήπεδο. Ο Ερίκ Καντονά είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που μου έρχονται στον νου. Και ο Ρόι Κιν επίσης. Στον ΠΑΟ έχουν εκτιμήσει ότι τον ρόλο του ηγέτη στην ομάδα που χτίζεται μπορεί να τον παίξει ο Εκι Γκονζάλες, ένας ποδοσφαιριστής με εξαιρετικές τεχνικές ικανότητες και πολύ έντονο ταμπεραμέντο. Ο γράφων δεν πιστεύει ότι ο Γκονζάλες μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο. Δεν έδειξε τέτοια στοιχεία, άλλωστε, μέχρι τώρα στην παρουσία του στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Πόσα παιχνίδια -κρίσιμα- πήρε πάνω του ο Αργεντινός; Ηγέτης δεν είναι ο εριστικός ποδοσφαιριστής, που μπορεί να πουλάει αναίτιο τσαμπουκά μέσα στο γήπεδο ή να διαμαρτύρεται συνεχώς στον διαιτητή –ακόμα και τις φορές που έχει δίκιο- γιατί έτσι «γράφει» καλά στη διοίκηση, τους οπαδούς και τις «φιλικές» εφημερίδες. Στον ΠΑΟ έχουν πέσει θύματα της παγίδας του καθρέφτη. Προσπαθούν να δημιουργήσουν έναν ηγετικό πόλο μέσα στην ομάδα, που θα μπορεί να αναμετρηθεί με τον αντίστοιχο πόλο του μεγάλου αντιπάλου, του Ολυμπιακού.
Έχουν και την ανάμνηση του μεγάλου Ζάετς, που από τότε τον αναζητούν εναγωνίως, αλλά χωρίς επιτυχία, γεγονός που τους αγχώνει όλο και περισσότερο. Όσο δεν καταφέρνουν κάτι τέτοιο τόσο θα προσπαθούν να καλύψουν αυτό το κενό με επικοινωνιακά τεχνάσματα. Στην πλειονότητά τους αποτυχημένα.
Η εξάρτηση των καθυστερημένων
Τις περισσότερες φορές που ακούω Έλληνες παράγοντες να μιλούν για το ελληνικό ποδόσφαιρο η συζήτηση επικεντρώνεται στα έσοδα των ομάδων. Στην Ελλάδα οι ομάδες έχουν μια κοινή εξάρτηση. Θεωρούν βασική πηγή των εσόδων τους τα τηλεοπτικά δικαιώματα. Ένδειξη επιχειρηματικής καθυστέρησης. Οι ομάδες, τουλάχιστον εκεί που τα επιχειρηματικά χαρακτηριστικά τους είναι έντονα, έχουν σχεδιάσει τη ροή εσόδων τους τελείως διαφορετικά. Για τους ειδικούς της οικονομίας των σπορ ο πίνακας των εσόδων πρέπει να προβλέπει ένα 40% από τα εισιτήρια –τουλάχιστον. Στα 157 εκατομμύρια στερλίνες έσοδα της Γιουνάιτεντ τα 66 έρχονταν από τα εισιτήρια και η επίδοση αυτή, σύμφωνα με τους ειδικούς, μπορούσε να βελτιωθεί κι άλλο, κάτι που θα περιόριζε την οικονομική εξάρτηση της ομάδας-επιχείρησης. Το «κλειδί» είναι το γήπεδο και ο τρόπος που θα χρησιμοποιήσεις για να φέρεις τον κόσμο σε αυτό. Αν, φυσικά, έχεις κόσμο. Γιατί αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις επιχειρηματικούς σχεδιασμούς. Τα προϊόντα εκείνο που χρειάζονται είναι εμφάνιση, ποιότητα και πάνω απ' όλα πελάτες.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






