Μετά το ματς με τη Λιβαδειά που ο Ολυμπιακός είχε κερδίσει 1-0, όταν οι παίκτες είχαν μπει στα αποδυτήρια, ο Ιεροκλής Στολτίδης είχε μια κρίση υστερίας. «Θα με πεθάνετε, ρε μ...κες. Έχω πεθάνει να τρέχω ρε. Ποιος θέλει να μιλήσει ρε; Ποιος από σας θα τολμήσει να μιλήσει, ρε μ...κες ;». Και άπαντες εσιώπησαν. Γιατί όταν ένας παίκτης του χαρακτήρα του Στολτίδη, που έχει μετρήσει τα αθηναϊκά πλακάκια των πεζοδρομίων επειδή περπατάει με το κεφάλι σκυφτό, φτάνει στο σημείο να αποκαλεί μ...κες όλους τους πάλιουρες και μάγκες, σημαίνει ότι έχει φτάσει σε σημείο απόγνωσης. Μετά το χθεσινό ματς, ας ελπίσουμε ότι όχι μόνο επανέλαβε τον μετά Λιβαδειά λόγο, αλλά ότι έκανε τσίσα και μέσα στα παπούτσια των συμπαικτών του. Γιατί αυτό που συμβαίνει στο κέντρο του Ολυμπιακού δεν είναι πλέον αδιαφορία αλλά γαϊδουριά.
Ο Στολτίδης έχει μετατραπεί σε μάνα-δούλα κακομαθημένων παιδιών που αμολάνε τα σώβρακα και τις κάλτσες τους σε κάθε γωνία του σπιτιού και πρέπει να τρέχει να τα μαζέψει. Εντάξει ο Ριβάλντο. Είναι ο μάγος, ο «Ρίμπο», ο ατόφιος και ο πιτσιλωτός. Δεν μπορούμε να έχουμε απαίτηση να τρέχει. Εντάξει και ο Τζόρτζεβιτς. Είναι ο μουντιαλικός αρχηγός της Σερβίας, ο αρχηγός του Ολυμπιακού που έφερε οκτώ πρωταθλήματα στο λιμάνι. Αλλά στο ρημάδι το 4-3-3 avec ή sans ρόμβων και κλικ που εφαρμόζει ο βαθυστόχαστος κόουτς Σόλιντ, τρία είναι όλα και όλα τα χαφ. Αν δεν τρέχουν τα δύο, ποιος λοιπόν θα τρέξει;
Τα πλάγια μπακ, θα πει κάποιος... Ποια πλάγια μπακ; Ο Ερολ Μπουλούτ, που το μεγαλύτερο προσόν του είναι ότι ο Ολυμπιακός τον πήρε ελεύθερο και η ποικιλία των κινήσεών του είναι σαν το φαΐ της φυλακής; Τρίτη, Πέμπτη μακαρόνια. Φάτε, μάγκες, να βγουν χρόνια. Είκοσι μέτρα, σέντρα. Τριάντα μέτρα γκελ στο μπακ. Για να περνάει η ώρα, παιδιά. Ο Δημήτρης Μαυρογενίδης, που αν ανακαλυφθεί η πρόωρη ποδοσφαιρική γήρανση θα βάζουν τη φωτογραφία του στις εγκυκλοπαίδειες; Εδώ το παλικάρι δεν μπορεί να καλύψει τον Κουτσοσπύρο στο πέναλτι που δεν δόθηκε και στη σέντρα για το γκολ και θα έδινε βοήθειες στον Στολτίδη; Το σπίτι του Μαυρογενίδη -για να μην πω κάτι άλλο- καιγότανε, και θα σκεφτόταν τι κάνει το σπίτι του Ιεροκλή; Εκτός αν ο Ιεροκλής πρέπει να περίμενε βοήθειες από τον Καστίγιο, που πάντοτε καταλαβαίνεις τι μαγικό είχε στο κεφάλι για να κάνει και πάντοτε καταλήγεις ότι το παιδί πάσχει από μεγαλομανία και νομίζει ότι είναι ο Ορτέγκα. Υπάρχει βέβαια και ο Μπαμπαγκίντα. Ενας παίκτης που θα μπει, θα βγει, θα τρακάρει, θα πέσει θα σηκωθεί και αν είναι τυχερός θα κάνει μια σέντρα με το δεξί από τη θέση που είχε ξεκινήσει.
Τελικά ο Ολυμπιακός πήρε τη νίκη. Ο Στολτίδης βγήκε από τα δεξιά, έκανε διαγώνια σέντρα και ο Γεωργάτος σκόραρε. Τέλος επεισοδίου. Μέχρι το επόμενο με τον Ακράτητο, που ο Στολτίδης θα κόβει, θα σεντράρει και θα πηδάει για να σκοράρει.
Το 1980, στα τελειώματα της καριέρας του, ο Τέρι Μπράντσο πάσαρε δύο φορές στον Τζον Στόλγουερθ για να οδηγήσει τους Πίτσμπεργκ Στίλερς στην κατάκτηση του 14ου Σουπερμπόουλ. Οσοι, όπως ο Τζορτζ Πλίμπτον, μπορούσαν να δουν ότι οδηγούμαστε σε μια κοινωνία που η τηλεοπτική αγορά μια πόλης θα ήταν σημαντικότερη από τα πρόσωπα, ήξεραν ότι το παρηκμασμένο οικονομικά Πίτσμπεργκ δύσκολα θα ξανασταύρωνε τίτλο. Είκοσι έξι χρόνια αργότερα, ο Χάινς Γοουόρντ θα μάζευε μια πάσα των 40 μέτρων για το τελικό 21-10 επί του Σιάτλ, δίνοντας το 40ό Σουπερμπόουλ στο Πίτσμπεργκ. Κανένας όμως τίτλος δεν μπορεί να σβήσει την ανάμνηση του «Σιδηρού Παραπετάσματος» της άμυνας των Στίλερς της δεκαετίας του '70.
Ακόμα και το όνομα της άμυνας των Στίλερς του '70, «The Steel Curtain», παραπέμπει στο Σιδηρούν Παραπέτασμα και τον ψυχρό πόλεμο και είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη σημερινή πολιτικά ορθή Αμερική. Ηταν όμως μια εποχή που όταν οι παίκτες δεν έβγαιναν φωτογραφία με ένα τσιγάρο στο δεξί και μια μπίρα στο αριστερό, απλώς άλλαζαν χέρι. Που ο Mean Joe Green στην πρώτη αμυντική γραμμή των Στίλερς δεν είχε το παρατσούκλι Mean για να πουλάει πιο εύκολα κουκλάκια, αλλά επειδή ήταν τόσο «κακός» που η τελευταία ανάμνηση κάθε επιθετικού που πέρναγε από την πλευρά του ήταν ένας αγκώνας καρφωμένος στα πλευρά και ένα μαύρο πρόσωπο στη μούρη. Που ο Μελ Μπλάουντ μπορούσε να πάει στον πόλεμο του Βιετνάμ, να γυρίσει τραυματίας, να ξαναπαίξει ποδόσφαιρο και να στραφεί εναντίον του πολέμου χωρίς να σκέφτεται ότι θα χάσει τη χορηγία κάποιας πολυεθνικής. Που ο Τέρι Μπράντσο όταν μιλούσε για την τότε φίλη του και πρωταθλήτρια του πατινάζ Σάρλοτ Χόπκινς έλεγε ότι δεν ζηλεύει που την αγκαλιάζουν άλλοι άνδρες στις φιγούρες, αφού «είναι όλοι τους αδελφές», χωρίς να ψάχνει για το κοινωνικά αποδεκτό συνώνυμο. Οι Στίλερς ήταν επιτομή της εποχής τους. Συνέχεια της γενιάς των λουλουδιών του '60, που δεν σήκωνε στον σβέρκο της αφεντικό και στο πουλί της προφυλακτικό, με μισό κιλό αποσμητικό στη μασχάλη, χωρίς να προβληματίζεται για την τρύπα του όζοντος και που πρόφερε το Ιράκ «Αϊράκ». Ηξερε όμως να λέει τα πράγματα με το όνομά τους χωρίς να περιμένει υποβολέα από τους χορηγούς ή τον ιδιοκτήτη. Ακούς, Γιάννη Γκούμα;
Σε μια περίοδο της αυτοκρατορικής Κίνας ο δικαστής που επέβαλε είχε υποχρέωση και να εκτελέσει την ποινή. Ετσι, το να έλεγε «αποκεφαλισμός», σήμαινε ότι ο ίδιος και όχι ο δήμιος θα λέρωνε τη ρόμπα του. Θέλεις να στείλεις κάποιον στο εκτελεστικό απόσπασμα; Πάρε το ντουφέκι και πυροβόλησέ τον. Τώρα να λες «Κάποιοι που ξέρουν ποιοι, γράφουν αυτά που ξέρουν και την επόμενη φορά που θα τα ξαναγράψουν θα τους στείλω στο εκτελεστικό απόσπασμα» είναι πούλιτζερ κειμένου μπουλκουμέ. Εντάξει, μπορεί να υπάρξει η άποψη ότι ο κόσμος ξέρει ποιους εννοεί ο Γκούμας. Τότε δεν χρειάζεται να το πει, αφού ο κόσμος τους ξέρει. Αν τώρα δεν τους ξέρει, αφήνοντας το περιθώριο της μαντεψιάς, βάζει σε κίνδυνο τη μισή κοινωνία, αφού ο κάθε κάφρος εάν δεν γουστάρει ένα δημοσιογράφο, την επόμενη φορά στο γήπεδο θα μπορεί να φωνάξει «Αντε, μωρή καριόλα. Καλά έλεγε ο Γιαννάκης ότι γράφεις παπάρες για να καταστρέψεις την ομάδα...». Και όποιος ξέρει από την ψυχολογία της κερκίδας, ξέρει επίσης ότι κι ο Αγιος Πανάθας να είναι αυτός που θα το ακούσει, εάν φύγει από το γήπεδο σώος, θα πρέπει να είναι ευχαριστημένος. Να το πει ο Γκούμας, να το πει. Δικαίωμα του κάθε ποδοσφαιριστή είναι να έχει άποψη για τον κάθε δημοσιογράφο και να τη δημοσιοποιεί. Οι απειλές όμως για «εκτελεστικό απόσπασμα» είναι σαν να λες ότι εσύ είσαι ο αξιωματικός του αποσπάσματος και δίνεις τη διαταγή «Τώρα, παιδιά, βαράτε». Ας πούμε λοιπόν ότι ο Γκούμας, που είναι καλό παιδί, αλλά όχι και Αϊνστάιν, είπε την παραπάνω κουβέντα. Γιατί αν δεν το πούμε, θα πρέπει να πούμε ότι λέει ό,τι του λένε να πει και εκτός του ότι μπλέκει πολύς κόσμος, το να είσαι τζουκ μποξ και να παίζει τραγούδια με μια ανανέωση συμβολαίου δεν είναι ακριβώς τίτλος τιμής...
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






