Είναι μία από εκείνες τις μικρές ιστορίες της Ανατολής που υποτίθεται ότι είναι διδακτικές. Κάποτε κυκλοφόρησε μία φήμη στην πόλη των τυφλών ότι με ένα μεγάλο καραβάνι που πήγαινε προς τη Δύση θα ταξίδευε και ένας ελέφαντας. Κανείς στην πόλη των τυφλών δεν ήξερε πώς είναι ένας ελέφαντας, αλλά οι περισσότεροι είχαν ακούσει ότι επρόκειτο για ένα πολύ μεγάλο και δυνατό ζώο. Τότε οι κάτοικοι της πόλης αποφάσισαν να διαλέξουν μία μικρή αντιπροσωπεία που θα έβγαινε από την πόλη, θα συναντούσε το καραβάνι και θα «έβλεπε» με τι έμοιαζε ο ελέφαντας.
Διάλεξαν λοιπόν τους τρεις σοφότερους κατοίκους της πόλης για να συναντήσουν το καραβάνι, που θα περνούσε υποχρεωτικά δίπλα από ένα μεγάλο πηγάδι στις παρυφές της πόλης. Όταν έφτασε το καραβάνι, η αντιπροσωπεία των τυφλών ζήτησε να τους οδηγήσουν στον ελέφαντα. Όταν βρέθηκαν μπροστά του, ο ένας άρχισε να αγγίζει το τεράστιο πόδι του, ο άλλος το αυτί του και ο τρίτος την προβοσκίδα του. Όταν γύρισαν πίσω στην πόλη, οι υπόλοιποι περίμεναν να τους πουν με τι μοιάζει ο ελέφαντας. Ο πρώτος που άγγιξε το πόδι τους είπε «είναι σαν μία τεράστια κολόνα κρέας». Ο δεύτερος είπε «είναι σαν μία τεράστια κρεάτινη βεντάλια» και ο τρίτος συμπλήρωσε «όχι, όχι, είναι σαν ένα χοντρό φίδι». Και οι τρεις επέμειναν με πείσμα στην άποψή τους και μάλιστα δεν μίλησαν ανά μεταξύ τους μέχρι που πέθαναν. Και στην πόλη των τυφλών έκτοτε κυκλοφορούσαν τρεις απόψεις για το πώς μοιάζει ο ελέφαντας. Αυτός ο ελέφαντας της ιστορίας είναι το ελληνικό πρωτάθλημα και γι' αυτό το πρωτάθλημα κυκλοφορούν διαφορετικές απόψεις.
Κανείς δεν φαίνεται να έχει ολοκληρωμένη εικόνα για το ίδιο το παιχνίδι, μιας και ο καθένας το βλέπει από τη γωνιά που του υπαγορεύουν τα συμφέροντά του. Επιδιώκει να έχει την αντίληψη που του επιτρέπουν τα «χέρια» του, όπως συνέβη με τους τυφλούς της ιστορίας, και αρκείται, βολεύεται με αυτήν. Φέτος νομίζω περισσότερο από άλλες χρονιές γίνεται τόσος λόγος για τη διαιτησία και ειδικά για τα πέναλτι, ωσάν το πέναλτι να είναι η πεμπτουσία του παιχνιδιού. Που σε άλλες χώρες είναι το γκολ.
Αντί να κουβεντιάζουμε για τον τρόπο που σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε σε επίπεδο τεχνικής ένα παιχνίδι, μας απασχολούν τα «κουκούτσια» και ο τρόπος που μοιράστηκαν. Στο ελληνικό ποδόσφαιρο ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι ο διαιτητής. Και θα παραμείνει έτσι όσο η κακοπιστία και η καχυποψία παραμένουν ο μοναδικός τρόπος για να ερμηνεύσει κάποιος το παιχνίδι. Ένας τρόπος τον οποίο αγαπά ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής αθλητικογραφίας, διότι κολακεύει τον οπαδό-πελάτη και φέρνει φύλλα σε μία χώρα που μεταβάλλεται διαρκώς σε μία διαδήλωση αγράμματων και «υπαλλήλων».
Το ποδόσφαιρο έχει μεταμορφωθεί από παιχνίδι σε πεδίο άσκησης δημοσίων σχέσεων, ρουφιανιάς και μικροπολιτικής. Των ιδιοκτητών–παραγόντων, των παραγόντων των θεσμικών οργάνων, της πολιτείας στον ρόλο της «ωραίας κοιμωμένης», των οπαδών που εκπαιδεύτηκαν να σκέφτονται «... η ομάδα μου να κερδίζει και οι άλλοι να πάνε να...». Αφού το ποδόσφαιρο αντανακλά ένα μέρος των χαρακτηριστικών της ελληνικής κοινωνίας, μίας κοινωνίας της «αρπαχτής», του εύκολου κέρδους, της κομπίνας, της ιδιώτευσης, της παρανομίας, δεν μπορεί να διαφέρει και πολύ από αυτήν. Και υποψιάζομαι ότι όσες Σούπερ Λίγκες και να γίνουν, όσο βελτιωμένα θεσμικά πλαίσια λειτουργίας και να φτιάξουμε, όσα νέα πρόσωπα και να μπουν στο χώρο, όσο τα κίνητρα θα παραμένουν ίδια και στο ελληνικό ποδόσφαιρο ο καθένας θα υπερασπίζεται «τη δική του αλήθεια», τα πάντα θα θυμίζουν τον στίχο εκείνο του Ορφέα Περίδη που μιλά για έναν κόσμο όπου «... όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν...».
Για τα «μωρά» του Μπάσμπι
Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τότε που η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κέρδισε με τον Μπάσμπι στο τιμόνι της τον πρώτο της τίτλο. Ο «σερ» έχει πλέον αναγνωρισθεί ως ένας από τους μεγαλύτερους οραματιστές του αγγλικού ποδοσφαίρου, με δεδομένο ότι αυτός ήταν που ανάγκασε τους Άγγλους να εγκαταλείψουν τον παραδοσιακό απομονωτισμό τους και να περάσουν με τη Γιουνάιτεντ το κανάλι της Μάγχης για να κυνηγήσει την ευρωπαϊκή περιπέτεια και την καταξίωση. Πέρα όμως από αυτό, η μεγαλύτερη συνεισφορά του σερ Ματ παραμένει η πεποίθησή του ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι για νέους ανθρώπους.
Οταν άρχισε να φτιάχνει τη μεγάλη ομάδα «των μπέμπηδων», επενδύοντας στο ταλέντο νεαρών ποδοσφαιριστών, όλοι στο νησί «τον πήραν στο ψιλό». «Εκείνη την εποχή», θα ομολογήσει σε μία συνέντευξή του στο BBC πριν από κάποια χρόνια ο Μπόμπι Τσάρλτον, «το ποδόσφαιρο ήταν ένα παιχνίδι για άντρες, ένα σκληρό παιχνίδι. Τα γήπεδα ήταν άθλια, η ιατρική φροντίδα ανύπαρκτη και έπρεπε να έχεις εξαιρετικά φυσικά προσόντα για να τα βγάλεις πέρα. Η ιδέα και η επιλογή του Μπάσμπι τότε να "κτίσει" ένα ανταγωνιστικό σύνολο βασισμένος σε ταλαντούχους πιτσιρικάδες ήταν αληθινά επαναστατική». Κερδίζοντας το πρωτάθλημα του 1956 με τους «μπέμπηδές» του, ο Μπάσμπι απέδειξε πως η ιδέα του ήταν ρεαλιστική. Ως εκ τούτου, άλλαξε το αγγλικό ποδόσφαιρο για πάντα.
Αν ο Μπάσμπι ζούσε σήμερα, θα καμάρωνε βλέποντας σχεδόν όλες τις ομάδες να επενδύουν στα φυτώρια και τους νεαρούς ποδοσφαιριστές. Θα καμάρωνε για τον Ρούνεϊ, διότι τέτοιους ποδοσφαιριστές είχε στο μυαλό του. Μπορεί ο Ρούνεϊ να δημιουργεί εντάσεις μέσα στο γήπεδο, να ρίχνει μπινελίκια χωρίς περιορισμό μπροστά στις κάμερες και να παίρνει πολύ συχνότερα κάρτες από άλλους, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή είναι παθιασμένος με τη νίκη.
Αυτό το πάθος εξηγεί τη συμπεριφορά του, αλλά δεν την δικαιολογεί. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Γιουνάιτεντ μπόρεσε να σημειώσει τις μεγαλύτερες επιτυχίες της όταν επέτρεψε στη φιλοσοφία του Μπάσμπι και άρχισε να επενδύει στις Ακαδημίες της. Η γενιά των «μπέμπηδων» του 1992 είναι αυτή πάνω στην οποία βασίστηκε η επιτυχία που γνώρισε η ομάδα μέχρι το 2003. Και αυτόν τον δρόμο, τον δρόμο του σερ Ματ Μπάσμπι, τον αντέγραψαν πολλοί στη συνέχεια με επιτυχία.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






