Ο Μαντσίνι έγινε, την Τρίτη το βράδυ, ο τελευταίος που ανέβηκε στο τρένο (για την «τελική φάση») του Τσάμπιονς Λιγκ. Και ο πιο νέος (προπονητής) ανάμεσα στους οκτώ, μόλις 41 ετών. Δεν είναι πρωτοφανές, ο Ντεσάν ήταν μόλις 35 όταν οδήγησε τη Μονακό στον τελικό του Γκελζενκίρχεν. Δεν είναι, ειδικά με τον Μαντσίνι, περίεργο καν. Πρόκειται για περίπτωση ανθρώπου που έπαιξε, θαρρείς, ποδόσφαιρο μόνο και μόνο για να κυλήσει ο χρόνος... ώσπου να γίνει προπονητής. Αλλωστε ήταν άτυπος τέτοιος από τα 25 του, μαζί με τον Βιάλι στη Σαμπντόρια, υπό τον σοφό θείο Βούγιαντιν (Μπόσκοβ).
Ο Μαντσίνι κι ο Αντσελότι (46 ετών), όπως κι ο Σπαλέτι της Ρόμα (47) ή ο Πραντέλι της Φιορεντίνα (49), είναι η γενεά που έχει στα χέρια, και υποστηρίζει, το κρίσιμο εγχείρημα της μετάβασης του ιταλικού ποδοσφαίρου απ' τα πατροπαράδοτα στερεότυπα (κατενάτσιο κ.λπ.) στην εποχή της φλόγας, της επιθετικότητας, του θεάματος. Το κάνουν, άλλοτε με επιτυχία κι άλλοτε άγαρμπα. Με κόστος. Εχουν στόχο, πάντως. Πυξίδα. Η λογική, στη δεκαετία του '90, ήταν άλλη. Ο Καπέλο στη Μίλαν άφηνε τον Μπάτζο στον πάγκο γιατί τον θεωρούσε πολυτέλεια που δεν ταίριαζε σε κανένα σύστημα. Ο (νεότερος και άπειρος) Αντσελότι είχε στην Πάρμα τον Τζόλα, δεν ήξερε τι να τον κάνει, ώσπου τον πώλησαν. Σήμερα, ο Μαντσίνι δεν έχει πρόβλημα να ρίξει στο παιγνίδι έως και τέσσερις φορ!
Η χαοτική Ιντερ, προσανατολισμένη ακριβώς σε τούτη την κατεύθυνση, επιτέλους δείχνει να μπαίνει σε «μια κάποια» σειρά. Το Κύπελλο Ιταλίας, πέρυσι, ήταν το πρώτο «εσωτερικό» τρόπαιό της σε 16 χρόνια! Η Μίλαν, πάλι, όταν τον περασμένο Μάιο στην Πόλη έπεφταν στοιχήματα εάν θα επιτρέψουν στον Αντσελότι να μπει στο αεροπλάνο της επιστροφής, έδειξε (αυτό που τη σφραγίζει ως κλαμπ) κλάση. Η δεκάλεπτη, καταστροφική αμνησία δεν χρεώθηκε στον προπονητή. Εκείνος το ήξερε, δεν χρειαζόταν διαβεβαιώσεις, ότι έτσι θα γινόταν. Στην πρες-κόνφερανς του τελικού είπε, στωικά, «ήδη από αύριο αρχίζουμε να σκεπτόμαστε την επόμενη σεζόν». Ετσι και έγινε. Είδαν το όλον, όχι το δεκάλεπτο. Και το όλον είναι ότι η Μίλαν σε δύο εβδομάδες παίζει, για τέταρτη συνεχόμενη περίοδο, σε προημιτελικό. Διάρκεια. Σταθερότητα. Συνέπεια.
Οι κυρίαρχοι (έκαστος με ένα UEFA και, αμέσως μετά, με ένα Πρωταθλητριών) της προηγούμενης τριετίας, ο Μουρίνιο κι ο Μπενίτεθ, εφέτος έμειναν σπίτι νωρίς. Η αυθεντία-Χίντινκ, το αυτό. Ο σούπερ-φιλόδοξος, όσο και σούπερ-σκληρός, Μάγκατ, επίσης. Επιβιώνουν, από αυθεντίες, μονάχα ο Βενγκέρ κι ο Καπέλο (και ένας θα περισσέψει, εκ των πραγμάτων, έξω απ' τους «4»). Δεν είναι, τούτο το επίπεδο, ο κόσμος των βεβαιοτήτων. Ευτυχώς, ειδάλλως θα ήταν πληκτικό. Είναι το βασίλειο της αβεβαιότητας. Δείτε, απλώς, πόση απόσταση είχαν (μόνο 12 μήνες μετά) τα αποτελέσματα, εφέτος από πέρυσι, Τσέλσι-Μπαρτσελόνα και Αϊντχόφεν-Λιόν. Ο,τι λειτουργεί υπέρ του Αντσελότι. Κέρδισε έναν τελικό στα πέναλτι, έχασε έναν τελικό στα πέναλτι, αλλά δεν είναι αυτά τα μείζονα. Το μείζον είναι ότι (η ομάδα του) δεν λείπει, όταν ξεχωρίζει ο αφρός, ποτέ.
Πολλές φορές μπαίνουμε στον πειρασμό να κάνουμε εμείς τους προπονητές, για την ακρίβεια τους... καθηγητές των προπονητών, και να τους αξιολογούμε εύκολα. Αβασάνιστα. Ισοπεδωτικά. Ωφελεί σαν φρένο, τότε, να παίρνουμε τη γνώμη εκείνων που, όσο να 'ναι, ξέρουν καλύτερα. Ο Σεβτσένκο έχει πει τη βαριά κουβέντα ότι με τον Αντσελότι έγινε winner, έμαθε να νικά. Οτι («τελείως διαφορετικός από κάθε προηγούμενο προπονητή που είχα») τους μεταδίδει ηρεμία. Οτι, το απολύτως καίριο, «ξέρει ν' ακούει». Οταν οι περισσότεροι συνάδελφοί του θέλουν, μονάχα, να μιλάνε. Ηταν ό,τι βρήκαν και στην Μπαρτσελόνα, αφού αρνήθηκαν τη δουλειά ο Χίντινκ κι ο Κούμαν, με τον Ράικααρντ. Το τοπίο ανέδιδε ξηρασία και κατάθλιψη. Από το να φωνάζει επιδεικτικά (όχι επειδή θα είχε κάτι ουσιώδες να πει αλλά, μόνο και μόνο, για... ν' ακούγεται), τους πρόσφερε προστασία και βοήθεια. Πνεύμα, στο προπονητήριο. Θετική ενέργεια, στ' αποδυτήρια. Πήραν το πρώτο, ύστερα από έξι χρόνια, πρωτάθλημα. Η Μπάρτσα, όλο και περισσότερο, θυμίζει τον παίκτη-Ράικααρντ. Μαζί, δημιουργικότητα και ατσάλι.
Ο Φέργκιουσον, είκοσι χρόνια στη Γιουνάιτεντ, μοιάζει τελευταίο απομεινάρι των αλλοτινών καιρών. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα επιστρέψουμε ποτέ στους «υπεραιωνόβιους» (Στιν, Λομπανόφσκι, Μπάσμπι) των πάγκων. Η ανυπομονησία για την επιτυχία οξύνεται. Το να κτίσει κανείς ομάδα, τόσο νομαδικές που είναι οι καριέρες των ποδοσφαιριστών, γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Τα κλαμπ, περισσότερο και απ' την τεχνογνωσία, προσλαμβάνουν αύρες. Προσωπικότητες. Τον παλαιό ήρωα, με την προσδοκία ότι θα κάνει μαγικά... και θα τα κάνει γρήγορα. Ο Μπλιντ, στον Αγιαξ. Ο Βερκάουτερεν, στην Αντερλεχτ. Ο Κέλεμανς, στην Μπριζ. Ο Μακ Λις, στη Ρέιντζερς. Ο (Μίκαελ) Λάουντρουπ, στην Μπρέντμπι. Με την πιθανή εξαίρεση του Σάαφ στη Βέρντερ, ο παλαιός ντόπιος ήρωας δεν φαίνεται να είναι η θαυματουργή λύση προς την άμεση υπέρβαση.
Το επάγγελμα-προπονητής απαιτεί, απαιτεί, απαιτεί. Βιολογική ανθεκτικότητα. Νοητική δύναμη. Φυσιολογικά, ο μέσος όρος ηλικίας πέφτει. Στους οκτώ του Τσάμπιονς Λιγκ ο σιδερένιος Καπέλο, 59 ετών, είναι ο πρεσβύτερος. Ο Ουλιέ, 58. Ο Βενγκέρ, 56. Ο Πελεγρίνι, 52. Υστερα, έρχονται οι σαράντα-κάτι. Ο Μαντσίνι, 41. Ο Αντσελότι, 46. Ο Ράικααρντ, 43. Ο Κούμαν, 42. Κι από πίσω ο Πιέλ της Λιλ, ο Ντολ του Αμβούργου, ο Βραζιλιάνος Ρικάρντο της Μπορντό. Ο Κούμαν (θυμάμαι σαν τώρα τον Μαχλά, πρωταθλητή στον Αγιαξ, να μου λέει) «είναι αστέρι, σίγουρα θα μας τον πάρει η Μπαρτσελόνα». Τον πήρε η Μπενφίκα, κι έγινε τώρα, απ' όσες στους «16» είχαν τη ρεβάνς εκτός έδρας, η μοναδική ομάδα που προκρίθηκε. Η Μπαρτσελόνα, για την ειρωνεία της υπόθεσης, στους «8» θα τον βρει... αντίπαλο.
Η (ζωΗ στην) Μπαρτσελόνα έμαθε τον Κούμαν να μιλά ισπανικά. Χρηστικό. Στη Λισσαβώνα, τα ανακατεύει με ολίγα πορτογαλικά και επικοινωνεί μια χαρά. Η (ζωή στην) Ολλανδία έφερε τον Κούμαν δίπλα στον Μίχελς, στον Χίντινκ, στον Κρόιφ. Κι αυτό χρηστικό. Εισέπραξε επιρροές, άλλωστε (όπως είπε ο Καπέλο κάποτε) «όλοι οι προπονητές είναι κλέφτες» (...ιδεών), αλλά στην Μπενφίκα ο Κούμαν δεν αγόρασε, σαν τον Φαν Χάαλ στην Μπάρτσα, Ολλανδούς με το κιλό. Σεβάστηκε, όχι λιγότερο απ' τον Ράικααρντ στην Καταλούνια, το στοιχείο της τοπικής παράδοσης. Εδώ, των Πορτογαλοβραζιλιάνων.
Στους προημιτελικούς, θα ανταμώσουν. Σε ανύποπτη περίοδο, ο Κούμαν είχε δηλώσει την έκπληξή του ότι ο Ράικααρντ έγινε προπονητής! Ως παίκτης «διέθετε σπουδαία τεχνική, δούλευε σκληρά στην προπόνηση, ήταν ισχυρός χαρακτήρας, αλλά ποτέ δεν έδινε σημασία, όταν γινόταν συζήτηση στην ομάδα, στην τακτική. Τη βαριόταν, δεν πρόσεχε». Οταν το διάβασα, παρηγορήθηκα. Δεν ήμουν ο μοναδικός που πίστευα πως ο Ράικααρντ ουδέποτε θα γίνει προπονητής...
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






