Χθες το απόγευμα το μυαλό μου έτρεχε στις εποχές που ο Αρης και ο ΠΑΟΚ έκαναν κουμάντο στο ελληνικό μπάσκετ.
Οχι, όχι εξαιτίας του μεταξύ τους ντέρμπι στο Αλεξάνδρειο. Ελκυστικό ήταν κι αυτό, αξιέπαινος ο Αρης για το κατόρθωμά του, αλλά όποιος έζησε από κοντά τις γιγαντομαχίες της δεκαετίας του '80 δυσκολεύεται να νιώσει θέρμη βλέποντας τζάμπολ ανάμεσα στον Στακ και τον ΕνΝτιαγιέ. Το νοερό ταξίδι στο παρελθόν οφείλεται σε μνήμες από το μακρινό 1989, μνήμες που ξύπνησαν χάρη στην επίσκεψή μου στο Ζάγκρεμπ.
Φτάνοντας στην πρωτεύουσα της Κροατίας (και γνωρίζοντας ότι δεν είχα ελπίδα να δω Αρης - ΠΑΟΚ ή Ολυμπιακός - Ουνικάχα), σκόπευα να γράψω για την πιο συγκλονιστική εμπειρία που βίωσα ποτέ σ' αυτή την πόλη: το εθνικό πένθος για τον χαμό του Ντράζεν Πέτροβιτς τον Ιούνιο του 1993. Με έστειλαν τότε στο Ζάγκρεμπ για να καλύψω το σχετικό ρεπορτάζ και έζησα ένα 48ωρο σπάνιας, ιερής σχεδόν, ανατριχίλας. Η φόρτιση των ημερών, λόγω του εμφυλίου που είχε μόλις τελειώσει, πολλαπλασίαζε τη συγκίνηση, ντόπιων και επισκεπτών.
Και το δάκρυ έρρεε ποτάμι. Επρεπε να είσαι καμωμένος από σίδερο για να αντισταθείς. «Ντράζεν Πέτροβιτς», ονομάζεται πλέον το γήπεδο της Τσιμπόνα, στο οποίο θα παίξει απόψε (πολύ δύσκολο και πολύ κρίσιμο αγώνα) ο Παναθηναϊκός.
Περισσότερα, όμως, για τον «Μότσαρτ του μπάσκετ» κάποια άλλη μέρα. Ετος Μότσαρτ είναι αυτό που ζούμε, οπότε του οφείλουμε περίσσια τιμή!
Το Ζάγκρεμπ το πρωτογνώρισα το 1989, στο τρίτο, μόλις, ταξίδι της ταπεινής καριέρας μου. Ευρωμπάσκετ. Πρωταθλήτρια Ευρώπης (καλή ώρα) η Ελλάδα, ήλθε εδώ για να υπερασπιστεί το στέμμα που κατέκτησε δύο χρόνια νωρίτερα στην Αθήνα. Εποχή Γκάλη, Γιαννάκη, Φασούλα, Χριστοδούλου, εποχή Αρη, ΠΑΟΚ, «επίσημης αγαπημένης». Εποχή μπάσκετ.
Οι αγώνες έγιναν στην ερειπωμένη, πια, «Ντομ Σπόρτοβα» και οι Ελληνες δημοσιογράφοι (παλαιότεροι, αλλά και ορισμένοι «γενιάς '87» σαν την αφεντιά μου) έμεναν ακριβώς απέναντι, στο σοσιαλιστικής αισθητικής οτέλ «Πανοράμα». Είχε μεσολαβήσει για να βρούμε δωμάτια και να εξασφαλίσουμε φιλικές τιμές ο αείμνηστος Κρέζιμιρ Τσόσιτς, τον οποίο είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε από τη θητεία του στην ΑΕΚ. Εκανε κι ένα καλό ο Ψωμιάδης!
Τον θρίαμβο του '89 τον έζησα με όλες μου τις αισθήσεις, περισσότερο και από αυτόν του 1987. Το μετάλλιο ήταν τούτη τη φορά ασημένιο, αλλά μπροστά στην ασυναγώνιστη οικοδέσποινα Γιουγκοσλαβία του Ιβκοβιτς και των Πέτροβιτς, Ντίβατς, Ράτζα, Πάσπαλι, Βράνκοβιτς, Κούκοτς, Ζντοβτς, έμοιαζε με ατόφιο χρυσάφι.
Ηταν βέβαια ένα «μίνι» Ευρωμπάσκετ 8 ομάδων εκείνο, αλλά το εμπόδιο που χώριζε την ελληνική ομάδα από τον τελικό έμοιαζε αδιαπέραστο. Η ΕΣΣΔ του 1989 παρουσιάστηκε μακράν ανώτερη αυτής του 1987, Ολυμπιονίκης στη Σεούλ και με τον τιτάνα Σαμπόνις γερό και δυνατό στις επάλξεις.
Αλλά το μεγαλείο του «Νικ» και των συνοδοιπόρων του αποδείχθηκε ανυπέρβλητο. Σπάνια έχω πανηγυρίσει τόσο όσο στο νικητήριο τρίποντο του Φάνη στο φινάλε του ημιτελικού, σπάνια έχω χορέψει με τόση χαρά όσο τη νύχτα των μεταλλίων (στη ντισκοτέκ του «Ιντερκοντινένταλ» μαζί με τους παίκτες) και σπάνια έχω ζητήσει αυτόγραφο από οποιονδήποτε. Ε, από τον Γκάλη ζήτησα. Το έχω ακόμα.
Οι δημοσιογράφοι που ακολούθησαν την αποστολή του Παναθηναϊκού στο Ζάγκρεμπ 17 χρόνια αργότερα, μένουν στο ίδιο «Πανοράμα» και βλέπουν από τα παράθυρά τους τα απομεινάρια της «Ντομ Σπόρτοβα». Οι αναμνήσεις επιστρέφουν, κυκλώνας ασυγκράτητος. Ο Κρέζο Τσόσιτς δεν μένει πια σε τούτο τον μάταιο κόσμο, αλλά η πανύψηλη φιγούρα του μοιάζει να πλανιέται, στολισμένη με το λαμπερό του χαμόγελο, στην πλατεία που χωρίζει το ξενοδοχείο από το γήπεδο.
Πλατεία, η οποία -λησμόνησα να σας πω- ονομάζεται «πλατεία Κρέζιμιρ Τσόσιτς».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






