Οι τηλεοπτικές εκπομπές με καλεσμένους έχουν ένα κακό. Τουλάχιστον για τους δημοσιογράφους που εκτός της τηλεόρασης ασχολούνται και με τον γραπτό Τύπο. Συναντάς ποδοσφαιριστές που κάποια στιγμή έχεις γράψει γι' αυτούς κάτι το σκληρό. Για παράδειγμα, σε μια εκπομπή του Τσάμπιονς Λιγκ είχαμε καλεσμένο τον Αντώνη Μήνου. Θυμόμουν καθαρά ότι στα τέλη της καριέρας του είχα γράψει για την απόδοσή του ότι «στο μόνο που μπορεί να πέσει είναι σε ένα ταψί με μουσακά». Δεν είχα αλλάξει γνώμη, το ευφυολόγημα ήταν μια χαρά, αλλά συναντώντας τον Μήνου ένιωσα ότι καλύτερα θα ήταν να είχα διαλέξει κάτι πιο συμβατικό. Ας πούμε, αντί για την ατάκα με το ταψί: «ο βετεράνος τερματοφύλακας έχει χάσει μέρος της ελαστικότητάς του». Ηξερα επίσης ότι το είχε διαβάσει. Το μήνυμα μού είχε έρθει μέσω συναδέλφου, με την υπόμνηση «Και πού είσαι; Τα έχει πάρει πολύ χοντρά…». Σκεφτόμουνα, λοιπόν, ότι, αν είναι να πλακωθούμε, τουλάχιστον ας γίνει στον αέρα, μπας και βγάλουμε κανένα τρέιλερ.
Ανταλλάξαμε χειραψία. Αλλά χειραψία ανταλλάσσουν και πριν από τους αγώνες της πάλης. Ο Μήνου με κοίταξε και μου είπε: «Οταν έπαιζα μπάλα, είχες γράψει μερικά πράγματα που με είχαν πειράξει. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι είχες δίκιο». Συγκρατήθηκα να τον ρωτήσω «Σου άρεσε η ατάκα με τον μουσακά;» και η εκπομπή άρχισε φιλικά και πολιτισμένα.
Μια αντίστοιχη περίπτωση ήταν η προχθεσινή συνάντηση με τον Ηλία Ατματσίδη. Δεν μπορώ να δηλώσω μεγάλος θαυμαστής του τερματοφυλακικού του στυλ. Πιθανώς επειδή μεγάλωσα σε άλλες εποχές, που αν το μπακ γύριζε την μπάλα στον τερματοφύλακα και πήγαινε στα πόδια του, ο τερματοφύλακας πήδαγε στο πλάι, για να μην του λερώσει τα παπούτσια. Εξαιρουμένου του Καραπατή, και λιγότερο του Στέλιου Σεραφείδη, οι παλιοί τερματοφύλακες ανάθεμα κι αν μπορούσαν να κλοτσήσουν την μπάλα στο έδαφος και εν κινήσει. Ο Ηλίας Ατματσίδης ήταν ο πρώτος τερματοφύλακας που προσαρμόστηκε στον κανονισμό της απαγόρευσης να σηκώνεις την μπάλα στα χέρια έπειτα από πάσα. Επίσης, είχα την εντύπωση ότι ο Ατματζίδης «παίζει κερκίδα». Οτι κάποιοι τσαμπουκάδες με διαιτητές και με συμπαίκτες, όπως στην περίπτωση του Ρε, γινόντουσαν για να δει η κερκίδα ότι είναι πιο οπαδός από τους οπαδούς. Τώρα στη γραπτή αντιμετώπιση θυμόμουν ότι στα τελειώματα της καριέρας του είχα γράψει ότι έχει σκεβρώσει σαν κόντρα πλακέ που το άφησαν στη βροχή και… Και ούτε θυμόμουν τι άλλο. Τώρα ήμουν βέβαιος ότι θα μας άκουγε το Mega και ολόκληρη η Μεσογείων.
Πέντε ώρες αργότερα, μετά την αποφώνηση στην εκπομπή, ο Ηλίας Ατματσίδης σηκώθηκε. «Περίμενα να κλείσουμε πιο γλυκά». Ηταν η μόνη παρατήρηση που έκανε. Οτι θα έπρεπε να αποχαιρετήσουμε πιο γλυκά τους τηλεθεατές. Καληνυχτιστήκαμε στο ασανσέρ. Μιλώντας για «γλυκό», μερικές φορές η πιο γλυκιά αίσθηση είναι να συναντάς έναν παίκτη που από τα 60 μέτρα των δημοσιογραφικών σού φαίνεται ότι δεν θα μιλάγατε και σε ερημονήσι και, ύστερα από ένα πεντάωρο κάτω από τα φώτα, να έχεις αλλάξει γνώμη.
Τόσες αηδίες βάζουνε οι εφημερίδες για προσφορές, δεν φωτίζει ο Κύριος τον Γιώργο Χελάκη να βάλει προσφορά το CD με τα ηχητικά ντοκουμέντα της Παράγκας; Εντάξει, δεν είναι ιδανικό για πάρτι, αλλά να οδηγείς το αυτοκίνητο, να έχει κίνηση και να ακούς τον Αργυράκο να λέει στο Γουρούνι ότι το τρένο δεν χωράει άλλους ή τον Κοκκαλιάρη να τα κάνει πενηνταράκια στον Πανόπουλο, όλο και θα σου φτιάχνει το κέφι.
Επίσης, ένας άλλος λόγος οι κασέτες της Παράγκας να γίνουν κτήμα του λαού είναι για να θυμούνται οι φίλαθλοι ότι τους νεωτεριστές της Σούπερ Λίγκας, όπως και τους παραδοσιακούς της ΕΠΑΕ, η Παράγκα τους ένωνε σαν τον χρυσό. Τρίτος, τελευταίος και σημαντικότερος λόγος είναι ότι με τον χρόνο θα προσπαθήσουν να μας πείσουν ότι η Παράγκα ποτέ δεν υπήρξε. Παρ' όλο που ούτε ο Γκαγκάτσης δεν άντεξε να το πει το «Η παράγκα δεν υπήρξε ποτέ».
Στην Παράγκα τα πόδια του Κατάπτυστου λύγισαν, όπως την πρώτη μέρα που έμπαινε στο γραφείο του Σωκράτη Κόκκαλη. Η φωνή του έσπασε τσακισμένη από τις χιλιάδες θύμησες και είπε, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, «Η παράγκα δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ». Δηλαδή, υπήρξε. Γιατί, αν γράψω «δεν τον έχω πάρει σχεδόν ποτέ», σημαίνει ότι έστω μία φορά, έστω για τα νεφρά μου, τον έχω πάρει.
Οπως υποκρισία είναι να κατηγορείς τους Αμερικανούς ότι σε κατασκοπεύουν, για να παίρνεις την Ντόρα από τον δήμο, να την κάνεις υπουργό Εξωτερικών και να τη στέλνεις στην Αμερική για να πάρει τη σφραγίδα του αγνού παρθένου μαλλιού? τόση ανεξαρτησία δεν αντέχεται. Ετσι, με τον άνεμο ανεξαρτησίας που φυσάει στην κυβέρνηση, αν οι Αμερικανοί τους ζητήσουν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές να γίνουν στην Αμερική, ο πρωθυπουργός θα χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι και θα απαιτήσει την Πολιτεία στην οποία θα γίνουν να τη διαλέξουμε εμείς.
Από την άλλη, ανάμεσα στους Αμερικανούς και τους Ισλαμιστές βάλτε αμέσως μια πολυθρόνα να καθίσει ο Μπους στον σβέρκο μου. Τουλάχιστον εδώ, αν έχεις αντίθετη γνώμη από τους προσκυνητές του σκηνώματος του Βησσαρίωνα, τη γράφεις και το πολύ να σε βρίσει κάποιος γραφικός στην τηλεόραση, να κάνει και πλάκα ο κόσμος. Στην Περσία ο Αμπντούλ Ραχμάν αποφάσισε να γίνει χριστιανός. Για ποιο λόγο μη με ρωτάτε, αλλά ο άνθρωπος έτσι την είδε και το αποφάσισε. Ενώ, λοιπόν, σε κάθε Δυτική Χώρα, αν αλλάξεις θρήσκευμα, το πολύ που θα πάθεις είναι να σε λυσσάξουνε στην πλάκα οι φίλοι σου, στην Περσία στο τσακ τη γλίτωσε να μην τον εκτελέσουν.
Οχι ότι οι δικοί μας θα είχαν αντίρρηση να το παίζουν μουλάδες, αν μπορούσαν. Το διακρίνεις όποτε προκύπτει θέμα προσβολής της μωαμεθανικής θρησκείας, που τα ορθόδοξα και τα καθολικά παιδιά παίρνουν αμέσως το μέρος των μουλάδων. Ακόμα και σε απίθανα πράγματα, όπως το τι θέλεις να απογίνει το σώμα σου όταν πεθάνεις, οι δικοί μας θέλουν όχι μόνο να έχουν γνώμη, αλλά και να την επιβάλλουν.
Γιατί, από τη στιγμή που υγιεινιστικά η καύση των νεκρών είναι προτιμότερη της ταφής, δεν μπορώ να καταλάβω τι λόγος πέφτει στην εκκλησία να επιβάλλει τις απόψεις της. Βέβαια, από τη στιγμή που θα αρχίσουμε την καύση των νεκρών, καλό είναι να μην το γυρίσουμε στη σαχλαμάρα.
Η Μαρία Κάλλας, για παράδειγμα, ήταν από τους ελάχιστους Ελληνες πολίτες που στη διαθήκη τους είχαν ζητήσει να αποτεφρωθεί το σώμα τους. Η ίδια είχε ζητήσει να σκορπιστεί η στάχτη της στο Αιγαίο. Ο τονισμός στο «σκορπιστεί». Γιατί ένας φίλος από το γκολφ μου έλεγε την ιστορία, που ενώ έκανε υποβρύχια κατάδυση στην Αυστραλία είδε μια μικρή λήκυθο στον βυθό. Βγήκε χαρούμενος να τη δείξει στην Αυστραλέζα γυναίκα του, η οποία τον διαφώτισε: «Α, κάποιος αποφάσισε να πετάξει τη στάχτη του αγαπημένου του στον ωκεανό».
Μια μεγάλη ταινία –που όποιος δεν την έχει δει να τρέξει αμέσως στο βιντεάδικο να τη νοικιάσει– είναι «Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι» των αδελφών Κοέν, με τον Τζεφ Μπρίτζες. Στο τέλος της ταινίας θέλουν να σκορπίσουν τη στάχτη του φίλου τους στον ωκεανό. Οταν και μαθαίνουν ότι ποτέ δεν πετάς τη στάχτη προς τη θάλασσα, όταν ο αέρας είναι κόντρα.
Οπως και μεγάλη σκηνή θανάτου είναι στο «Μικρό, μεγάλο ανθρωπάκι» με τον Ντάστιν Χόφμαν, όταν ο Ινδιάνος παππούς καταλαβαίνει ότι η ώρα του έφτασε και ανεβαίνει στον λόφο για να περιμένει τον θάνατο. Ο Χόφμαν κάθεται δίπλα και παρακολουθεί τον παππού να τραγουδάει μέχρι που κλείνει τα μάτια του. Αρχίζει να βρέχει, ο παππούς τα ξανανοίγει, λέει ψύχραιμα «Μάλλον έκανα λάθος...» και, αφού παίρνει τον εγγονό του αγκαζέ, κατεβαίνει τον λόφο, αρχίζοντας τη συζήτηση για γκόμενες και ότι οι «γυναίκες άλογα» το κάνουνε με φίδια.
Στο σύνολο, πάντως, το «Μικρό, μεγάλο ανθρωπάκι» δεν γέρασε καλά. Υπάρχουν μερικές ταινίες που γυρίστηκαν πριν από 50 χρόνια και βλέπονται ακόμα και σήμερα και άλλες που είναι της 20ετίας και γελάς. Για παράδειγμα, το «Αρσενικό και παλιά δαντέλα», που γυρίστηκε τη δεκαετία του '30, βλέπεται άνετα. Το «Jesus Christ Superstar», αν το δεις σήμερα και είσαι εικοσάρης, χάνεις κάθε εκτίμηση για τους γονείς, με τις αηδίες που βλέπανε.
Επίσης, τα έργα τέχνης τα αφήνεις να παλιώνουνε χωρίς να προσπαθήσεις να τα κάνεις «μοντέρνα». Πριν από 10 χρόνια με την εξέλιξη των κομπιούτερ είχαν αποφασίσει να κάνουν παλιές μαυρόασπρες ταινίες έγχρωμες. Είχαν, λοιπόν, ρίξει χρώμα στο «Γεράκι της Μάλτας». Είχα δει τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και ήταν ίδιος η θεία μου η Φιφή σε οικογενειακή γιορτή, όταν από τα πολλά φιλιά το κραγιόν την είχε κάνει να μοιάζει με Ινδιάνο.
Εάν η ιστορία με τον Βησσαρίωνα είναι θαύμα και υπάρχουν σκέψεις να γίνει άγιος, ο Γιάννης Γλέζος θα έπρεπε να δημιουργήσει δική του θρησκεία. Τον έβλεπα στην εκπομπή του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου για τη Eurovision και το μαλλί του έχει ένα χρώμα όμοιο με τα stealth. Ετσι και το ρίξει μπροστά στη μούρη και αρχίσει να τρέχει, δεν θα τον εντοπίζει ούτε ραντάρ.
Μετά την εκπομπή του Τριανταφυλλόπουλου η συζήτηση για τη Βίσση συνεχίστηκε στα ραδιόφωνα. Σε ένα, λοιπόν, μουσικό ραδιόφωνο, μια γκόμενα και μια λούγκρα έκαναν εκπομπή για την εκπομπή. «Τώρα, τι θέλουν όλοι αυτοί και ασχολούνται με τη Βίσση; Οι άνθρωποι είναι μεγάλοι πια... Εγώ δεν θα ήθελα σε 25 χρόνια να συνεχίζω να κάνω την ίδια εκπομπή», είπε η λούγκρα. «Να ανοίξουμε τις γραμμές στο κοινό, να δείξει την αγάπη του στην Αννα», συμπλήρωσε η γκόμενα. Ο πρώτος ακροατής βγήκε στον αέρα. «Ρε παιδιά, 30 χρόνια τραγουδάει η Βίσση και έχει φτάσει τα 50. Τι είναι ο Γλέζος; Τρία χρόνια μεγαλύτερος;». Γκόμενα και λούγκρα άρχισαν να τσιρίζουν «κλείστε αμέσως τη γραμμή», και ο ραδιομαραθώνιος υπέρ της Αννούλας τελείωσε στο πρώτο τηλεφώνημα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






