Όσο μικρή παρηγοριά κι αν είναι, αν συνυπολογισθεί η απώλεια της δεύτερης θέσης, η ΑΕΚ έπαιξε ως μεγάλη ομάδα και έχασε ως μεγάλη ομάδα σ' ένα ματς που η τύχη τής είχε γυρίσει την πλάτη.
Ήταν η πρώτη φορά που τα δύο πλάγια μπακ της ΑΕΚ περνούσαν συστηματικά τη γραμμή του κέντρου. Από τη μία, ο Γεωργέας με τη διάθεση, αλλά και την αδυναμία να σηκώσει κάποια αξιοπρεπή σέντρα στην καρδιά της άμυνας του ΠΑΟΚ και, από την άλλη, ο Τζωρτζιόπουλος, που έφτασε γρήγορα το 100% των σωματικών και ψυχικών του αποθεμάτων, ανέβαιναν όχι μόνο για να βοηθήσουν, αλλά και να πιέσουν τους πλάγιους του ΠΑΟΚ στη γραμμή του κέντρου. Το αποτέλεσμα φυσικά ήταν το ρίσκο, το οποίο μεγάλωνε όσο περνούσε ο χρόνος και οι παίκτες της ΑΕΚ άρχιζαν να κουράζονται.
Δεν είναι συμπτωματικό ότι στο πρώτο ημίχρονο και στις αρχές του δευτέρου ο ΠΑΟΚ δεν μπορούσε να κάνει ευκαιρία. Οπως δεν είναι συμπτωματικό ότι και τα δύο γκολ του ήρθαν από κενά στα πλάγια της άμυνας της ΑΕΚ. Οι ομάδες δεν είναι μηχανάκια, να έχουν κουμπί on και off για να μπορεί ο προπονητής να το γυρίζει φέρνοντας τους παίκτες μέτρα μπροστά ή πίσω. Αυτό πλήρωσε ο Σάντος. Γιατί μετά το 60ό λεπτό, ενώ το σώμα δεν ήταν πια πρόθυμο για ένα ακόμα ανεβοκατέβασμα, οι πλάγιοι της ΑΕΚ κυνηγούσαν το γκολ. Ο Σικαμπάλα με τον μακρύ του διασκελισμό και ο Σαλπιγγίδης με τον κοντό έβρισκαν χώρους, τραβούσαν το στόπερ της πλευράς τους στο πλάι για να τους καλύψει και όποιος παίκτης του ΠΑΟΚ ακολουθούσε τη φάση είχε μόνο ένα στόπερ για να τον αντιμετωπίσει.
Αν υπάρχει ευθύνη του Σάντος, είναι ότι δεν ρωτάς έναν παίκτη αν μπορεί να συνεχίσει. Το βλέπεις μόνος σου. Και η ερώτηση στον Ιβιτς ήταν περιττή. Έπειτα από μία συγκλονιστική εμφάνιση 60 λεπτών ο Σέρβος είχε οφθαλμοφανώς παραδώσει το πνεύμα. Κι εάν ο Εμερσον σε μία από τις συγκλονιστικότερες εμφανίσεις ποδοσφαιριστή στο φετινό πρωτάθλημα δεν παρέδωσε το πνεύμα στα 34, ήταν η εξαίρεση στη λογική.
Ο ΠΑΟΚ ευνοήθηκε από μία εκ πρώτης όψεως καταστροφή. Από τον τραυματισμό του Ζαγοράκη πριν συμπληρωθεί το μισάωρο. Γιατί με τον αρχηγό του καλά, ο λαϊκιστής Ντουμιτρέσκου είναι αμφίβολο ότι θα τολμούσε να τον αλλάξει, με αποτέλεσμα να στερηθεί της φρεσκάδας του Μπαλάφα στο τέλος του ματς. Οπως και στα προηγούμενα ματς, ο ΠΑΟΚ έδειξε ότι είναι μια ομάδα χωρίς υπόσταση στο κέντρο και χωρίς αυτοματισμούς στο να «σπάει» η μπάλα στον κενό χώρο στο πλάι για να την παραλαμβάνει ένα χαφ σε φουλ ταχύτητα. Νίκησε μεν την ΑΕΚ 2–1, αλλά δεν ήταν η καλύτερη ομάδα. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που η χειρότερη ομάδα κερδίζει. Αν όμως ο ΠΑΟΚ έχει μεγαλύτερες βλέψεις από το να βρίσκεται στο κυνήγι της εξόδου στο UEFA, ας συνυπολογίσει ότι με κλεφτοπόλεμο πρωταθλήματα δεν κερδίζονται.
Τα πρωταθλήματα κερδίζονται με επιβολή της ανωτερότητας, έστω και από «κλουβιά με τις τρελές», όπως είναι ο Ολυμπιακός. Γιατί το να προηγείσαι με 4–1, να έχεις πάρει το πρωτάθλημα και μετά να πλακώνουν οι συμπαίκτες τον σκόρερ του πέμπτου τέρματος επειδή πέταξε τη φανέλα στην κερκίδα θα πρέπει να είναι παγκόσμια πρώτη. Το αντικείμενο όμως είναι το αποτέλεσμα. Κι αν χρειάζεται για να πάρεις το πρωτάθλημα ο σκόρερ σου να κάνει τσίσα στο δοκάρι, ποιοι είμαστε εμείς να φέρουμε αντιρρήσεις; Το πολύ πολύ, και καθαρά για λόγους υγιεινής, να προτείναμε να βάλουν καζανάκι.
Για τον Παναθηναϊκό να πω ότι παλεύει, αλλά ακόμα δεν έχει ομάδα για πρωτάθλημα. Οταν προηγείσαι με 3–1 στο σημαντικότερο ματς του δεύτερου μέρους της σεζόν, σε ισοφαρίζουν σε 3–3, περνάς πάλι μπροστά με 4–3 και σου φεύγει η ψυχή στο ενενηνταφεύγα, με τον Τζιμπούρ να χάνει ευκαιρία στο μέτρο, και όλα αυτά από τον Ατρόμητο, πάει να πει ότι έχεις ομάδα που το παλεύει. Οχι όμως ομάδα που μπορεί να τρομάξει τους άλλους.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






