Μέρες πριν από την έναρξη του Μουντιάλ μιλούσα με ένα φίλο που θα επισκεπτόταν το Βερολίνο. «Πρέπει να σου το πουν για να καταλάβεις ότι σε μερικές μέρες αρχίζει η διοργάνωση». Ας πούμε, όμως, ότι το Βερολίνο λόγω αριστερών καταβολών –ήταν η πόλη που ο Χίτλερ μισούσε περισσότερο– αδιαφορούσε για το Μουντιάλ. Το ίδιο σε αντίστοιχα μέτρα συνέβαινε και στις υπόλοιπες πόλεις. Οι Γερμανοί διοργανώνουν το Μουντιάλ με τη νοοτροπία «όποιος μας γουστάρει και όποιος δεν μας γουστάρει το ίδιο είναι, αφού εμείς δεν χρειαζόμαστε κανέναν». Σκεφτείτε τώρα τη διαφορά ανάμεσα σε μια τέτοια διοργάνωση και τους Ολυμπιακούς του 2004.
Στο site της ΕΡΤ δημοσιεύτηκε μια ανταπόκριση του Κώστα Βερνίκου που πιστοποιεί το γεγονός. «Οι δημοσιογράφοι νοσταλγούν την Αθήνα… Οι Γερμανοί δεν πολυενδιαφέρονται για την εικόνα τους». Ανεξάρτητα από το πόσοι δημοσιογράφοι από αυτούς που καλύπτουν το Μουντιάλ «νοσταλγούν την Αθήνα», το ερώτημα είναι άλλο. Κι εγώ μπορεί να νοσταλγώ τη Σαϊγκόν του 1973. Γιατί είχε φθηνούς υπηρέτες και κορίτσια έτοιμα για στοματικό έρωτα. Το ερώτημα, όμως, είναι «εκτιμώ το Βιετνάμ του 1973;». Ας μου επιτραπεί να αμφιβάλλω.
Διότι όταν εμείς για να πάρουμε τους Ολυμπιακούς ήμαστε πρόθυμοι να πληρώσουμε τον λογαριασμό για όλους τους ξένους δημοσιογράφους στο Παγκόσμιο Κύπελλο στίβου του 1997 και βάλαμε τον σημερινό πρόεδρο του Χρηματιστηρίου Σπύρο Καπράλο να ελέγχει αν κρύωσαν οι σούβλες, είναι λογικό να μας νοσταλγούν. Όταν στέλναμε τους φακέλους στα δωμάτια των διευθυντών των μεγάλων ξένων Μέσων Ενημέρωσης στο Σίδνεϊ, είναι λογικό να νοσταλγούν τον γλυκό ήχο της Τύχης, που χτυπούσε την πόρτα τους. Όταν σε πληρώνουν, είναι συμπαθείς. Όταν πληρώνεις, αρχίζει η κριτική.
Κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβουμε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη φιλοξενία και τη δουλικότητα. Οτι το να τα ακουμπάς για να εξαγοράσεις γνώμες δεν σημαίνει ότι κέρδισες την εκτίμηση του άλλου λαού. Και ότι η μέτρια εικονογραφική κάλυψη και οι σκιές στα γήπεδα του Μουντιάλ θα μείνουν αυτό που είναι. Λάθη από ένα πανίσχυρο κράτος, που δεν περιμένει να φτιάξει εικόνα από μια διοργάνωση. Πολύ διαφορετικό από τις σπατάλες από ένα ανίσχυρο κράτος, που υποκρίνεται ότι ανήκει στην ελίτ. Μήπως πρέπει να το γράψω και στα αγγλικά, όπως μιλούσε ο Ζαχαράτος στις συνεντεύξεις Τύπου του 2004; Θα το κάνω. Με του που τελειώσει η συγκίνησή μου από τη νοσταλγία που νιώθουν οι ξένοι δημοσιογράφοι, όταν πίνουν στην υγειά των κορόιδων.
Έχω μάθει να συγχωρώ τους οπαδούς του Συνασπισμού ό,τι κι αν λένε, αλλά δεν άντεξα. «Μια μέρα θα κάνεις ποδήλατο στον αέρα. Θα σε κρατάνε δύο κύριοι με άσπρα από τις μασχάλες και θα σε πηγαίνουν στο μεγάλο σπίτι με τον πράσινο κήπο για να κρατάς τα κάγκελα». Ήμουν έτοιμος να προσθέσω «…όπου μαθαίνεις να διαβάζεις την ταμπέλα που γράφει "Φρενοκομείο" ανάποδα, γιατί βρίσκεσαι μέσα», αλλά ο απαράμιλλος Μάκης Διόγος το επανέλαβε. «Διότι όλοι οι άμπαλοι λατρεύουν τη Βραζιλία». Τώρα τι εννοούσε ακριβώς, δεν μπόρεσα να καταλάβω. Οτι αυτοί που βρίσκουν την Αγγλία πολύ ραφινάτη γίνονται οπαδοί της Βραζιλίας ή ότι αυτοί που δεν ασχολούνται και πολύ με το ποδόσφαιρο είναι πάντα με τη Βραζιλία; Το δεύτερο το παραδέχομαι. Οπως επίσης δέχομαι ότι οι άσχετοι με τη ζωγραφική προτιμούν τον Ρούμπενς από τον Ουτριγιό και οι άσχετοι με τη μουσική προτιμούν τον Χατζιδάκι από τον Μπακαλάκο. Το καλό τραβάει με τη μία το μάτι και το αυτί και χρειάζεται να έχεις ασχοληθεί πολύ με την τέχνη ή να έχεις βαρεθεί πολύ τη ζωή σου για να εκτιμήσεις τις αρετές δευτερευόντων καλλιτεχνών. Κι αυτά τα γράφει ένας οπαδός της Ουρουγουάης, που θεωρεί μεγάλες στιγμές του ποδοσφαίρου τα κλαδέματα του Ματόσα και του Μοντέρο Καστίγιο.
Τέλος πάντως, με θολωμένα από το αντιβραζιλιάνικο πάθος γυαλιά, κινδυνεύοντας να χαλάσει το astegos look που τον έχει κάνει θρύλο στους κύκλους του Γένοβα 2002, ο Μάκης Διόγος έφυγε από το γραφείο για να ανέβει στο στούντιο του SuperΣΠΟΡ FM και να κάνει την έγκριτη εκπομπή του, που μια μέρα θα αποδείξει ότι οι Βραζιλιάνοι είναι τσουρουκάδες και το πολίτευμα πρέπει να ανατραπεί για να αναλάβουν την εξουσία οι γκόμενες με τα μοβ, που θα μας επιβάλλουν να τον παίζουμε σεβόμενοι στις φαντασιώσεις μας το άλλο φύλλο. Ελπίζω να μη βρίσκομαι σε αυτή τη γη για να ζήσω την αποφράδα μέρα, παρ' ότι με τη συνεργασία με τον Χελάκη έχω αρχίσει να εκτιμώ την ικανότητα των κομμουνιστών να βρίσκουν διαφήμιση.
«Είδες χθες η Βραζιλία; Τίποτα δεν ήταν… Κι αυτός ο Ροναλντίνιο;». Θα πρόσθετα «τίποτα δεν ήταν» και θα είχα κάνει ευτυχισμένο έναν ταρίφα, αλλά πολύ δυστυχισμένη τη Μαριγώ τη σκύλα, που τα πρωινά σκέφτεται περισσότερο πώς θα ξαμοληθεί στο δασάκι απέναντι από το σπίτι μου για να τρέξει και να κάνει ό,τι κάνουν το πρωί όλα τα καλά σκυλιά και όχι να μιλάει με ταρίφες για την απόδοση της Βραζιλίας. Διότι αυτός που μου το έλεγε δεν ήταν ο Μάκης Διόγος –ήταν πολύ πιο καλοντυμένος– αλλά ένας ταξιτζής που περίμενε κάποιους τουρίστες να επιστρέψουν από την Ακρόπολη. Η φωνή του ταρίφα από το καφενείο χανόταν πίσω μου. «Και δεν θα κάνουν τίποτα. Θα το δεις… Εσύ τι λες; Δεν θα κάνουν τίποτα, έτσι;».
Η φωνή του είχε την αγωνία του ανθρώπου που λέει στον γιατρό «πες μου την αλήθεια». Προς στιγμήν –και επειδή ο χαρακτήρας μου είναι τέτοιος που αν ήμουν οδοντίατρος και ερχόταν ασθενής να του εξετάσω τον φρονιμήτη θα του έλεγα «τη βγάζει δεν τη βγάζει τη μέρα»– έπαιξα με την ιδέα να του πω «θα πάρουν το Μουντιάλ». Συγκρατήθηκα όχι μόνο επειδή οι τουρίστες όταν γύριζαν από την Ακρόπολη δεν θα έβρισκαν ταξί, αλλά επειδή η Μαριγώ η σκύλα ήταν έτοιμη να κάνει τσίσα στα παπούτσια μου. Έφυγα μουγκρίζοντας σε τόνους που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν «δεν θα κάνουν αν συνεχίσουν να παίζουν με τον Ρονάλντο και τον Αντριάνο ζευγάρι μπροστά» ή «όχι μόνο δεν θα το πάρουν, αλλά θα το πάρει η Τυνησία».
«Το σύνδρομο του αντιβραζιλιάνικου πάθους ξαναχτύπησε χθες. Μετά το 1-0 της Βραζιλίας επί της Κροατίας, το μόνο που δεν έκαναν οι εχθροί της Βραζιλίας ήταν να κατέβουν στην Ομόνοια και παραδοσιακά να πλακώσουν τους Αλβανούς. "Χάλια ήταν όλοι τους". "Τρία κόλπα έκανε και εξαφανίστηκε ο πατατάκιας"». Σκέψου δηλαδή να είχαν φέρει ισοπαλία οι Βραζιλιάνοι…
Πάντως, το αντιβραζιλιάνικο λόμπι έχει και τα δίκια του με το πρήξιμο που τρώει σε κάθε Μουντιάλ. Για τους οπαδούς της Βραζιλίας οι υπόλοιπες ομάδες παίζουν για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης και να φαίνεται πόσο γίγαντες είναι οι Βραζιλιάνοι. «Καριόκας», «θεοί του ποδοσφαίρου», «εραστές της μπάλας», «χορευτές της σάμπας», «μάγοι». Οι Βραζιλιάνοι έχουν μέχρι και 100 ευφημιστικά ονόματα όπως ο Κύριος και ο Αλλάχ, και οι υπόλοιποι πρέπει να βολεύονται με τα τοπογραφικά «Ίβηρες», τα ψευδοϊστορικά «πάντσερ» και, ακόμα χειρότερα, με τα χρώματα της φανέλας τους: «ατζούρι», σαν να μην μπαίνει κάποιος στον κόπο να σκεφτεί το «Ντα Βίντσι της στρογγυλής θεάς» και «Ποντίφικες της μπάλας» για να περιγράψει τους Ιταλούς.
Από το να σε έχουν πρήξει, όμως, μέχρι να φτάνεις στην παράνοια υπάρχει απόσταση. «Εκτός του ότι οι Αργεντινοί έχουν Μαραντόνα με τον Τσε τατουάζ και είναι επαναστάτες», πέταξε την τελευταία μεγάλη κουβέντα ο χαλκέντερος Διόγος. Το ότι το πρώτο τους Μουντιάλ το είχαν κερδίσει στην έδρα τους με τη δικτατορία του Βιντέλα, που έστειλε μέχρι 15 χιλιάδες απαρεσίδος άπατους στον βυθό του ωκεανού, δεν έμοιαζε να απασχολεί τον μεγάλο παράφρονα των Πετραλώνων. Το ότι μετά τη νίκη τα φιλιά στον Βιντέλα ήταν περισσότερα από όσα είχε πάρει η Δέσποινα Παπαδοπούλου για την πρόκριση στο Γουέμπλεϊ το ξεπέρασε σχετικά γρήγορα. «Φυσικά, υπάρχουν και κωλόπαιδα, που είχαν συνεργαστεί με τη δικτατορία». Τώρα να του έλεγα ότι κι εγώ σε ανάλογες μαστούρες με του Μαραντόνα θα σκεφτόμουν να κάνω τατουάζ τον Μάο με μαγιό δεν είχε νόημα. Εδώ κανονικοί άνθρωποι και τρώνε κολλήματα με τη Βραζιλία και θα απαιτήσουμε από οπαδό του Συνασπισμού να κρατήσει μέτρα; Ναι, ρε παιδιά, αν σας ικανοποιεί. Το ποδόσφαιρο ήταν ένα υπέροχο άθλημα, οι Άγγλοι έπαιζαν τριγωνάκια με την μπάλα κάτω, οι Ιταλοί ήταν όλοι μπροστά και έξω καρδιά, οι Ελβετοί μάγευαν τους φιλάθλους με το σύστημα διπλό φοντί, οι Αργεντινοί δίδασκαν fair play και λευτεριά στους λαούς. Μέχρι μια αποφράδα μέρα, που κάτι τσουρουκάδες από τη Νότια Αμερική με φανέλες κιτρινοπράσινες, που αν υπήρχε αστυνομία μόδας θα έπρεπε να τους συλλάβει, ήρθαν για να καταστρέψουν το όμορφο άθλημα. Και αν δεν έχουμε δικαίωμα εμείς, που είμαστε Έλληνες και ξέρουμε από καλή μπάλα, να έχουμε άποψη, ποιος έχει;
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






