Τον Φρανκ ΡAΪκααρντ τον πρωτοσυνάντησα πριν από είκοσι χρόνια. Με είχε στείλει ο κυρ Θόδωρος (Νικολαΐδης) μία εβδομάδα στο Αμστερνταμ, φθινόπωρο '86, να του φέρω στο «Φως» υλικό (και στην Ολγα, επί τη ευκαιρία, ένα κόκκινο φόρεμα) εν όψει των επικείμενων, τότε, αναμετρήσεων Ολυμπιακού-Αγιαξ για το Κύπελλο Κυπελλούχων. Μίλησα, εκείνες τις ημέρες, με όλο τον κόσμο. Τον Κρόιφ, που ήταν ο προπονητής. Τον Φαν Μπάστεν, που ξεκινούσε να ανατέλλει. Τον, νυν κόουτς, Μπλιντ. Τον, πρώην κόουτς, Βάουτερς. Τον, ήδη βετεράνο πια, Μιούρεν. Ολοι ήταν χαμογελαστοί, από 100% επαγγελματίες έως... σκλαβωτικοί στη συμπεριφορά. Ο μοναδικός που, μπροστά σ' αυτούς, μου φάνηκε περίπου άξεστος (όχι ότι αρνήθηκε να μιλήσουμε, αλλά το έπραξε στο «τελείωνε, γιατί έχω και καλύτερα πράγματα να κάνω» ύφος) ήταν ο Ράικααρντ.
Τον ξανασυνAντησα (εκλέκτορα, πλέον, της εθνικής) από κοντά στο Hilton του Αμστερνταμ, καλύπτοντας για την «Ελευθεροτυπία» το Euro 2000, και μιλήσαμε μια-δυο μέρες, αν θυμάμαι καλά, πριν από την πρεμιέρα του τουρνουά. Εμφανώς... βελτιωμένος, σε σχέση με τις επιφυλάξεις μου και με το πώς τον είχα μες στο μυαλό, αλλά πάλι αγέλαστος. Προφανέστατα, πιεσμένος απέναντι στο ύψος της προσδοκίας. Οπως και να 'χει, ο τελευταίος χαρακτηρισμός που θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει είναι «συμπαθής». Επηρεασμένος από τις ιδεοληψίες μου, τον θεωρούσα «ολίγιστο» για τη δουλειά. Τη στιγμή του αποκλεισμού της Ολλανδίας στην «Αρένα», στα πέναλτι απ' την Ιταλία στον ημιτελικό, ενδόμυχα τον... καταράστηκα να μη δει Θεού πρόσωπο. Και το επόμενο εγχείρημά του, αργότερα να αναλάβει και να υποβιβάσει τη Σπάρτα Ρότερνταμ, θεώρησα ότι ήταν η δικαίωσή μου!
Στο μεταξY, έξω απ' τα αποδυτήρια μετά τον ημιτελικό την ίδια εκείνη ημέρα, τον είδα να ανεβαίνει στο πούλμαν, να κάθεται μπροστά μπροστά και να κλαίει. Η κατάρα έγινε, αυτομάτως, συμπόνια. Λύπη, που απλώθηκε σ' ολόκληρη την πορτοκαλί χώρα. Βλέποντας έπειτα στην TV πώς το κάθε ολλανδικό νοικοκυριό στην ύπαιθρο, αλλά και στις πόλεις, κατέβαζε τον στολισμό του σπιτιού (και τον αποθήκευαν για την, όποτε, επόμενη φορά όπως εμείς τα χριστουγεννιάτικα, όταν περάσουν οι γιορτές) το σκηνικό παρέπεμπε σε πολιτικό κόμμα Δευτέρα πρωί, έπειτα από εκλογική ήττα την Κυριακή. Λύπη, κατάρα, αντιπάθεια, συμπόνια, ό,τι και να 'ταν, το βέβαιο είναι ότι πίστευα πως ο Ράικααρντ δεν κάνει για προπονητής.
Εξι χρOνια μετA, εκτιμώ ότι (σε αντίθεση με την ενδεχομένως κρατούσα άποψη πως ο Ροναλντίνιο, πράγμα που θα μπορούσε να κάνει με τον οποιονδήποτε τυχόντα, τον τραβάει απ' το χέρι, κι όμως) η Μπαρτσελόνα φέρει ξεκάθαρη, φαρδιά πλατιά που λένε, την υπογραφή του Φρανκ Ράικααρντ. Αυτό που παρουσίασε την Τρίτη, ένα χρόνο μετά την περσινή αφέλεια στο «Στάμφορντ Μπριτζ», ήταν σκέτο αριστούργημα ισορροπίας. Η ισορροπία δεν είναι έργο του Ροναλντίνιο, είναι έργο του προπονητή. Αυτός τη χτίζει. Στην περίπτωση της Μπάρτσα, έχει βάλει και την εγγυώνται οι τέσσερις στέρεοι, ανθεκτικοί σε πολλά ρίχτερ, πυλώνες στον άξονα (Πουγιόλ, Μάρκες, Εντμίλσον, Μότα). Ακριβώς ό,τι... δεν έχει, ενώ δεν της λείπουν οι αστέρες, η Ρεάλ.
ΕπIσηΣ, είναι έργο του προπονητή ότι σ' αυτή την ομάδα οι παίκτες, στη ροή του ενενηντάλεπτου, κουράζονται μόνον όταν δεν έχουν την μπάλα. Και σκυλιάζουν, με πρέσινγκ ανελέητο, να την ξαναπάρουν. Υστερα, όταν την έχουν, το τρεχαλητό σταματάει. Ερχεται η ξεκούραση. Κι αρχίζουν, οι τρεις μπροστά, τα εξωκοσμικά. Εξίσου στρατοσφαιρικός, δε, με τους τρεις μπροστά είναι και ο... τέταρτος πίσω τους, ο Ντέκο. Ο ποδοσφαιριστής-φίλτρο. Μαγικό φίλτρο. Με ασύλληπτη αίσθηση, και ως εκ τούτης έλεγχο, του ρυθμού. Πότε πάμε γρήγορα, κάθετα σαν τα στούκας. Πότε καλμάρουμε κι απλώνουμε το παιχνίδι για να δημιουργήσουμε κλοιό. Αυτός είναι, ο Ντέκο, που (εκτός από σπάνια κόλπα) ξέρει και να «διοχετεύει» τη μετάβαση απ' την αμυντική στην επιθετική φάση του παιχνιδιού.
ΕΙναι τΟσο αριστουργηματική η ισορροπία της Μπαρτσελόνα, που ο Μουρίνιο (ενώ τα πάντα κυλούσαν εναντίον του) δεν αποτόλμησε να παίξει μ' ένα χαφ λιγότερο, και «γαία πυρί μιχθήτω». Οταν σήκωσε τον Κρέσπο, πίστευα πως θα το 'κανε 4-4-2, δίδυμο Κρέσπο-Ντρογκμπά, με τον Λάμπαρντ (που, λόγω του τραυματισμού, ήταν εμφανώς μακριά απ' το 100%) έξω, κι ό,τι θέλει ας γίνει. Δεν το 'κανε, απλώς για να μην τον κατακρεουργήσουν. Διότι αυτό θα συνέβαινε, ο Πορτογάλος το ήξερε. Θα τον κομμάτιαζαν. Μόνο πήρε τον Ρόμπεν (απ' τον άξονα) στο πλάι, κι έφερε στην τρύπα πίσω απ' τον Κρέσπο τον Γκούντιονσεν. Δηλαδή προτίμησε να πεθάνει όρθιος, παρά σφαγμένος.
Η ΜπαρτσελΟνα, με όλο το χάρισμα των μέγκα σταρ της και μ' όλη την ατμόσφαιρα μίσους εις βάρος του Μουρίνιο, δεν έπεσε ούτε στιγμή στην παγίδα να παίξει για να διασύρει (την Τσέλσι). Να εκδικηθεί. Να θριαμβεύσει. Να δείξει, έστω, πόσο υπέροχη είναι. Δίχως να απαρνηθεί τα γονίδια της φύσης της έπαιξε ωστόσο, απ' την αρχή έως το τέλος, για ένα και μοναδικό πράγμα. Να προκριθεί. Πιστώνεται, και αυτό, στον προπονητή. Δεν ήταν όσο απλό ακούγεται. Αλλά ο Ράικααρντ είχε προαποφασίσει ότι το «Καμπ Νου» θα ζούσε την πολύ σπάνια βραδιά, ακόμη κι αν δεν έβλεπαν γκολ απ' την Μπαρτσελόνα, να πλημμυρίσει χαρά για το (συνολικό) αποτέλεσμα. Οτι είδαν στο τέλος και το γκολ του Ρόνι, αυτό ήταν το μπόνους. Που έκανε τη χαρά, έκσταση.
Ο ΜουρΙνιο, λοιπόν, πέθανε όρθιος. Τιμωρημένος για τις σαχλαμάρες, ιδίως με το τερέν, στο build up προς το πρώτο ματς. Θα επανέλθει, είναι το μόνο σίγουρο. Διότι την Τσέλσι μπορεί κανείς μονάχα να την καθυστερήσει, όχι να τη σταματήσει. Πριν επανέλθει, όμως, ο Μουρίνιο, έχει να εκτίσει και το υπόλοιπο της ποινής του: να καθίσει μπρος στην TV και να δει τον Ράικααρντ σε (κάτι σαν) «μόνος μου κι όλοι σας» αναμέτρηση με την ιταλική ελίτ. Αυτό δεν είναι το έργο, στη συνέχεια του φετινού Τσάμπιονς Λιγκ;
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






