Κάπου στις αρχές τις δεκαετίας του '60, την εποχή που η τηλεόραση ήταν κάτι που βλέπαμε μόνο στις ταινίες, διάβασα για πρώτη φορά για τον Αλμπερτ της Ουγγαρίας. Πρέπει να ήταν στην ομάδα και ο δημοσιογράφος της εποχής, που -ανάθεμα και αν είχε δει και αυτός τον Αλμπερτ- έγραφε «Είναι ένα τανκ. Οταν τρέχει, κανένας αντίπαλος δεν τολμάει να τον πλησιάσει. Οσοι το τόλμησαν το μετάνοιωσαν, αφού βρέθηκαν ξαπλωμένοι στο χορτάρι χωρίς να καταλάβουν τι τους χτύπησε». Τα χρόνια πέρασαν. Χωρίς όμως να ξεχάσω το επικό κείμενο για τον Αλμπερτ. Τελείωσα το γυμνάσιο, πήγα στην Αγγλία και κάπου στο τέλος της δεκαετίας είδα την εθνική Ουγγαρίας. Με τον Αλμπερτ. Τουλάχιστον αυτό το όνομα έλεγε ο Αγγλος εκφωνητής, όποτε η μπάλα έφτανε στα πόδια ενός συμπαθητικού χοντρούλη, που προσπαθούσε να την κοντρολάρει. Ο Αλμπερτ της φαντασίας μου, το τανκ που διέλυε κάθε άμυνα με την μπάλα κολλημένη στο πόδι, μέσα σε δευτερόλεπτά είχε γίνει ένας υπέρβαρος βετεράνος. Για να δούμε πόσο θα αντέξει η κόμπρα του Εκουαντόρ.
Η μεταγραφή του Φέλιξ Μπόρχα είναι ό,τι πλησιέστερο στις αντίστοιχες της προτηλεοπτικής εποχής. Ενας παίκτης από ένα μέρος που ανάθεμα αν υπήρξε Ελληνας να το επισκεφτεί, με αποσκευές τον μύθο. Φτωχός στο Κίτο, με μια πολυμελή οικογένεια να θρέψει, που από μικρός καταλαβαίνει ότι το ποδόσφαιρο, όπως και ό,τι άλλο στη ζωή, για τους φτωχούς δεν μπορεί να είναι παιχνίδι. Να περπατάει, για να προπονηθεί, αποστάσεις που οι Ευρωπαίοι δεν κάνουν στην προπόνηση και ξαφνικά κάποιος μάνατζερ να του λέει ότι επόμενος σταθμός της ζωής του είναι μια χώρα που ανάθεμα και αν ήξερε ότι ακόμα υπάρχει ή ότι εξαφανίστηκε, όπως η Ασσυρία.
Περισσότερο μύθος παρά παίκτης. «Η κόμπρα του Κίτο». Μια που το «Καγκουρό», που είναι το κανονικό του παρατσούκλι, πουλάει λιγότερο. Εκτός του ότι θυμίζει Χριστοδούλου και Καλαντζή. Ετοιμος να κάνει φοβερά πράγματα. Να πηδάει στον Θεό, αλλά να είναι ο γιος του διαβόλου, που θα στέλνει τους αντίπαλους του Θρύλου στο πυρ το εξώτερον.
Με τον Φέλιξ Μπόρχα μπορούμε να χαρούμε μια σπάνια ρετρό εμπειρία, που κατέστρεψαν τα πιάτα της δορυφορικής. Ενας παίκτης που είναι άγνωστος, εκτός από τα ένα-δύο ματς που βιαστικά εξασφάλισαν τα κανάλια μετά την απόκτησή του. Συνήθως οι εξωτικοί μύθοι δεν κρατάνε πολύ. Τα κεφάλια χωρίς σώματα από την Αφρική, που εδειχναν στα πανηγύρια της προπολεμικής Ελλάδας, είχαν το σώμα τους κρυμμένο πίσω, κάτω από το τραπέζι που τα στήριζε. Τα «ζαρκάδια της Αλ Αχλί», που ονομάζονται Φέλιξ Αμποάγκουε, γρήγορα αποδεικνύονται κριάρια.
Ο Φέλιξ Μπόρχα μπορεί να βγει μια χαρά παίκτης. Ποτέ όμως δεν θα φτάσει τα όρια της φαντασίας των οπαδών. Ο μύθος όμως, έστω και αν ακολουθείται από την απογοήτευση, στο ποδόσφαιρο είναι πολύτιμος. Είναι αυτό που σε ξανακάνει παιδί. Μέχρις ένας συμπαθητικός χοντρούλης κύριος να σου τον καταστρέψει, ισχυριζόμενος ότι ονομάζεται Αλμπερτ. Οχι, ρε παιδιά, ο πραγματικός Αλμπερτ ισοπέδωνε τις άμυνες σαν το τανκ. Ηταν καλύτερος και από την «κόμπρα του Κίτο».
Προς στιγμήν είχα ανησυχήσει, αλλά όταν είδα τα αποκλειστικά πλάνα του Channel 9 με τον Χανς Μπάκε η ψυχή μου ήρθε στη θέση της. Δίπλα του χαμογελαστός στεκόταν ο Φάνης Κλωνόπουλος. Οπως με κάθε προπονητή του Παναθηναϊκού, από τον Μαρκαριάν μέχρι τον Μαλεζάνι, η εντολή δόθηκε: «Φάνη, Φύγε, Φέρε». Ο πιστός Φάνης αυτή τη φορά έφερε Σκανδιναβό, που λόγω συζύγου τον εμπιστεύεται ο Τζίγκερ.
Η ειρωνεία ήταν ότι πρόπερσι ο Φουφουφού είχε πλασάρει τον Σόλιντ στον Παναθηναϊκό, αλλά η συμφωνία δεν είχε κλείσει, επειδή ο Τζίγκερ ήθελε προπονητή εδώ και τώρα, πλην όμως ο Σόλιντ δεν μπορούσε πριν από το καλοκαίρι. Ο Σόλιντ βασιζόταν στην καλή του σχέση με τη διοίκηση της Αντερλεχτ, αλλά οι Βέλγοι δεν του έλυναν το συμβόλαιο. Ο Φουφουφού είχε προτείνει στον Παναθηναϊκό να πάρει προσωρινά για προπονητή τον Πιουβέλντε και το καλοκαίρι να έρθει ο Σόλιντ. Ο Παναθηναϊκός, όμως, χρειαζόταν να βρει αντικαταστάτη του Σκάζνι, ο Τζίγκερ δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο με τον Τότη, και ο Σόλιντ κατέληξε το καλοκαίρι στον Ολυμπιακό, χωρίς τον φουφουφού για μάνατζερ.
Τέλος πάντων, καλά να είναι ο Κλωνόπουλος να φέρνει προπονητές στον Παναθηναϊκό. Παρ' ότι ο Μπάκε έχει πιθανότητες να φτουρήσει. Φίλος που επικοινωνεί με τη σκανδιναβική αγορά μού έλεγε ότι, όταν ρώτησε για τον Μπάκε, του είπαν ότι είναι σοβαρός, ικανός προπονητής, που δεν έχει ξεσπάσματα τύπου Μαλεζάνι. Το ερώτημα είναι αν καταλαβαίνει τη διαφορά ανάμεσα σε Παναθηναϊκό και Κοπεγχάγη. Διότι στην Κοπεγχάγη, μετά τα πέντε γκολ που είχαν φάει από την Γκόριτσα, μαζεύτηκαν, έκαναν την αυτοκριτική τους «Μόετε έσεν ρούφεν» και μετά το ξέχασαν. Στον Παναθηναϊκό, με πεντάρα, σου κάνουν... αυτοκριτική οι άλλοι.
Εάν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες, πάντως, είναι κατά πόσον ένας προπονητής στα 54 του έχει επαγγελματικές φιλοδοξίες. Οσο για το άλλο, ότι ο Μπάκε είχε διαπραγματευθεί την εποχή του Κοντομηνά να αναλάβει τον Αρη, κανένας δεν μπορεί να θεωρήσει αποτυχία του Σουηδού το ότι η συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε. Οχι, αν συνυπολογισθεί ότι αντίπαλος του Χανς, του Μπάκε, ήταν ο Μπάμπης, ο Τεννές.
Η χαρά του μάνατζερ είναι ο καινούργιος προπονητής. Ολο και κάποιον παίκτη θα ζητήσει ο Μπάκε, όλο και κάποια χάρη θα του κάνει ο πρόεδρος και όλο και κάποιον Χάνσεν θα φέρει ο Φουφουφού στον Παναθηναϊκό. Αυτά γίνονται τον πρώτο χρόνο, τον δεύτερο η σχέση γίνεται καθημερινότητα και ο πρόεδρος άντε να πάρει στον προπονητή έναν παίκτη, μόνο αν είναι φτηνός και με το ζόρι. Εκτός αν ο προπονητής έχει πάρει πρωτάθλημα, όπως ο Τροντ Σόλιντ, οπότε έχει δικαίωμα να ζητήσει το κάτι τις, το επιπλέον. Και αυτό που έχει ζητήσει ο Σόλιντ είναι «ο μεγάλος αμυντικός», που η απόκτησή του έχει γίνει ψύχωση στον Ολυμπιακό και έχει αντικαταστήσει την προηγούμενη με το «μεγάλο δεκάρι». Κάποιον θα πάρουν του Νορβηγού, μάλλον από τα ονόματα που έχουν κυκλοφορήσει, αλλά το γεγονός έχει τρελάνει (sorry, αποτρελάνει) τον Σάββα Θεοδωρίδη.
Το τηλέφωνο χτύπησε στο σπίτι του πραγματικού γιου του Σάββα. Ο Σάββας άρχισε να τραγουδάει «Γιε μου, δεν τον άκουσες τον δόλιο σου πατέρα, παρασύρθηκες και μέρα με τη μέρα, είσαι είκοσι χρονών, κι όμως γερνάς». «Τι έκανα, ρε πατέρα;», φώναξε ανήσυχος ο Κώστας. «Δεν έκανα όλα τα γούρια για τον τελικό;». Ο Σάββας είχε φτάσει στο τέλος του τραγουδιού. «Γιε μου, μην πιστεύεις σε κανέναν, ακριβέ μου, ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου, που 'χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά». Ο πραγματικός γιος έκανε ακόμα μία προσπάθεια να βγάλει νόημα. Ξεκίνησε τη συζήτηση από την αρχή. «Τι γίνεται; Τι έκανα, μπαμπά;». «Παιδί μου, μας κατάστρεψες. Γράφεις για τις μεταγραφές πριν από τον τελικό. Καταστραφήκαμε, γιε μου... Και οι ρεπόρτερ της ΑΕΚ θα χαίρονται που έκανες την ομάδα άνω κάτω κι έχεις πέσει τόσο χαμηλά».
Ο Κώστας προσπάθησε να αναπτερώσει το ηθικό του Σάββα. «Το ξέρεις, μπαμπά, ότι όποτε έχουμε παίξει με την ΑΕΚ το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου, με σύνοδο Κρόνου Αφροδίτης, ανάδρομο τον Ερμή και παίζουμε 4-3-3 απόγευμα, δεν έχουμε χάσει ματς». Από την άλλη μεριά της γραμμής ακούστηκε ένα ουρλιαχτό. Συνοδεύτηκε από μια κουρασμένη φωνή. «Κούλη, μπορείς να μου δώσεις το τοστ με μορταδέλα και τη διπλή τυροσαλάτα που κράτησες για ενθύμιο, όταν έκλεινες το μαγαζί πριν από δέκα χρόνια;». Ο πραγματικός γιος φώναξε: «Πατέρα, γιατί; Γιατί το τοστ του θανάτου;» –«Γιατί, παιδί μου, με πλήγωσες περισσότερο από όσο με έχει πληγώσει ο Θόδωρος;». Υπομονετικά ο Κώστας είπε: «Συνέχισε πατέρα...».
«Πριν από μερικές ώρες, Κώστα μου, με πήρε τηλέφωνο ο φερόμενος ως γιος μου. Εμοιαζε χαρούμενος. Δεν μου είπε γιατί, πιθανόν να είχε βρει καλό ταφτά για να ράψουνε καινούργια σημαιάκια του κόρνερ για το Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά γέλαγε όταν μου μιλούσε. Μου είπε, λοιπόν, όλες τις ομοιότητες που έχει ο τελικός του Κυπέλλου με τον άλλον που είχαμε με τον ΠΑΟΚ, όταν φάγαμε την τεσσάρα στη Φιλαδέλφεια. Οτι και τότε ο Ολυμπιακός είχε εξασφαλίσει το πρωτάθλημα νωρίς, ότι και τότε πήγαινε να παίξει το ματς ξεκούραστος, ότι και τότε οι πάλιουρες ήταν τόσο σίγουροι ότι δεν το χάνουν, που είχαν τυπώσει μέχρι και μπλουζάκια, και ότι προβλέπει ότι στην Κρήτη θα γίνει της Μακάμπης. Οτι θα πάμε σίγουροι για τη νίκη και θα πλακωνόμαστε στη αίθουσα αναχωρήσεων». «Και τι έκανες, πατέρα;». «Τι να κάνω, γιε μου; Τον σκυλόβρισα και του έκλεισα το τηλέφωνο».
«Παιδί μου, σταμάτα να γράφεις για μεταγραφές. Γιατί οι πάλιουρες κάνουνε σαν τις μουστόγριες, που όταν ακούνε ότι ο δικός τους γλυκοκοιτάζει καμιά πιτσιρίκα είναι έτοιμες να σπάσουν όλο το σπίτι. Παιδί μου, μη γράφεις για μεταγραφές μέχρι να τελειώσει ο καταραμένος τελικός», φώναξε ο Σάββας. Ο Σάββας έκλεισε το τηλέφωνο. Γύρισε στον Τροντ Σόλιντ, που καθόταν δίπλα του. «Give me. Give me the word of your manly honour that you want say a word about the transfer of the defender, better about any transfer, till the end of the final». Ο πιστός αρτοσυγκολλητής Κούλης καθόταν δίπλα στον Σόλιντ, με το ιστορικό σάντουιτς στο χέρι. Ο Σόλιντ απάντησε μονολεκτικά «Βισνίκες» και έφυγε. «"Μάλιστα" σημαίνει αυτό στη γλώσσα του, Κούλη; Εδωσε τον λόγο του;». «Οχι, Σάββα. Το "βισνίκες" στα νορβηγικά σημαίνει "τα λέμε". Δεν τον έδωσε». «Δώσε το τοστ, Κούλη», είπε αποφαστικά ο Σάββας. Την ίδια στιγμή, ο Κώστας κοίταζε τα στατιστικά, αν ο Ολυμπιακός έχει χάσει ποτέ τελικό, όταν την προηγούμενη εβδομάδα ο γενικός αρχηγός του είχε πάθει τροφική δηλητηρίαση.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






