Παλαιότερες

Η βεβαιότητα του λάθους (Sportday / Αντώνης Καρπετόπουλος)

Μετά τα ευρωπαϊκά ματς του τριημέρου έχω τη βεβαιότητα ότι ο μεγάλος πρωταγωνιστής του επόμενου Παγκοσμίου Κυπέλλου δεν θα είναι η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία και οι υπόλοιποι, αλλά οι διαιτητές. Κυρίως γιατί τα λάθη που θα κάνουν δεν θα τα έχουν ξαναδεί τα μάτια μας.

Πάντοτε οι διαιτητές έκαναν λάθη. Μεγάλα παιχνίδια στα Παγκόσμια Κύπελλα κρίθηκαν από αποφάσεις τους που το ριπλέι απέδειξε ότι ήταν λανθασμένες. Υπάρχουν δύο –τουλάχιστον– αποκλεισμοί των Σοβιετικών που μαρτυρούν ότι υπήρξε δόλος. Υπάρχουν τελικοί που κρίθηκαν από γκολ-φαντάσματα, στα οποία η μπάλα ουδέποτε πέρασε τη γραμμή, και από πέναλτι αυστηρότατα, στα οποία διέκρινε κανείς την καλή θέληση του άρχοντα να πάει στη βούλα. Δεν είναι η τηλεόραση η αιτία που πιέζονται οι διαιτητές. Πριν από την τηλεόραση το πράγμα ήταν χειρότερο, αφού χωρίς αποδείξεις (και καταδίκες) τα «εγκλήματα» ήταν μεγαλύτερα.

Κανονισμοί

Ποια είναι η διαφορά του χθες με το σήμερα; Οτι σήμερα υπάρχει η βεβαιότητα του λάθους! Παλιότερα η λανθασμένη κρίση του διαιτητή ξάφνιαζε –σήμερα ξαφνιάζει η ορθότητα της απόφασής του: σκεφτείτε πόσες φορές αναρωτιέστε «πώς διάολο το είδε αυτό;» και θα μου δώσετε δίκιο. Το ποδόσφαιρο όπως παίζεται σήμερα οδηγεί τον διαιτητή στο λάθος. Οχι μόνο γιατί έχει γίνει πιο γρήγορο και παίζεται από σαφώς πιο δυνατούς και (υπερ)γυμνασμένους παίκτες, αλλά και γιατί άλλαξαν συγκλονιστικά τα τελευταία είκοσι χρόνια οι κανονισμοί του.

Επόπτες

Η ΦΙΦΑ, προσπαθώντας να κάνει το παιχνίδι πιο θεαματικό κατέστρεψε κυριολεκτικά τη διαιτησία του. Πάρτε για παράδειγμα τις υποδείξεις οφσάιντ. Οσο θεωρείτο μη καλυπτόμενος (δηλαδή σε θέση οφσάιντ) ο επιθετικός που βρισκόταν στην ίδια ευθεία με τους αμυντικούς, ο επόπτης είχε πολύ λιγότερα προβλήματα. Εφτανε να βλέπει τις φανέλες, καλά καλά δεν χρειαζόταν καν να βρίσκεται στην ίδια ευθεία με την τελική γραμμή της άμυνας: έφτανε εκ των πραγμάτων να παρακολουθεί τους επιθετικούς, που έτσι κι αλλιώς στη συγκεκριμένη ζώνη του γηπέδου είναι λιγότεροι. Αλλο να πρέπει να κοιτάς δύο ή τρεις παίκτες κι άλλο πέντε ή έξι, όπως συμβαίνει σήμερα. Τον επόπτη διευκόλυναν και οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές, που δεν μετρούσαν τα βήματά τους για να βρεθούν στην ίδια ευθεία με τα μπακ και να έχουν αβαντάζ στην κάθετη πάσα, αλλά ξεκινούσαν από πιο πίσω για να είναι καθαρή η θέση τους. Δεν υπήρχαν με τον παλιό κανονισμό ούτε Ιντσάγκι ούτε Κρέσπο, φορ με επιταχύνσεις που στήνουν καραούλι για να κερδίσουν τους αμυντικούς στο βήμα. Ούτε υπήρχαν κεντρικοί αμυντικοί που σε κάθε κάθετη πάσα σηκώνουν τα χέρια σαν τους πιτσαδόρους, ξεσηκώνοντας την εξέδρα για να υποδείξουν σε θέση οφσάιντ τον επιθετικό που τρέχει προς την μπάλα.

Δικαστές

Το ακόμα χειρότερο είναι ότι μετά το 1994 η ΦΙΦΑ θεσμοθέτησε κάτι εντελώς νέο: την κρίση των φάσεων. Θα σας το εξηγήσω. Παλιά ο διαιτητής έπρεπε απλώς να εφαρμόζει τον κανονισμό κατά γράμμα: τώρα αυτό δεν φτάνει. Προστέθηκαν νέοι παράμετροι, όπως η παθητικότητα και η ενεργητικότητα του επιθετικού σε μια φάση, η πρόθεση στη χρήση του χεριού μέσα στην περιοχή, η εκτίμηση για το αν ένα φάουλ είναι αντιαθλητικό ή όχι ή για το αν ένας αμυντικός είναι ή δεν είναι ο τελευταίος παίκτης. Αυτό ήταν το ολοκληρωτικό χτύπημα. H ΦΙΦΑ μεταμόρφωσε τους διαιτητές από τιμωρούς παραβάσεων σε δικαστές: τους ζητάει μέσα σε ένα δευτερόλεπτο να κρίνουν, να εκτιμήσουν, να πάρουν θέση, όχι πάντοτε με βάση τον συνήθως (ή επίτηδες;) ασαφή κανονισμό, αλλά με βάση (ουσιαστικά) την ίδια τους την προσωπικότητα: ο σκληρός διαιτητής κρίνει αυστηρά, ο νταλαβεριτζής αλλιώς! Και το μπάχαλο έγινε μεγαλύτερο.

Κρίση

Περισσότερο από ποτέ, σήμερα ο διαιτητής υπάρχει για να φταίει! Αν βάλεις τρεις διαιτητές να διευθύνουν το ίδιο ματς, ο ρυθμός του θα είναι ολότελα διαφορετικός, εκτός κι αν αυτοί κουβαλάνε ακριβώς τις ίδιες αντιλήψεις –κάτι πολύ σπάνιο. Ακόμα και οι κριτικοί διαιτησίας στην τηλεόραση έχουν διαφορετικές εκτιμήσεις: δεν φταίνε αυτοί. Από τη στιγμή που ο κανονισμός επιτρέπει την κρίση, η κρίση δεν μπορεί παρά να είναι σε μερικές περιπτώσεις διαφορετική, αλλιώς δεν είναι κρίση! Τι σημαίνει, άλλωστε, κρίση; Σημαίνει στιγμή και διαδικασία απόφασης. Στην περίπτωση των διαιτητών η στιγμή είναι η ελάχιστη δυνατή και η διαδικασία σχεδόν ενστικτώδης, οπότε τρέχα γύρευε: η κρίση είναι σχεδόν καταδικασμένη σε λάθος.

Σεμινάρια

Τι κάνει η ΦΙΦΑ για να τους βοηθήσει να γίνουν καλύτεροι; Σεμινάρια. Τους βάζει δηλαδή να βλέπουν προηγούμενες δύσκολες φάσεις, πιστεύοντας ότι η σωστή ανάλυσή τους θα δημιουργήσει μια ενιαία ικανότητα κρίσης: μπούρδες. Ακόμα κι όποιος διάβαζε τα κατορθώματα του δικαστή Ντρεντ ξέρει πως αυτό δεν γίνεται, πόσω μάλλον στο ποδόσφαιρο, που οι φάσεις είναι εξαιρετικά διαφορετικές, μιας και καθορίζονται όχι μόνο από το παιχνίδι, αλλά και από τους τρόπους και τις συνήθειες των πρωταγωνιστών. Ο Αλαν Σίρερ και ο Γιάννης Οκκάς δεν πέφτουν στην περιοχή ακριβώς με τον ίδιο τρόπο! Οπότε πάλι άκρη δεν βγαίνει.

Συνθήκες

Πόσα ματς πραγματικά υψηλού επιπέδου μπορεί να παίξει καλά ένας διαιτητής υπό τις παρούσες συνθήκες; Δύο-τρία τον μήνα λέω εγώ. Αν στο Παγκόσμιο Κύπελλο δεν γίνει χαμός σε τουλάχιστον δέκα ματς, θα πρόκειται περί θαύματος! Οι διαιτητές που θα πάνε στη Γερμανία φτάνουν εκεί κατάκοποι, περίπου όπως οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές. Εχουν στο κεφάλι τους την αγωνία από δεκάδες λάθη που έχουν κάνει μέσα στη σεζόν, όχι γιατί δεν είναι καλοί, αλλά γιατί το ίδιο το παιχνίδι τούς έχει αναγκάσει να τα κάνουν. Πώς μπορεί να καθαρίσει το κεφάλι τους και να παίξουν αγώνες Παγκοσμίου Κυπέλλου με σιγουριά και άνεση; Ειλικρινά δεν το ξέρω.

«Game Boy»

Το τριήμερο πάρτε μαζί σας το βιβλίο του Μένιου Σακελαρόπουλου «Game Boy, το μοιραίο 10». Αν το πάρετε, είμαι βέβαιος ότι θα το ανοίξετε για να του ρίξετε μια ματιά. Κι αν του ρίξετε μια ματιά, δεν θα το αφήσετε από τα χέρια σας μέχρι να φτάσετε στην τελευταία σελίδα του. Προσεγμένο, καλογραμμένο, με ζωντανούς διαλόγους, γεμάτο λεπτομέρειες και, κυρίως, πραγματικούς ανθρώπους, το μυθιστόρημα του Μένιου κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, ζητώντας του να βρει πού σταματάει το πραγματικό και αρχίζει το fiction. Κυρίως, όμως, το φροντισμένο «Game Boy» είναι μια ηθογραφία, ένα αληθινό κολάζ συμπεριφορών τοποθετημένο σε μια Αθήνα που όλοι ξέρουμε: το μυστικό του μυθιστορήματος είναι ότι άνθρωποι και χώροι, ήρωες και καταραμένοι, πρωταγωνιστές και περαστικοί, μας είναι γνωστοί. To «Game Boy» είναι ένα μυθιστόρημα για το ποδόσφαιρο και τους ανθρώπους που το ζουν καθημερινά: ποδοσφαιριστές, προπονητές, δημοσιογράφοι, παράγοντες, οπαδοί, εχθροί, φίλοι, όλοι όσοι περνάνε από τις σελίδες του σε πείθουν για την ύπαρξή τους. Οσο το βιβλίο τρέχει προς το φινάλε του μαθαίνουμε να τους αγαπάμε, σχεδόν μας πιάνει αγωνία για την τύχη τους.

Πριν από αρκετά χρόνια είχε επιχειρήσει κάτι ανάλογο (χωρίς καμία ομοιότητα στην πλοκή, παρά μόνο στην επιλογή του κόσμου και του χώρου) ο Μένης Κουμανταρέας.

Γράφοντας τη «Φανέλα με το 9». Μικρός είχα διαβάσει όλο εκείνο το βιβλίο σε συνέχειες, στο περιοδικό «Τέταρτο» του Μάνου Χατζιδάκι, στο οποίο αρχικά είχε δημοσιευτεί –το θυμάμαι ακόμα γιατί είναι το μόνο μυθιστόρημα σε συνέχειες που έχω παρακολουθήσει. Το «Game Boy» δεν θα άντεχα να το διαβάσω έτσι, διότι η πυκνογραμμένη πλοκή του δεν θα μου επέτρεπε να περιμένω τη συνέχεια: το διαβάζεις όσο πιο γρήγορα μπορείς. Κι ο Κουμανταρέας αγαπούσε τον ήρωά του, τον ταλαντούχο Μπιλ Σερέτη, αλλά δεν τον καταλάβαινε. Τον παρατηρούσε εξ αποστάσεως, σαν έκθεμα. Ο Μένιος τους ήρωές του, αντίθετα, σου τους μαθαίνει γιατί τους ξέρει, τους έχει ζήσει πριν τους βάλει στο χαρτί και μας πει τα μυστικά τους. Η παρατήρησή του δεν είναι διερευνητική, δεν προσπαθεί να τους καταλάβει, αλλά να τους ζωγραφίσει καλύτερα. Αν είχα έναν εκδοτικό οίκο, θα του ζητούσα να γράψει με τον δικό του τρόπο σαν real μυθιστόρημα τη ζωή του Δομάζου, του Παπαϊωάννου, γιατί όχι και του Χουάν Ραμόν Ρότσα. Αν το έκανε, θα μας χάριζε μια απόλαυση…

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x