Ο Ριβάλντο είναι, σε τούτο τον τόπο, ό,τι πιο κοντινό είδαμε ποτέ σε showboater. Για την ακρίβεια, ο Ριβάλντο είναι ο ορισμός του showboater. Δεν ξέρω ποια ελληνική λέξη θα απέδιδε τον αγγλισμό με τέλεια πιστότητα. Φιγουρατζής, ίσως. Αλλ' όχι με την ενοχοποιημένη έννοια. Οι Αγγλοι αποκαλούν showboaters και τον Ροναλντίνιο ή τον Ανρί. Διασκεδαστής, μπορεί. Entertainer, δηλαδή. Γητευτής, καλύτερα. Γητευτής των προπονητών, των αμυντικών, των θεατών.
Η καριέρα του Βραζιλιάνου είναι απέραντη καλλιγραφία, με μία στιγμή-μουτζούρα. Σ' αυτή την καλλιγραφία, περισσότερο κι απ' το τι κατέκτησε, διαισθάνομαι ότι θα μείνει «εις το διηνεκές» το γκολ με το ανάποδο ψαλίδι στο 90' του Μπαρτσελόνα-Βαλένθια, 2000-01, τελευταία αγωνιστική του ισπανικού πρωταθλήματος. Τρία-δύο, με δικό του χατ τρικ, διακύβευμα (εκείνο το βράδυ στο «Καμπ Νου») μόνον η τέταρτη θέση και η έξοδος στο επόμενο Τσάμπιονς Λιγκ. Δεν έχει σημασία. Ηταν, στην πραγματική ζωή, ό,τι είχε κάνει ο Πελέ στο... σινεμά (Escape to Victory).
Η μουτζούρα, ανεξίτηλη, παραμένει το ματς Βραζιλία-Τουρκία στο Μουντιάλ 2002. Οταν ο Χακάν Ουνσάλ του κλοτσάει την μπάλα στα πόδια κι αυτός πιάνει το πρόσωπό του σφαδάζοντας για να κερδίσει την αποβολή. Πολύ φτηνό. Ασυγχώρητο, για το πακέτο Βραζιλία+Ριβάλντο απέναντι στο πακέτο Τουρκία+Χακάν Ουνσάλ. Το αντίστροφο θα ήταν όχι αποδεκτό αλλά, τουλάχιστον, κατανοητό. Το κόλπο του αδύναμου, θα σκεπτόταν κανείς, απέναντι στον πανίσχυρο Γολιάθ.
Ο Ριβάλντο όμως, και ενδεχομένως εδώ ευρίσκεται η εξήγηση, υπήρξε αδύναμος πριν γίνει (χάρη στην μπάλα) πανίσχυρος. Αδύναμος, κατά κυριολεξίαν. Η φτώχεια τού στράβωσε τα πόδια. Η ανέχεια αποτυπωνόταν στα ισχνά μούσκουλά του, που τρόμαζαν όσους προπονητές τον έβλεπαν στην πρώιμη εφηβεία του να ψάχνει, μες απ' το ποδόσφαιρο, το δικαίωμα στη ζωή. Ηταν η εποχή που πήγαινε καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα ποδαρόδρομο, έως το προπονητήριο του Ρεσίφε, για να παίζει. Και να τον παρακολουθούν όσοι έπρεπε.
Λένε πως ακόμα στο δεξί πόδι του μπορείς να διακρίνεις την ουλή από ένα ατύχημα που είχε, όταν βγήκε βόλτα κι έπεσε ένας τοίχος και του το καταπλάκωσε, εκείνα τα χρόνια. Δεν τον σταμάτησε, στ' αλήθεια, τίποτα. Κανένας. Ποτέ. Πράγμα το οποίο μπορεί να δικαιολογεί αυτό που, καμιά φορά, στα δικά μας μάτια μοιάζει σαν έλλειμμα αυτογνωσίας (του Ριβάλντο). Όταν πίστευε, π.χ., πως θ' άντεχε στους ρυθμούς-Μίλαν. Ή όταν πιστεύει, καλή ώρα, πως θα πάει στο Μουντιάλ 2006.
Μη γράφουμε ψέματα, η εν Ελλάδι αναζωογόνησή του ήταν εντελώς απρόσμενη για τη διεθνή κοινότητα. Δεν είναι, ντε και καλά, κακόπιστοι ή άσχετοι όσοι δεν τη λογάριαζαν. Στην Μπόλτον, τότε που βγήκε στη γύρα κι έψαχνε για δουλειά, του είχαν προτείνει να τον... δοκιμάσουν. Στην Μπόλτον, το αφεντικό είν' ο Αλαρντάις. Ο Αλαρντάις δεν είναι ούτε άσχετος προπονητής ούτε κακός (ποδοσφαιρ)άνθρωπος. Είχε απλώς, ιδίως εν όψει των ρυθμών της Πρέμιερσιπ, τις επιφυλάξεις της κοινής λογικής.
Όπως και να 'χει, δεν συζητιέται: όσο σημαντικό είναι για το ελληνικό πρωτάθλημα να τον φέρεις και να τον έχεις εδώ, άλλο τόσο (έως και περισσότερο) σημαντικό είναι να τον κρατάς τρίτη σερί χρονιά. Η καλή διαφήμιση, της Α' Εθνικής και του Ολυμπιακού, το δεύτερο είναι. Οχι το πρώτο. Σημαίνει ότι εδώ ο Ριβάλντο δεν βρήκε, μονάχα, πολλά και καλά λεφτά. Θα μπορούσε να βρει περισσότερα και καλύτερα αλλού. Εδώ βρήκε όλο το σετ. Καλά λεφτά, καλές προοπτικές για το μετά (όποτε αποσυρθεί), συμβατότητα με τις σημερινές δυνατότητές του, ζεστασιά.
Προ καιρού είχε πει πως θα κρεμάσει τα παπούτσια του, όταν αντιληφθεί ότι ντροπιάζει τον εαυτό του. Τ' όνομά του. Χθες επισημοποιήθηκε ότι αυτή τη στιγμή (της αποχώρησης απ' την ενεργό δράση) κατάφερε με το σπαθί του και την πήγε πίσω. Μίνιμουμ, ένα χρόνο πίσω. Εως το 2007. Δεν είναι μικρό πράγμα. Κατά βάθος, είναι ακόμα ένας προσωπικός θρίαμβος. Οπως τότε. Τη στιγμή που έφτανε, σαν να 'κοβε ένα αόρατο νήμα στον τερματισμό μετά τον ποδαρόδρομο, στο προπονητήριο του Ρεσίφε για να παίξει την μπάλα του.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






