Δεν ξέρω αν ο Σάββας Θεοδωρίδης έδωσε ένα φιλί -έστω και σκαστό- στον ποδοσφαιριστή του Ατρομήτου Μερίνο, αλλά εάν του το έδωσε, ο Περουβιανός το είχε κερδίσει με το σπαθί και τη γοητεία του. Και μόνο η φάση που ντριμπλάρει τέσσερις παίκτες του Ολυμπιακού και τον Τζόρτζεβιτς κατά φύσιν, παρά φύσιν και κατ' εξακολούθησιν άξιζε ένα από τα φιλιά του Σάββα, που εξαργυρώνονται με μεταγραφή. Εκτός αν το μέγεθος είναι που παίζει ρόλο. Αλλά τότε στη σύγκριση Μερίνο, Μπαμπαγκίντα, ο πρώτος είναι καλός για πολλαπλούς ποδοσφαιρικούς οργασμούς, ενώ ο δεύτερος για συζυγικά «αχ, αχ, πάμε τώρα να δούμε το "Παρά Πέντε"». Ο Γιώργος Σπανός, όμως, πρόλαβε τις χειμερινές εκπτώσεις της μπουτίκ του Big Mac, πήρε τον Μερίνο και καλά να είναι το παλικάρι να παίζει χίλια χρόνια. Αντίθετα, στον Ολυμπιακό ο Γρηγόρης Γεωργάτος μοιάζει να γύρισε το κοντέρ στο χιλιάρι. Αν στην άμυνα δεν κόβει, αν στο κέντρο δεν βγαίνει πρώτος στην μπάλα και στην επίθεση σεντράρει, επειδή δεν μπορεί να μπουκάρει, τι κάνει ο Γεωργάτος στην ενδεκάδα εκτός από το να αποτελεί ζωντανό κειμήλιο των πρωταθλημάτων της τελευταίας δεκαετίας. Αυτό που κάνει είναι να κλείνει κενά σε μια υπέργηρη ομάδα, που καθάρισε ένα πρωτάθλημα με τα ψέματα και στο τέλος του έχει έναν πάγκο βοηθητικών, χειρότερο από 15 στρατόπεδα νεοσυλλέκτων.
Το να παίζει ο Μίλος Μάριτς στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού είναι μειωτικό. Οχι μόνο επειδή το παλικάρι μοιάζει να τρέχει πάνω σε ρουλεμάν και να βρίσκεται μόνιμα στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε, αλλά επειδή το να ξυρίσει τα μαλλιά του αποτελεί ύβρη στους ιστορικούς καραφλούς του Ολυμπιακού. Η μόνη έκπληξη ήταν η απόδοση του Καστίγιο. Γιατί το να σηκώνει το κεφάλι για να δει αν υπάρχει συμπαίκτης στον οποίο να πασάρει, στην ποδοσφαιρική ιστορία του Καστίγιο είναι τόσο σπάνιο όσο τα κρούσματα ανθρωποφαγίας στη μεταπολεμική Δανία. Αν υπάρχει ένα επιχείρημα με το οποίο ο Καστίγιο θα πειθόταν ότι το να παίρνεις μια μπάλα και να τη σπρώχνεις είναι κάτι που το κάνει το ίδιο καλά η Μαριγώ η Σκύλα, χωρίς να απαιτεί θέση στα χαφ του Ολυμπιακού και ότι μπορείς να διακριθείς από μία πάσα στο χθεσινό ματς, ήταν ο Παντελής Καφές. Ανύπαρκτος σε όλο το ματς, εν μέρει δικαιολογημένος αφού η μπάλα κατέβαινε συνεχώς από τα αριστερά, ο Παντελής Καφές είχε την ποδοσφαιρική ευφυΐα να σηκώσει το κεφάλι και να πασάρει στον Κωνσταντίνου για να βάλει το πρώτο γκολ.
Έχω κάθε καλή διάθεση να δέχομαι τα λάθη των διαιτητών ως ακούσια. Αν ο πλάγιος με το άσπρο μαλλί μπορεί να μου πει πώς γίνεται να δίνει οφσάιντ τον Τζιμπούρ στην πλευρά του Ατρομήτου, θα συνεχίσω να το κάνω. Διαφορετικά, ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι ήταν χυδαία αβάντα υπέρ του Ολυμπιακού. Και να υπήρχε τιμωρία για να γίνει αιώνια ρεζίλι, το οφσάιντ θα έπρεπε να χτυπηθεί στο σημείο που το υπέδειξε.
Ο πολιτισμός στα ζευγάρια δεν φαίνεται όταν τα φτιάχνουν, αλλά όταν χωρίζουν. Με την Καλλιθέα να έχει κάνει αγωγή σχεδόν στους μισούς προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκε, σημαίνει ότι κάτι πάει πολύ στραβά στο «Ελ Πάσο».
Μέχρι στιγμής, ο Νίκος Σαλευρής έχει ή δεν έχει απειλήσει ότι θα κάνει αγωγές στους Νίκο Καρούλια, Σπύρο Λιβαθηνό, Νίκο Αναστόπουλο, Βαγγέλη Βλάχο, Τάκη Λεμονή και Ιλιε Ντουμιτρέσκου. Άπαντες έχουν συνεργαστεί με πολλές ομάδες. Από μερικές έφυγαν φιλικά, από άλλες λιγότερο φιλικά, αλλά μετά τη λύση της συνεργασίας δεν τραβιόντουσαν στα δικαστήρια. Οπότε, είτε στην Καλλιθέα είναι δικομανείς είτε οι άλλοι ιδιοκτήτες ομάδων είναι ανεκτικοί είτε η σχέση της Καλλιθέας με τους προπονητές της βγάζει στους δεύτερους τον χειρότερο εαυτό τους. Γνωρίζοντας τον χαρακτήρα όλων των προαναφερόμενων προπονητών και έχοντας φιλοξενήσει όλους στην τηλεόραση, ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι από τα τρία ισχύει το πρώτο. Το ερώτημα είναι πώς προστατεύεται κάποιος από τη δικομανία ενός παράγοντα. Ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι με την παρούσα νομοθεσία, που όποιος γουστάρει κάνει μια αγωγή και ακόμα και να τη χάσει, η ζημιά είναι μικρή, είμαστε όμηροι του κάθε δικομανούς που έχει κάποια λίγα λεφτά για το παράβολο και χρόνο να σπαταλάει στην Ευελπίδων.
Προτιμώ να πάω στον οδοντίατρο για απονεύρωση, παρά να φάω ένα πρωινό στην Ευελπίδων. Εννέα το πρωί ξενυχτισμένος, με ένα πλαστικό κυπελλάκι με νεροζούμι στο χέρι, με οικογένειες τσιγγάνων να κάνουν πικ νικ στο γκαζόν και τον δικηγόρο σου να προσπαθεί να σου αναλύσει τη στρατηγική για κάτι που δεν μπορείς να καταλάβεις πού είχε άδικο, εικόνα που μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκδρομή με πούλμαν γεμάτο θεούσες για προσκύνημα του σκηνώματος του Βησσαρίωνα.
Περιέργως, υπάρχουν άνθρωποι που γουστάρουν τα δικαστήρια. Μοιάζει άρρωστο. Ο μόνος λόγος που μπορεί να σκεφτώ είναι η σοβαροφάνεια της διαδικασίας που για ανθρώπους μέτριας νοημοσύνης μπορεί να εκληφθεί για σοβαρότητα. Δεν ξέρω πόσοι το θυμούνται, αλλά το τραγούδι που είχε πιάσει τον χαρακτήρα αυτής της κατηγορίας των ανθρώπων ήταν η «Σανταρόζα» του Βασίλη Νικολαΐδη. «Όσοι γουστάρουνε δικηγόρου πρόζα, σε εκείνο το ερείπιο της οδού Σανταρόζα», όπου ήταν οι αίθουσες των δικαστηρίων πριν μεταφερθούν στην Ευελπίδων.
Ο μόνος, πάντως, τρόπος να θεραπευθούν οι δικομανείς θα ήταν να περάσει ένας νόμος στο αστικό δίκαιο ότι αν κάποιος σου κάνει αγωγή και απορριφθεί, θα πρέπει να καταδικαστεί στο ποσό που απαίτησε, ως ποινή για ψευδή καταμήνυση. Αν υπήρχε ένας άγιος πολιτικός να το περάσει στη Βουλή, οι αγωγές θα είχαν μειωθεί στο ελάχιστο και θα είχε αποσυμφορηθεί και το δικαστικό μας σύστημα. Όσο για τις μηνύσεις, κάτι ανάλογο θα μπορούσε να γίνει, αν σε περίπτωση αθώωσης του κατηγορουμένου ακολουθούσε αυτομάτως δίκη για ψευδή καταμήνυση.
Τέλος πάντων, οι νόμοι είναι όπως είναι και ο κάθε βλαμμένος μπορεί να σε μηνύσει ότι έβρισες τα Θεία και να περάσεις ένα όμορφο βράδυ στα κρατητήρια, γνωρίζοντας παλικάρια που το χέρι τους έχει γίνει σουρωτήρι και «κορίτσια» που γυρίζουν, είτε τα φωνάξεις «Τζέλα» είτε «Βαγγέλη». Το ερώτημα είναι τι κάνουν οι αστυνομικοί. Γιατί σε μηνύσεις, όπως αυτές που έγιναν στην Τούμπα, πρέπει να υπήρχε διψήφιος αριθμός αστυνομικών να παρακολουθεί τη σκηνή. Οπότε μια ερώτηση του αξιωματικού στο τμήμα: «Κύριε αστυφύλακα, τα γεγονότα έγιναν, όπως λέει ο κύριος που θέλει να κάνει τη μήνυση;» θα πρέπει να είναι αρκετή για να ξεκαθαρίσει η μήνυση. Εκτός αν οι αστυφύλακες το είχαν γυρίσει στο «Δεν είδα, δεν ξέρω» για να γλιτώσουν τη φασαρία και να τρέχουν στο δικαστήριο.
Πάντως, η εικόνα του Ντουμιτρέσκου και του Σαλευρή να φεύγουν με περιπολικά μπορεί μόνο να συγκριθεί με την εικόνα της συζήτησης του Αχιλλέα Μπέου και του Φανούρη Βατσινά στον διάδρομο των αποδυτηρίων του Παγκρητίου. Δεν ήταν τι έλεγαν ο ένας στον άλλο, αφού δεν υπήρχε κάτι το επιλήψιμο, αλλά το στυλ που το έλεγαν. Το να μιλούν δύο παράγοντες στο στυλ «Άμα τολμάς, έλα κοντά να τα ακούσεις καλύτερα», με τέσσερις σβερκάτους παρατρεχάμενους για παραστάτες, είναι η εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Οπως και η προσπάθεια του ΟΦΗ να κάνει Ριζούπολη τα αποδυτήρια του Παγκρητίου. Προσπάθεια που όχι μόνο πήγε χαμένη, αλλά έφερε και την απαξιωτική φράση του Αχιλλέα Μπέου: «Αυτά τα έχω κάνει εγώ πρώτος...».
Οχι, όμως, και να μιλάει ο Μύρων Σηφάκης για επίπεδο. Στη Λάρισα είχε πάει να καβαλήσει τα κάγκελα και να πλακωθεί με τους οπαδούς. Στο προχθεσινό ματς την έπεσε στον διαιτητή: «Έχεις το θράσος να έρθεις και να μας παίζεις έτσι;». Τώρα, αν ο Σηφάκης θέλει να βάλει υποψηφιότητα για το βραβείο «Αλέφας 2006», το έχει καπαρώσει. Αν όμως νομίζει ότι με το να συμπεριφέρεται σαν οπαδός θα τον πάρει ο κόσμος στα σοβαρά ως προπονητή, πλανάται πλάνην οικτράν.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






