Αν κάτι μπορεί κάποιος να καταλάβει εύκολα στον χαρακτήρα του προπονητή της Γερμανίας, του Γιούργκεν Κλίνσμαν, είναι ότι κάνει τη δουλειά του μόνο με τους δικούς του όρους.
Διαφορετικά, δεν την κάνει καθόλου. Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων είναι κάπως «αμερικανικός». Ενας τρόπος που θυμίζει περισσότερο επιχειρηματία και λιγότερο έναν προπονητή. Ενας τρόπος που, μιλώντας με στρατιωτικούς όρους, είναι μία μάχη with no prisoners. Μία μάχη χωρίς αιχμαλώτους. Και κάθε παιχνίδι στο Παγκόσμιο Κύπελλο μετά τη φάση των ομίλων είναι «μάχη» χωρίς αιχμαλώτους. Ισως γι' αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς του Κλίνσμαν, που είναι τελείως ξένος προς τη γερμανική πραγματικότητα, να ευθύνεται η μακρόχρονη παραμονή του στην Αμερική.
Αλλωστε, ο Κλίνσμαν ήταν πάντα ένα ελεύθερο πνεύμα, ένας κοσμοπολίτης, που δεν θύμιζε –και δεν θυμίζει- καθόλου έναν τυπικό Γερμανό. Αρνείται τα στερεότυπα, είναι αντισυμβατικός χαρακτήρας, μετακινείται διαρκώς και αλλάζει περιβάλλον, του αρέσει να μαθαίνει, δεν φοβάται να δοκιμάσει καινούργια πράγματα, συνεννοείται με άνεση στα αγγλικά και νιώθει άνετα οπουδήποτε. Εκτός ίσως από την ίδια του την πατρίδα, τη Γερμανία. Δείτε την καριέρα του. Κάνει το ντεμπούτο του στην Μπουντεσλίγκα στα 20 του, με τη Στουτγκάρδη το 1984.
Η πρώτη συμμετοχή του με την εθνική έρχεται τρία χρόνια αργότερα, σε ένα φιλικό με τη Βραζιλία. Το 1988, σε ηλικία 24 χρόνων, ανακηρύσσεται ποδοσφαιριστής της χρονιάς και πρώτος σκόρερ στην Μπουντεσλίγκα. Τον ίδιο χρόνο κερδίζει το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς με την ομάδα της Γερμανίας. Πιθανόν για κάθε άλλον Γερμανό ποδοσφαιριστή αυτού του επιπέδου το επόμενο βήμα να ήταν η Μπάγερν Μονάχου, που –τότε– τον ήθελε διακαώς.
Είπαμε όμως, ο Κλίνσμαν δεν είναι τυπικός Γερμανός. Επιλέγει την Ιντερ και μετακομίζει στο Μιλάνο. Δύο χρόνια μετά, με προπονητή τον Μπεκενμπάουερ, στέφεται παγκόσμιος πρωταθλητής με τη «νατσιοναλμάνσαφτ» στην Ιταλία. Αρνείται για μία ακόμα φορά την επιστροφή στη Γερμανία και την ένταξή του στην Μπάγερν, παρά την πίεση του Κάιζερ. Μένει στην Ιντερ για δύο ακόμα χρόνια, κερδίζει μαζί της το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ και το 1992 φεύγει για να ενταχθεί στη Μονακό. Δύο χρόνια στο πριγκιπάτο είναι αρκετά. Επόμενος σταθμός, το Λονδίνο. Το 1994 φοράει τη φανέλα της Τότεναμ.
Ανακηρύσσεται παίκτης της χρονιάς στην Αγγλία και στα 31 του πια, το 1995, φοράει τη φανέλα της Μπάγερν. Το 1996 κερδίζει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα με τη Γερμανία και το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ με την Μπάγερν, σκοράροντας 16 φορές. Ενα σπουδαίο ρεκόρ. Το 1997, αφού έχει κερδίσει το πρωτάθλημα με την Μπάγερν, φεύγει πάλι. Γυρίζει στην Ιταλία, φοράει τη φανέλα της Σαμπντόρια και ένα χρόνο μετά επιστρέφει στην Τότεναμ, όπου κλείνει την καριέρα του το 1998, συμπληρώνοντας 108 συμμετοχές με την εθνική Γερμανίας.
Οταν οι Χίτζφελντ, Χάινκες και Ρεχάγκελ αρνήθηκαν τη θέση του ομοσπονδιακού προπονητή, η πρόσληψη του Κλίνσμαν ισοδυναμούσε με το απόλυτο ρίσκο για τρεις κυρίως λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι δεν είχε προηγούμενη προπονητική εμπειρία. Ο δεύτερος, ότι ήθελε να πηγαινοέρχεται στην Καλιφόρνια, όπου ζει και έχει τις επιχειρήσεις του.
Ο τρίτος, ότι δεν είχε καμία πρόθεση να ακολουθήσει τις «διακριτικές υποδείξεις» του βαυαρικού κατεστημένου του γερμανικού ποδοσφαίρου, δηλαδή της τριάδας Μπεκενμπάουερ, Χένες, Ρουμενίγκε. Πολλοί Γερμανοί «πάγωσαν» όταν στις πρώτες συνεντεύξεις του άκουσαν τον Κλίνσμαν να μιλά για τη youth culture, την ψυχολογική προετοιμασία, τον αμερικανικό τρόπο εκγύμνασης, τη γενιά του hip hop και για έναν νέο, διαφορετικό και πιο φρέσκο τρόπο παιχνιδιού.
Οι Γερμανοί –δεν θυμάμαι ποιος το έγραψε- είναι ένας λαός που ανακάλυψε μία μέθοδο που ονομάστηκε «οργάνωση». Ο Κλίνσμαν δεν ακολουθούσε τις επιταγές του γερμανικού προτύπου. Από τότε που ανέλαβε, συγκρούστηκε πολλές φορές με την ομοσπονδία, με παίκτες ή τον Κάιζερ.
Ο Κλίνσμαν, ακόμα και αν αυτή η Γερμανία που όλοι την είχαν για ξοφλημένη πάρει το Κύπελλο, δεν θα μείνει στον πάγκο της. Θα φύγει. Οχι επειδή φοβάται τις ευθύνες, αλλά διότι είναι ένας τύπος που θέλει να είναι ελεύθερος. Και είναι, όταν οδηγεί τον σκαραβαίο του στον παραθαλάσσιο δρόμο του Μαλιμπού, χαζεύοντας το ηλιοβασίλεμα και κάνοντας τα πράγματα με τον δικό του τρόπο.
Ο Πλανητο-μαλάκας τσαντίστηκε
Αν η παγκοσμιοποίηση δεν είχε επικρατήσει, είναι πολύ πιθανό η νέα επιτυχία του αμερικανικού Τύπου να μπορούσε να θεωρηθεί μεγαλύτερη από το Watergate. Τρεις αμερικανικές εφημερίδες, οι «New York Times», η οικονομική «Wall Street Journal» και οι «Los Angeles Times» αποκάλυψαν ένα νέο σκάνδαλο κατασκοπίας, στο οποίο τον κεντρικό ρόλο έπαιξε η κυβέρνηση Μπους.
Το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών, με τη συνεργασία της CIA και του FBI, παρακολουθούσε τις διεθνείς τραπεζικές συναλλαγές χωρίς άδεια και χωρίς να το γνωρίζει κανείς. Η παρακολούθηση των τραπεζικών συναλλαγών γινόταν μέσω του συστήματος διεθνών τραπεζικών διακανονισμών, που ονομάζεται Swift και το οποίο έχει ως έδρα το Βέλγιο.
Το μυστικό αυτό πρόγραμμα παρακολούθησης άρχισε να λειτουργεί μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και, όπως παραδέχτηκε ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζον Σνόου, «είναι ένα πρόγραμμα που έχει στόχο να κάνει την Αμερική ασφαλέστερη». Και για να το πετύχουν αυτό οι Αμερικανοί, γράφουν στα παπάρια τους όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλωστε, όλος ο υπόλοιπος κόσμος υπάρχει για να πουλάνε νταβατζιλίκι οι Αμερικανοί «φίλοι» μας. Οι διαμαρτυρίες των ευρωπαϊκών -κυρίως- κυβερνήσεων, από αναιμικές έως ανύπαρκτες.
Ε, λογικό μου φαίνεται. Δεν αντιμιλάς ποτέ στο αφεντικό όταν είσαι υπάλληλος ή εκπαιδεύεσαι για καρπαζοεισπράχτορας. Και η Ε.Ε. στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής έχει μεταβληθεί σε έναν υπάκουο διεκπεραιωτή των αμερικανικών εντολών. Η Swift, μέσω της οποίας γίνονταν οι παρακολουθήσεις, δεν είναι τράπεζα, αλλά ένα είδος μεσολαβητή, που πραγματοποιεί ημερήσιες συναλλαγές που φτάνουν τα 6 τρισ. δολάρια ανάμεσα σε 7.800 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε ολόκληρο τον κόσμο. Στα αρχεία της υπάρχουν «ευαίσθητα» οικονομικά δεδομένα ατόμων και επιχειρήσεων, που μπορεί να φανούν χρήσιμα σε κάποιους και να ζημιώσουν κάποιους άλλους.
Ειδικά σε περιπτώσεις βιομη-χανικής κατασκοπίας, όπου τα κέρδη και οι ωφέλειες αποτιμώνται σε δισ. δολάρια. Επισήμως, οι Αμερικανοί ισχυρίζονται ότι παρακολουθούσαν τις οικονομικές συναλλαγές υπόπτων για συνεργασία με την Αλ Κάιντα. Και επειδή οι Αμερικανοί σε αυτά τα πράγματα διακρίνονται για την ειλικρίνειά τους, οφείλουμε να τους πιστέψουμε. Η δημοσιοποίηση του σκανδάλου από τις αμερικανικές εφημερίδες προκάλεσε την οργή του Πλανητομαλάκα, που κατηγόρησε τις εφημερίδες για προδοσία. Τέτοια είναι η αντίληψη για τη λειτουργία της δημοκρατίας στη χώρα που παίζει τον νταβατζή του κόσμου. Ουστ, κοπρίτες...
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






