O κανόνας έχει απόλυτη ισχύ. Κάθε επιλογή ποδοσφαιριστή ή προπονητή κρίνεται μέσα στο γήπεδο. Μέχρι να συμπληρωθεί το χρονικό διάστημα που θα μας επιτρέψει να εκφέρουμε την οριστική γνώμη μας πολλά μπορεί να ειπωθούν ή να γραφτούν για τις δυνατότητες ενός καινούργιου ποδοσφαιριστή ή προπονητή. Πάρα πολλά από αυτά είναι είτε οι επιθυμίες όσων τα γράφουν είτε παιχνίδια δημόσιων σχέσεων, που πολλές φορές ταυτίζονται με το γελοίο. Τι άλλο μπορεί να είναι η φράση «είναι λάτρης της πειθαρχίας», που ακούγεται ή και γράφεται για έναν προπονητή; Λες και υπάρχουν προπονητές που μισούν την πειθαρχία και λατρεύουν να έχουν μια ομάδα στην οποία ο καθένας κάνει ό,τι του γουστάρει.
Μία άλλη μνημειώδης ατάκα που ακούγεται και γράφεται για τους προπονητές είναι αυτή που μας πληροφορεί ότι «είναι αφοσιωμένος στη δουλειά του». Το γεγονός είναι ιδιαιτέρως πρωτότυπο, αφού ο συνήθης τύπος προπονητή είναι ένας ρεμπεσκές που βαριέται να αναλύει το 4-4-2 και εκείνο που γουστάρει είναι να στήνει κάνα παιχνιδάκι στο Στοίχημα, να τα τρώει στα σκυλάδικα και να νταραβερίζεται με τους μανατζεραίους, μήπως βγει κάτι κι από εκεί. Ενα άλλο απολαυστικό σημείο της φιλολογίας που έχει διαμορφωθεί γύρω από την πρόσληψη ενός καινούργιου προπονητή ή τη μεταγραφή ενός ποδοσφαιριστή έχει να κάνει με τις γνώμες που οι συνάδελφοι συγκεντρώνουν για τον χαρακτήρα του και την επαγγελματική του επάρκεια. Ούτε ένας άνθρωπος δεν βρίσκεται να πει κακή κουβέντα. Ποτέ. Ετσι παραμένει μυστήριο το γεγονός της αποτυχίας τόσων προπονητών και ποδοσφαιριστών, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Από αυτή την αστεία πλευρά της ιστορίας, που ξεδιπλώνεται κυρίως στον αθλητικό Τύπο, είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγει κάποιος. Κάποιος που, ακόμα και σοβαρός άνθρωπος να είναι, θα δει ιδιότητες να τον συνοδεύουν με τις οποίες δεν έχει καμία σχέση. Αρκεί να σε δει κάποιος να πίνεις ένα ποτήρι μπίρα ή κρασί και αυτομάτως βαφτίζεσαι μεθύστακας. Αρκεί να έρθει δίπλα σου μία νεαρή γυναίκα για να ζητήσει αυτόγραφο ή να κάτσει δίπλα σου στο αεροπλάνο και γίνεσαι ο μέγας γαμίκουλας. Βέβαια, σε αυτό το παιχνίδι τις περισσότερες φορές συμμετέχουν ενεργά και οι ΠΑΕ με τους μάνατζερ, θεωρώντας ότι διαμορφώνουν ένα καλό, ένα αποδεκτό προφίλ για κάποιο απόκτημά τους στην κοινή γνώμη, αλλά το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούν προσδοκίες, που εννέα φορές στις δέκα διαψεύδονται πανηγυρικά.
Το φαινόμενο αυτό δείχνει και την ξεπερασμένη αντίληψη για τις δημόσιες σχέσεις που έχουν οι άνθρωποι του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα και δεν εξαιρώ καθόλου τους δημοσιογράφους, που μεταβάλλονται –εκούσια, δυστυχώς– πολλές φορές σε παπαγαλάκια των ΠΑΕ ή των μάνατζερ. Σκοπός τους είναι να έχουν καλές σχέσεις με τις πηγές των ειδήσεων για να μπορούν να έχουν πληροφόρηση, που θα τους επιτρέψει να τα βγάλουν πέρα με τον αυξανόμενο και σκληρό ανταγωνισμό. Τις τελευταίες μέρες παρακολουθώ με ενδιαφέρον κι απόλαυση όλα όσα γράφονται για τον νέο προπονητή του ΠΑΟ και παρατηρώ ότι πολύ λιγότερη έκταση δίνεται σε αυτά που πραγματικά έχουν ενδιαφέρον και τυχαίνει να είναι εκείνα που ο ίδιος ο Μπάκε έχει πει. Οπως, για παράδειγμα αυτά που είπε σε σχέση με τη δυνατότητα του ΠΑΟ ή κάποιας άλλης ελληνικής ομάδας να διακριθεί στην Ευρώπη.
Αυτά, όμως, δεν εξυπηρετούν την ανάγκη του οπαδού να φαντασιώνεται θριαμβευτικές πορείες, γεγονός που θα έχει αντίκτυπο στο ταμείο της ομάδας. Προφανώς, είμαστε ακόμα πολύ ανώριμοι ποδοσφαιρικά για να αποδεχθούμε ότι τα αποτελέσματα είναι προϊόντα σοβαρής δουλειάς και σχεδιασμού και ότι για να έρθουν χρειάζεται χρόνος και κατάλληλες συνθήκες. Αλλά εδώ είναι Μπαλκάνια και όποιος ξέρει και μπορεί να περιμένει, είναι είτε άσχετος είτε τσάτσος.
Ένας ρεαλιστής Βραζιλιάνος
Η αίσθηση που μας δημιουργείται πολλές φορές όταν διαβάζουμε το επίθετο «ρεαλιστής» να συνοδεύει έναν Βραζιλιάνο, είτε είναι ποδοσφαιριστής είτε προπονητής, είναι σχεδόν ανάλογη με εκείνη που δημιουργεί η υιοθέτηση του «τραβήγματος» ως μεθόδου αντισύλληψης. Καταλήγεις να μην το απολαμβάνεις. Το επίθετο «ρεαλιστής» είναι αυτό που συνοδεύει τον τελευταίο υποψήφιο για τη θέση του προπονητή της εθνικής Αγγλίας. Τον Βραζιλιάνο Λουίς Φελίπε Σκολάρι. Μια υποψηφιότητα που πριν από μερικά χρόνια θα φαινόταν αδιανόητη, αλλά οι αλλαγές που έχουν γίνει στο ποδόσφαιρο είναι τέτοιας έκτασης, που δεν καθιστούν απαγορευτικό το ενδεχόμενο ο «Big Phil» να καθίσει στον πάγκο των «λιονταριών».
Οι ομάδες του Σκολάρι δεν έπαιξαν ποτέ εντυπωσιακό ποδόσφαιρο. Αλλωστε, ο ίδιος ήταν που είχε δηλώσει κάποτε ότι το «jogo bonito» έχει πεθάνει. Η Βραζιλία του 2002, που στέφθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια, είχε τον Σκολάρι προπονητή, ο οποίος δεν της επέτρεψε να παίξει απελευθερωμένο και θεαματικό ποδόσφαιρο. Συνήθως οι προπονητές της εθνικής Βραζιλίας ζουν στη σκιά των διάσημων ποδοσφαιριστών της ομάδας, αλλά με τον «Big Phil» αυτό δεν συνέβη ποτέ. Για τον Σκολάρι αυτό που έχει σημασία είναι το αποτέλεσμα. Οσο για το θέαμα, η ομάδα που οδηγεί μπορεί να το προσφέρει στον κόσμο μόνο εφόσον έχει εξασφαλίσει το αποτέλεσμα ή αν κρίνει ότι το θεαματικό ποδόσφαιρο είναι ο μόνος τρόπος για να πάρει το αποτέλεσμα που θέλει. Είναι ένας στυγνός επαγγελματίας, που αδιαφορεί για τη γνώμη που έχει ο κόσμος για το άτομό του. Προσόν που θα του φανεί χρήσιμο αν πάρει τη θέση του Ερικσον.
Είναι προπονητής που τον εμπιστεύονται οι ποδοσφαιριστές του, γεγονός πολύ σημαντικό στη διδασκαλία της τακτικής. Προτιμά το 3-4-2-1, που το χρησιμοποίησε με τη Βραζιλία, ενώ με την Πορτογαλία το άλλαξε σε 4-2-3-1, αν και η εμμονή του στον Παουλέτα για την κορυφή της επίθεσης δεν τον δικαίωσε ιδιαίτερα. Είναι κλειστός χαρακτήρας, κρατάει μακριά από τη δημοσιότητα την προσωπική ζωή του και δεν μιλάει πολύ. Αλλωστε, όποτε μίλησε δημόσια για θέματα εκτός ποδοσφαίρου τα έκανε θάλασσα, όπως τότε που υποστήριξε ότι «...ο Πινοτσέτ έκανε σημαντικό έργο». Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι ένα είδος εξελιγμένου Μπράιαν Κλαφ, που θα μπορούσε να δώσει στην αγγλική ομάδα αυτό που κυνηγά απεγνωσμένα από το 1966. Μια διάκριση.
Η καλή Μίντλεσμπρο
Πόσο «καλή» είναι η Μίντλεσμπρο; Οχι ως ομάδα, αλλά γενικότερα. Σύμφωνα με τη γνώμη ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού αθλητικού Τύπου, η αγγλική ομάδα είναι «πολύ καλή», αφού νικώντας και αποκλείοντας τη Στεάουα εξασφάλισε τις έξι εκπροσώπους του ελληνικού ποδοσφαίρου στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις για μία ακόμα χρονιά. Αυτός ο μανιχαϊσμός σχετικά με την εκπροσώπησή μας στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις μου είναι ακατανόητος. Γιατί είναι καλό να βγαίνουν έξι ομάδες, αφού με τα χάλια του ελληνικού ποδοσφαίρου η μία σφαλιάρα διαδέχεται την άλλη; Δεν καταλαβαίνω, επίσης, γιατί θα είναι κακό αν δεν έχουμε έξι ομάδες στην Ευρώπη. Επειδή κάποιοι άλλοι, τους οποίους θεωρούμε κατώτερους, έχουν μεγαλύτερη εκπροσώπηση ή μήπως επειδή πιστεύουμε ότι το Euro του 2004 αυτοδικαίως μας καθιστά προνομιούχους; Οταν θα ωριμάσουμε ποδοσφαιρικά, θα καταλάβουμε και το νόημα της ευρωπαϊκής εκπροσώπησης. Μέχρι τότε, μπορούμε να πηγαινοφέρνουμε μια ημερολογιακή βόλτα τους τελικούς του Κυπέλλου.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






