Λένε ότι η χρονιά που ο Τζόρνταν σταμάτησε να παίζει μπάσκετ και προσπάθησε να γίνει επαγγελματίας παίκτης του γκολφ επιμήκυνε την καριέρα του κατά μια πενταετία. Οτι τη χρονιά που έμεινε έξω, οι μύες που χρησιμοποιούνται κατά κόρον στο μπάσκετ σταμάτησαν να καταπονούνται και ανέκτησαν την ελαστικότητά τους, ότι παλαιοί τραυματισμοί είχαν τον χρόνο να επουλωθούν και ότι κυρίως το ενδιαφέρον του Τζόρνταν αναζωπυρώθηκε και είδε το μπάσκετ ξανά σαν παιχνίδι. Ηταν το αντίστοιχο του φοιτητικού brake που συνηθίζουν να παίρνουν οι Αγγλοι πτυχιούχοι ώστε να μην μπουν από το πανεπιστήμιο στο μαγκανοπήγαδο της δουλειάς. Νομίζω ότι ο Δημήτρης Μαυρογενίδης αν δεν πρέπει να πάρει ένα ετήσιο brake επειγόντως, πρέπει να σκεφτεί την αλλαγή ομάδας. Γιατί εδώ και τέσσερα χρόνια δείχνει φαινόμενα πρόωρου ποδοσφαιρικού γήρατος. Ο Μαυρογενίδης ξεκίνησε στον Αρη σαν σκληρό αμυντικό χαφ. Μεταποιήθηκε στον Ολυμπιακό σε ακραίο μπακ με εξαιρετικές μπούκες στην αντίπαλη περιοχή. Γύρω στο 1999 το ντουέτο Γιαννακόπουλος - Μαυρογενίδης ήταν σχεδόν ισάξιο του αντίστοιχου των Τζόρτζεβιτς - Γεωργάτου. Από το 2000 όμως και μετά η καριέρα του Μαυρογενίδη πήρε την κατιούσα. Το χαρακτηριστικό που σταδιακά έχασε ο Μαυρογενίδης ήταν η μαχητικότητά του. Αυτό που ορισμένες φορές μπορεί να γίνει και «κακία» και είναι χαρακτηριστικό των επιτυχημένων αμυντικών. Η διάθεση να ρίξουν και μια κλοτσιά ώστε ο αντίπαλος κυνηγός να την έχει στο μυαλό την επόμενη φορά που θα δοκιμάσει να περάσει από την πλευρά τους. Και ας μην νομισθεί ότι η μέθοδος ανήκει αποκλειστικά στις μικρές κατηγορίας. Στις καλές του μέρες ο Ρομπέρτο Κάρλος μπορούσε να σηκώσει τον αντίπαλο στον αέρα και μετά να του την λέει πριν ακόμα προσγειωθεί.
Οπως όμως ο Ρομπέρτο Κάρλος με τον χρόνο έχασε τη γυαλάδα στο μάτι, έτσι και ο Μαυρογενίδης με τον χρόνο έχασε τη διάθεση να παίρνει τις μονομαχίες προσωπικά. Και δεν είναι προσωπική μου διαπίστωση. Είναι και διαπίστωση της πιάτσας. Γιατί αν πριν από έξι χρόνια το συμβόλαιο του Μαύρου πήγαινε να λήξει, θα είχαν ενδιαφερθεί άπασες οι ελληνικές ομάδες και επίλεκτες ευρωπαϊκές. Σήμερα μόνο ο Ηρακλής ενδιαφέρθηκε...
Κανένας δεν μπορεί να μπει βελιγκέκας στην τσέπη του άλλου και κανένας δεν μπορεί να πει στον Μαυρογενίδη πως θα έπρεπε να διαχειριστεί την καριέρα του με οικονομικά κριτήρια. Αγωνιστικά όμως η αλλαγή μοιάζει αναγκαία. Και μόνο ο Μαύρος ξέρει τι πραγματικά θέλει. Να μείνει στον Ολυμπιακό συμβιβασμένος στα 30 του στον ρόλο του αναπληρωματικού ή να προσπαθήσει να ξαναβρεί το πάθος για το παιχνίδι; Ολυμπιακός και πάθος μοιάζει δύσκολο να συνυπάρξουν. Η σχέση έχει εκφυλιστεί από ερωτική σε συζυγική και στα 30 του ο Μαυρογενίδης έχει ακόμα τα περιθώρια για πάθος.
Το να μιλήσει κάποιος για «θρίαμβο του hard rock» επειδή οι Φινλανδοί Lordi κέρδισαν την Eurovision είναι γελοίο. Είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι τους ψήφισαν επειδή τους τράβηξε το μάτι το μακιγιάζ τους, όπως και ότι τους ξύπνησε το αυτί ο σκληρός τους ήχος. Σκληρός τουλάχιστον σε σύγκριση με τον ισοπεδωμένο ποπ ήχο που χρησιμοποιούν όσοι σκοπεύουν σε νίκη στον διαγωνισμό. Υπήρχαν φυσικά και οι Λετονοί, που με ντύσιμο Blues Brothers και αισθητική dada προσπάθησαν να ξυπνήσουν τους τηλεθεατές, αλλά αυτό που έκαναν ήταν περισσότερο επίδειξη τέχνης δρόμου παρά μουσική. Τελικά ένα συγκρότημα από τη Φινλανδία που έμεινε στην αισθητική του ’70, με κλεμμένο το ρεφρέν του «Poison» του Alice Cooper, πήρε το πρώτο βραβείο της Eurovision. Παρήγορο, εφόσον αποδεικνύει ότι ο κόσμος όταν φτάσει στο αμήν αντιδρά, αλλά σε μουσικό επίπεδο τόσο αδιάφορο όσο το μαγαζί που θα εμφανιστεί εφέτος ο Καραφώτης. Ενδιαφέρον όμως έχει ο λόγος που η Ελλάδα παρά τα τρομακτικά ποσά που ξοδεύτηκαν πάτωσε πανηγυρικά.
Πρώτον. Χρηματοδότησε τη ματαιοδοξία της Βίσση. Δεν είναι συμπτωματικό ότι δεν υπήρξε ένας τραγουδιστής που να τολμήσει να καλύψει τη σκηνή μόνος του. Οπως δεν είναι συμπτωματικό ότι ένας από τους ελάχιστους κανόνες της Eurovision είναι ο περιορισμός του αριθμού των χορευτών του μπαλέτου σε έξι. Είτε λοιπόν η Βίσση θα έπρεπε να είναι μοναδική περίπτωση, που στα 30 χρόνια με αποτυχημένες προσπάθειες για διεθνή καριέρα έχει αποδείξει πανηγυρικά ότι δεν είναι, είτε το τραγούδι θα έπρεπε να είναι τόσο μοναδικό που η σκηνική παρουσία να περιττεύει. Επίσης δεν ήταν.
Δεύτερον. Πιστέψαμε ότι μπορούσαμε να αγοράσουμε ή να ζητιανέψουμε τις ψήφους. Εδώ και μήνες κάθε στέλεχος της κυβέρνησης και κατά Κεφαλογιάννη «Καραγκιόζης» όποτε ταξίδευε στο εξωτερικό δεν παρέλειπε να ζητήσει από τον κόσμο της χώρας που επισκεπτόταν να μας ψηφίσει. Δεν θα αναφερθώ στο πόσο γελοίο ακουγόταν. Θα ζητήσω μόνο να σκεφτείτε πόσο σοβαρός θα σας φαινόταν κάποιος υπουργός άλλης χώρας που θα επισκεπτόταν την Ελλάδα και το πρώτο πράγμα που θα έκανε θα ήταν να μας ζητήσει να ψηφίσουμε την τραγουδίστριά του στην Eurovision. Αλλά τι περιμέναμε με αυτό; Οτι ο λαός μιας άλλης χώρας θα άκουγε τον καραγκιόζη μας και θα μας ψήφιζε; Χλομό... Πολύ πιο εφικτό θα ήταν να αγοράσουμε ψήφους, όπως είχαμε κάνει με την Παπαρίζου, αλλά η νέα πολιτική της Eurovision που περιόριζε τις ψήφους από κάθε κινητό μάς έκοψε τα ποδάρια.
Τρίτον. Πιστέψαμε ότι αν κάνουμε ένα 2004 δεύτερη διαλογής, οι ξένοι εντυπωσιασμένοι θα μας ψηφίσουν. Το ένα λάθος είναι ότι υπερτιμήσαμε το 2004. Σε γενικές γραμμές η τελετή έναρξης είχε αρέσει στο εξωτερικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπήρχε ένας Ευρωπαίος που θα πλήρωνε SMS για να την ψηφίσει. Το δεύτερο ότι το show της Eurovision ήταν μια επανάληψη της τελετής έναρξης του 2004 αλλά στο poorbine. Εάν στο πρώτο υπήρχαν 100 αρχαίοι πολεμιστές, στην κυριακάτικη τελετή υπήρχαν 10. Εκτός αν έχουμε φτιάξει μια άτυπη διατίμηση τελετών σύμφωνα με την οποία στους Ολυμπιακούς θα εμφανίζονται μια αυτοκράτειρα και 1.000 καλόγεροι του Βυζαντίου, στο Παγκόσμιο της κολύμβησης μια πατρικία και 20 παπαδοπαίδια και στους Πανευρωπαϊκούς του μπάντμιντον έναν καντηλανάφτη-αδελφή, κανένας δεν μας υποχρέωσε να επαναλαμβάνουμε μια ιδέα μέχρι ναυτίας. Ούτως ή άλλως, είναι πολύ πιο δύσκολο να βελτιώσεις μια ιδέα από το να βρεις κάτι καινούργιο. Εκτός αν στερείσαι φαντασίας. Αλλά τότε τι στο διάολο χορογραφείς τελετές;
Ομολογώ ότι μέχρι την Eurovision, εάν μου έλεγαν τι είναι ο «Καπουτζίδης» θα απαντούσα «Ο γιος κάποιου που φτιάχνει καπούτζες». Ομολογώ επίσης ότι η ζωή μου θα ήταν ακριβώς η ίδια εάν εκτός από γιος κατασκευαστή καπουτζών δεν είχα μάθει ότι ο Καπουτζίδης είναι ο σεναριογράφος της σειράς «Παρά πέντε». Σύμφωνα με τους φίλους που βλέπουν τηλεόραση, η σειρά είναι πάρα πολύ επιτυχημένη, βασίζεται στις πανέξυπνες ατάκες που καπουτζεύεται ο Καπουτζίδης και τις πασάρει μεταξύ άλλων η Ζέτα Μακρυπούλια, που εμφανίζεται στη σειρά. Δεν θα είχα λοιπόν κανένα πρόβλημα εάν Καπουτζίδης και Μακρυπούλια είχαν βγει να παρουσιάσουν την εκπομπή και τραύλιζαν, βαριόντουσαν ή επέρδοντο διακριτικά. Είχα γιγάντιο πρόβλημα να τους ακούω να κατηγορούν τους Σουηδούς ότι ψηφίζουν τη Νορβηγία, επειδή και οι δύο χώρες είναι σκανδιναβικές, ενώ όταν η Κύπρος ξηγιόταν δωδεκάρι να κάνουν κοκοκό. Ποιοι, ρε παιδιά, να μιλάμε για χαριστική ψήφο; Εμείς; Εμείς που αν αντί για τραγούδι στέλναμε τρία λεπτά ηχογράφησης με ήχο σέγας από Black & Decker πάλι η Κύπρος θα μας ξηγιόταν το ντουζ; Επίσης είπαμε να αβαντάρουμε, αλλά να λέμε ότι δεν μιλάμε στο επόμενο τραγούδι γιατί έχουμε πάθει το επάρατο μπορνιόκο από την εμφάνιση της Βίσση δείχνει ότι ή τρομπάρουμε ή ότι νομίζουμε ότι οι άλλοι τρομπάρουν.
Για τον Ρωσσόπουλο, ότι εξαφανίστηκε μαζί με τη Νατάσα όταν τον ρουφήξαμε δείχνει το θάρρος του ανδρός. Αν είχαμε πάρει το βραβείο, θα έστελναν ταξί να φέρουν και τα δίδυμα. Στα δύσκολα φαίνονται οι άνδρες και ο Ρωσσόπουλο ξηγήθηκε γνήσιο «Brokeback Mountain».
Χαίρομαι ειλικρινά που ο Γκοτιέ μας έκανε δώρο το φόρεμα της Βίσση. Τώρα τι δώρο είναι κάτι που βγάζεις βούκινο ότι κοστίζει 80 χιλιάδες ευρώ είναι σαν να πηγαίνει σε γιορτή με γλυκά και να έχεις δέσει την απόδειξη στον φιόγκο. Ας πούμε όμως ότι ο Γκοτιέ μας έκανε δώρο το φόρεμα της Βίσση. Μπορεί να πει κανένας λοιπόν πόσο κόστισε το υπόλοιπο πανηγύρι; Σε δεύτερη σκέψη όμως καλύτερα να μη μας πει. Γιατί είμαι σίγουρος ότι και στην Eurovision θα ακολουθήθηκε η δοκιμασμένη συνταγή των Ολυμπιακών του 2004. Τα έξοδα να σπάνε σε πολλούς λογαριασμούς, τα έσοδα να εμφανίζονται μόνο σε έναν λογαριασμό και μέσα να περιλαμβάνονται οι χορηγίες των ΔΕΚΟ και εταιρειών που ελέγχονται από το κράτος. Ετσι στο 2004 η Οργανωτική Επιτροπή που δεν είχε κανένα κύριο έξοδο εκτός από τα μισθολόγια του γιαννοτροφείου και έσοδα τα εισιτήρια και τα τηλεοπτικά δικαιώματα εμφάνισε κέρδος, ενώ τα υπουργεία που είχαν το κόστος της κατασκευής των σταδίων και μηδενικά έσοδα εμφάνισαν 2,5 τρισεκατομμύρια δραχμές ζημιά αλλά δεν έβγαλαν και ανακοινώσεις για να το περηφανευτούν. Στην Eurovision λοιπόν εμφανιζόντουσαν σαν μεγάλοι χορηγοί η Amstel, ο ΟΤΕ και ο ΟΠΑΠ. Εντάξει με την Amstel, αλλά με τους υπόλοιπους ελπίζω ότι δεν ζορίστικαν και πολύ για να κλείσουν τη διαφήμιση...
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






