Λέγεται ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της οικονομικής παγκοσμιοποίησης είναι η μετακίνηση. Η διαρκής και σε όλα τα επίπεδα. Κεφαλαίων, υπηρεσιών και προσώπων. Πολύ πριν η παγκοσμιοποίηση αγγίξει το ποδόσφαιρο, υπήρχε κάποιος που είχε μετακινηθεί τόσο πολύ και τόσο συχνά σε ολόκληρο τον πλανήτη, που μόνο και μόνο το γεγονός των μετακινήσεών του τον καθιστούσε ένα από τα πιο αξιοπερίεργα πρόσωπα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Αν προσέξεις το πρόσωπό του στις φωτογραφίες, σε περίπτωση που δεν τον γνωρίζεις, είναι πολύ λογικό να υποθέσεις ότι πρόκειται για κάποιον ηθοποιό που υποδύεται στον κινηματογράφο κάποιο cartoon.
Το κάπως τριγωνικό πρόσωπο με τα ασύμμετρα χαρακτηριστικά, «σκαμμένο» με έντονες και βαθιές ρυτίδες, τα μεγάλα γυαλιά, που υπήρξαν και σήμα κατατεθέν του σε όλη την προηγούμενη δεκαετία, δύσκολα σε κάνουν να πιστέψεις ότι πρόκειται για προπονητή ποδοσφαίρου. Κι όμως. Αν αξιολογήσουμε την προπονητική του καριέρα με βάση τη ρήση ότι όλα προσμετρώνται με κριτήριο την αποτελεσματικότητα, ο Σέρβος Μπόρα Μιλοντούνοβιτς είναι ο πιο επιτυχημένος προπονητής στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων, παρά το γεγονός ότι οι ομάδες που προπονούσε δεν έφθασαν ούτε καν στους τέσσερις.
Βέβαια, αν κάποια από τις ομάδες των οποίων είχε την τεχνική ηγεσία έφθανε στους τέσσερις, θα είχαμε τον ορισμό της ποδοσφαιρικής έκπληξης. Ο Μιλοντούνοβιτς κατέχει ένα ασύλληπτο ρεκόρ. Ένα ρεκόρ που πολύ δύσκολα θα καταρριφθεί από κάποιον άλλον προπονητή. Είναι ο μοναδικός προπονητής που έχει οδηγήσει στη δεύτερη φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου τέσσερις διαφορετικές εθνικές ομάδες. Το Μεξικό το 1986, την Κόστα Ρίκα το 1990, τις ΗΠΑ του 1994 και τη Νιγηρία το 1998. Μια Νιγηρία που θα μπορούσε να πάει και ψηλότερα. Αυτό το απίστευτο ρεκόρ, ο Σέρβος προπονητής θα μπορούσε να το σπάσει και το 2002, αλλά οι δυνατότητες της εθνικής Κίνας δεν έφθαναν μέχρι τη δεύτερη φάση του Μουντιάλ. Πέρα από τις προπονητικές ικανότητες του Μιλοντούνοβιτς, πιστεύω ότι είναι πολύ δύσκολο να συναντήσει κανείς άνθρωπο που να έχει συναφή αντίληψη για τη ζωή, παρόμοια με αυτή του Σέρβου. Είναι ένας περιπλανώμενος Ιουδαίος του ποδοσφαίρου. Ένας προπονητής που πολλοί χαρακτήριζαν επιτιμητικά «μισθοφόρο».
Ο Μιλοντούνοβιτς, όπως όλοι οι μεγάλοι προπονητές, είναι σχεδόν μονομανής με το ποδόσφαιρο. Κοιμάται και ξυπνάει με αυτό στο μυαλό του. Και θέτει στόχους. Οχι εύκολους, αλλά εφικτούς. Στόχους που, για να τους πετύχεις, πρέπει να δουλέψεις σοβαρά και σκληρά. Και είναι «workaholic». Εργασιομανής. Ο Μιλοντούνοβιτς, έχοντας ταξιδέψει όσο λίγοι, γνωρίζει ότι, προκειμένου να αποδώσει η προπονητική του φιλοσοφία, πρέπει να κατανοήσει τα χαρακτηριστικά της χώρας στην οποία κάθε φορά δουλεύει.
Τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον κόσμο και το ποδόσφαιρο οι ίδιοι οι παίκτες του. Και η θητεία του στην Κίνα πρέπει να ήταν η πιο δύσκολη από όσες είχε αναλάβει, αφού ήρθε σε επαφή με μια χώρα που διαφέρει τελείως από το δυτικό πολιτιστικό πρότυπο ή το αφρικανικό. Ακόμη και εκεί, και παρά το γεγονός ότι κάθισε στον πάγκο έπειτα από τρεις άλλους Ευρωπαίους, που ούτε μπόρεσαν να προσαρμοστούν, αλλά ούτε και να αντέξουν την πίεση, ο Μιλοντούνοβιτς έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα από τον καθένα, προκειμένου να μάθει, να κατανοήσει και να μπορέσει να μεταδώσει πράγματα στους ποδοσφαιριστές του.
Η θεωρία του ήταν –και φαντάζομαι ότι συνεχίζει να είναι– σκληρή δουλειά, αλλά παράλληλα και απόλαυση του παιχνιδιού. Είναι η θεωρία που ο ίδιος ονόμαζε «happy football theory». Ο χρόνος, όμως, τους νικά όλους. Ακόμη και πεισματάρηδες, όπως τον Μιλοντούνοβιτς. Από το 1986, είναι η πρώτη φορά που δεν θα βρίσκεται σε κανέναν πάγκο σε τούτο το Μουντιάλ. Σίγουρα, όμως, θα βρίσκεται στις κερκίδες. Και είναι επίσης σίγουρο ότι θα ζηλεύει όλους όσοι θα βρίσκονται στους πάγκους.
Αυτός που «τα τρώει» στους φορ
Φέτος, ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς φαίνεται ότι τα λεφτά του θα «τα φάει» στους φορ. Κυνήγησε τον Ετό, για τον οποίο προσέφερε 50 εκατομμύρια ευρώ, αλλά δεν τα κατάφερε. Αν η Μπάρτσα έχανε στο Παρίσι, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Μετά τον Ετό, ο επόμενος στόχος ήταν ο Ουκρανός Σεβτσένκο, της Μίλαν.
Από τη στιγμή που ο Σεβτσένκο πήρε το πράσινο φως από τη Μίλαν να ξεκινήσει τις συζητήσεις με την Τσέλσι, στην οποία θέλει να πάει και στην οποία τον θέλουν, δεν πρόκειται οι δύο πλευρές να τα χαλάσουν στα λεφτά. Είναι ζήτημα χρόνου. Μέχρι όμως να υπογράψει ο «Σέβα», ο Κένιον δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Εκμεταλλευόμενος τις πολύ καλές άκρες που έχει με την Ολλανδία από τα χρόνια της Γιουνάιτεντ, με μια πολύ γρήγορη κίνηση έκλεισε τον 20χρονο Σάλομον Καλού της Φέγενορντ.
Ο Καλού, που γεννήθηκε στην ακτή του Ελεφαντοστού, προσπάθησε να πάρει την ολλανδική υπηκοότητα, για να αγωνιστεί με την εθνική Ολλανδίας στο Μουντιάλ. Όμως, τα ολλανδικά δικαστήρια του το αρνήθηκαν, προς το παρόν. Ο 20χρονος ποδοσφαιριστής δεν ήταν μυστικό ότι αποτελούσε έναν από τους στόχους της Τσέλσι, διότι στο «Στάμφορντ Μπριτζ» πιστεύουν ότι πρόκειται για μεγάλη επένδυση, που θα αποδώσει στο μέλλον.
Ο Καλού, τις δύο τελευταίες περιόδους, έχει σημειώσει 35 γκολ σε 67 παιχνίδια και άλλα 7 στα ματς του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Τη σεζόν 2004-05 ήταν δεύτερος σκόρερ στο πρωτάθλημα και το 2005 κέρδισε και το βραβείο «Γιόχαν Κρόιφ», που δίδεται στον καλύτερο νεαρό ποδοσφαιριστή.
Ο Καλού, που μπορεί να παίξει και φουνταριστός, αλλά και περιφερειακός επιθετικός, δούλεψε κάτω από τις προπονητικές οδηγίες του Ρουντ Γκούλιτ. Του Ολλανδού που φόρεσε τη φανέλα των «μπλε» και ως προπονητής τους έδωσε και ένα Κύπελλο. Ο Καλού, του οποίου ο αδελφός αγωνίζεται στην εθνική της Ακτής Ελεφαντοστού, υπέγραψε τριετές συμβόλαιο με την Τσέλσι, χωρίς να γίνει γνωστό το ποσό της μεταγραφής του, το οποίο –όπως λέγεται– ξεπέρασε τα 30 εκατομμύρια ευρώ.
Ο Σεβτσένκο, πάντως, λέγεται ότι θα κοστίσει γύρω στα 45 εκατομμύρια. Όμως, η άφιξη του Καλού στο «Στάμφορντ Μπριτζ» ανοίγει την πόρτα της εξόδου για τον φορ της εθνικής ελπίδων της Αγγλίας, τον 21χρονο Κάρλτον Κόουλ, που μάλλον πηγαίνει προς την Τότεναμ ή τη Ρίντινγκ, ως δανεικός.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






