Εχει γραφεί πάρα πολλές φορές –και είναι αλήθεια– ότι μετά την οικονομική κρίση που έπληξε το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο πριν από τέσσερα χρόνια, όλες οι ομάδες αναγκάστηκαν να αναπροσαρμόσουν τις οικονομικές επιλογές τους. Κυρίως την πολιτική εκείνη που αφορά στα έσοδά τους.
Το προηγούμενο χρονικό διάστημα, την εποχή των τροφαντών αγελάδων, η πλειονότητα των ομάδων έδινε μεγαλύτερο βάρος στα έσοδα που προέρχονταν από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, παραβλέποντας περισσότερο παραδοσιακές και βέβαια σταθερότερες πηγές εσόδων. Τώρα όμως είναι αναγκασμένες να στρέφονται σε αυτές τις πηγές εσόδων που είχαν παραμελήσει. Τα έσοδα από τις πωλήσεις των εισιτηρίων θεωρούνται πλέον τα σταθερότερα για τις ομάδες.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ορισμένες ομάδες είτε φτιάχνουν νέα γήπεδα, προσαρμόζοντας ανάλογα την πολιτική των εισιτηρίων τους, είτε έχουν ήδη αρχίσει να απολαμβάνουν τα οφέλη της μετακίνησης σε ένα νέο γήπεδο, που δεν είναι απαραίτητο να είναι μεγαλύτερο από το παλιό. Οπως συμβαίνει με την Μπάγερν ή όπως θα συμβεί με το καινούργιο γήπεδο της Γιούβε. Φαντάζομαι ότι κάποιοι θα πρόσεξαν την παρουσία της Σάλκε μέσα στη λίστα με τις 20 πλουσιότερες ομάδες του κόσμου. Μια παρουσία για δεύτερη συνεχή χρονιά που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στα έσοδα του νέου της γηπέδου, με τον μέσο όρο των εισιτηρίων να βρίσκεται γύρω στα 61.000.
Στον κατάλογο με τις 60 καλύτερες ευρωπαϊκές ομάδες σε ό,τι αφορά την κίνηση των εισιτηρίων δεν βρίσκεται κάποια ελληνική ομάδα. Καθόλου περίεργο, όταν σε μία πλήρη αγωνιστική τα εισιτήρια όλων των αγώνων της Α’ Εθνικής δεν ξεπερνούν τις 40 χιλιάδες και μάλιστα πολύ συχνά κινούνται και κάτω από τις 30. Πολλοί θα μπορούσαν να παρατηρήσουν ότι η εικόνα των ελληνικών γηπέδων είναι απελπιστική και δεν ευνοεί την προσέλευση των θεατών, αλλά η προσέλευση επηρεάζεται πολύ περισσότερο από την ποιότητα του θεάματος.
Και η ποιότητα του θεάματος στο ελληνικό πρωτάθλημα είναι απελπιστική, όπως και η πολιτική εισιτηρίων που εφαρμόζουν οι ελληνικές ομάδες. Μια πολιτική που αν την εφάρμοζαν θα μπορούσαν να βλέπουν περισσότερο γεμάτες τις κερκίδες του γηπέδου, αλλά και το ταμείο τους. Το πώς οι ομάδες βλέπουν το θέμα των εισιτηρίων το παρατηρούμε στα καπέλα που μπαίνουν στις τιμές των εισιτηρίων στα ντέρμπι ή τα παιχνίδια της Ευρώπης.
Η πολιτική των ελληνικών ομάδων στον τομέα των εισιτηρίων πρέπει να έχει σκοπό να φέρει τον φίλαθλο στο γήπεδο για να γεμίσει και το ταμείο της ομάδας. Σε σχέση όμως με το πολύ ακριβό εισιτήριο, οι παροχές που απολαμβάνει ο φίλαθλος είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ακόμα όμως και με αυτή την απογοητευτική εικόνα, σύμφωνα με τη μελέτη που εκπόνησε η Pricewaterhouse για λογαριασμό των υποστηρικτών της Σούπερ Λίγκας, το 31% του συνόλου των εσόδων του ελληνικού πρωταθλήματος οφείλεται στα εισιτήρια.
Είναι προφανές ότι στα εισιτήρια υπάρχει πολύ μεγάλο περιθώριο βελτίωσης. Παραθέτω ένα οικονομικό μέγεθος που έχει ενδιαφέρον όσον αφορά στη συνολική συνεισφορά των εισιτηρίων. Η Ενωση των Διεθνών Αθλητικών Ομοσπονδιών εκτιμά ότι τα έσοδα από τα εισιτήρια παγκοσμίως ξεπερνούν κατά 8 δισ. δολάρια τα έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα.
Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αποτελεί ίσως το κορυφαίο πρότυπο ομάδας στον τομέα της πολιτικής των εισιτηρίων, καθώς το 40% των εσόδων της προέρχεται από την πώληση εισιτηρίων. Στις κορυφαίες ποδοσφαιρικές αγορές της Ευρώπης δίδεται ήδη ιδιαίτερο βάρος στην on line διάθεση των εισιτηρίων. Ο τζίρος της διάθεσης εισιτηρίων μέσω του διαδικτύου το 1999 παγκοσμίως έφθανε τα 300 εκατ. ευρώ, ενώ στο τέλος του 2003 ξεπέρασε τα 2 δισ. 700 εκατ. ευρώ, εξέλιξη που βρίσκεται σε ευθεία σχέση με την ανάπτυξη της χρήσης του internet σε όλο τον κόσμο.
Η on line παροχή μειώνει σημαντικά το κόστος διάθεσης και την τιμή του εισιτηρίου, αλλά κάτι τέτοιο είναι πρώιμο να το συζητούμε στην Ελλάδα, τη στιγμή μάλιστα που και τα γήπεδα και οι ομάδες παρουσιάζουν άλλες -πολύ μεγαλύτερες- ελλείψεις.
Το «αντίο» ενός πολεμιστή
Δεν υπήρξε ποτέ φαντεζί παίκτης. Από εκείνους δηλαδή που εκμεταλλεύονται τα σωματικά τους προσόντα και τη φύση του αθλήματος για να κόβουν βόλτες στον αέρα, κάνοντας πράγματα που γίνονται χαϊλάιτς σε εκπομπές ή που αντιγράφονται από τους πιτσιρικάδες στα ανοικτά γήπεδα μπάσκετ.
Δεν υπήρξε τηλεοπτικός σταρ ή σταρ γενικότερα. Μετρημένος στη συμπεριφορά του μέσα και έξω από τα γήπεδα. Δεν έδωσε ποτέ αφορμές και όσο θυμάμαι, πάντα έμπαινε στο γήπεδο και έπαιζε για να κερδίσει. Δεν κορόιδευε τον θεατή. Ηταν μαχητής και φαντάζομαι ότι τέτοιος θα παραμείνει σε ό,τι κι αν κάνει από δω και πέρα. Ηρθε μικρός -έφηβος- στην Ελλάδα, σε μια εποχή που η πατρίδα του έμπαινε σε μια περιπέτεια που θα οδηγούσε στη διάλυσή της.
Ωρίμασε με έναν πολύ γλυκό τρόπο ως παίκτης και ως άνθρωπος. Κέρδισε χρήματα, τίτλους και εμπειρίες και ήταν για τους προπονητές του πάντοτε ένα πολύ χρήσιμο «εργαλείο», που σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελούσε το βαρόμετρο όλης της ομάδας.
Τον θυμάμαι από τα πρώτα βήματα που έκανε εδώ στο ΣΕΦ δίπλα στον Πάσπαλιε, αργότερα να «ψήνεται» ως παίκτης επί Ιωαννίδη, να σηκώνει την «κούπα» στη Ρώμη, να παίζει αντίπαλος του σύγχρονου μπασκετικού μύθου, του Μάικλ Τζόρνταν, στο Παρίσι, να κάθεται στον πάγκο της ομάδας που τον ανέδειξε και την αγάπησε. Προχθές στο ΣΕΦ, φορώντας το κουστούμι του (... «δεύτερη φορά το φοράω. Την πρώτη ήταν στον γάμο μου...»), προσπάθησε έξι φορές να σημειώσει το τελευταίο τρίποντο. Για να πει το «αντίο» του στο παρκέ ως παίκτης. Διότι δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα απομακρυνθεί ποτέ μακρύτερα από την περιφέρεια που ορίζει το παιχνίδι ή η ζώνη του τρίποντου.
Δεν ήταν αλάνθαστος, κανείς μας δεν είναι. Τον κυνηγούσε και τον βάραινε η κατάθεση στο δικαστήριο εναντίον του Ιωαννίδη και το ομολόγησε δημόσια. Εν είδει συγγνώμης. Τον κυνηγά και τον βαραίνει ο τελικός του Τελ Αβίβ και τού εύχομαι να τον ξεχάσει. Δεν τον συνάντησα ποτέ, ούτε έτυχε να μιλήσω μαζί του. Αλλά όπως και πολλοί άλλοι, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Μίλαν Τόμιτς για τις αναμνήσεις.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






